Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».
-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.
Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».
-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.
Got a better definition? Add it!
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.
- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα.
- Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους.
- Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που συναναστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά δασπίτες, δηλαδή μέλη της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ. Συνάπτουν στενές φιλικές σχέσεις, ακόμη και ερωτικές.
Πολιτική ορθότητα και αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις, κονφορμισμός και γενικότερη λατρεία προς και από το κοπάδι, ψυχή τε και σώματι. Συνήθως συγγενής κατάσταση με σημαντικό επιβαρυντικό παράγοντα το θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Πιο πωρωμένη βερσιόν των απλών δασπόφιλων, άλλωστε στην κλασική πλέον κατάταξη των ειδών κατά Καθηγητή Όακ η εξέλιξη είναι η εξής: δασπόφιλος (λέβελ 1) > δασπόβιος (κώλος και βρακί & προσωπική σχέση με δασπίτη) > δασπίτης (επίσημα εγγεγραμμένο μέλος στην ΔΑΣΠ)
- Άσε, μεγάλε, βγήκε η κυτταρολογική. Έμπλεξες με δασπόβια...
- Όχι, ρε φίλε. Πώς τα πετάς έτσι; Με τι στοιχεία; Θα πιαστούμε δηλαδή, πρόσεχε!
- Δυστυχώς, δε σου λέω ψέμματα. Ανέβασε φώτοζ από το Dream City αγκαλιά με τουλάχιστον τρεις διαβόητους δασπίτες της σχολής. Αν κοιτάξεις το προφίλ της αυτό δεν είναι κάτι νέο. Γίνεται κατά συρροή εδώ και χρόνια.
- ...
- Λυπάμαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:
Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).
Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.
Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Got a better definition? Add it!
Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.
Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).
Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).
Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)
Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που το ότι συχνάζει σε κωλόμπαρα έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής του. Ο κωλομπαρόβιος ψάχνει στα κωλόμπαρα σεχ, έστω υπό τη μορφή φραπέ ή χουρού, ή και ως φουλ μπριζόλα (στην καυλύτερη περίπτωση), ψάχνει όμως και γυναικεία συντροφικότητα υπό τη μορφή πουτού. Αυτοί που είναι πραγματικά κωλομπαρόβιοι (εκτός αν έχουμε να κάνουμε με γεροντόπαιδα με χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας αντάρηδες θαμώνες ζαχοπουλάδικων που λόγω μοναξιάς ή αποξένωσης στη συζυγική ζωή ξεβράζονται στο vivere periκωλομπαροsamente.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.
Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.
Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.
Got a better definition? Add it!