Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που εισήχθη πρόσφατα στην κωλομπαρική κοινότητα. Σημαίνει τα ευαγή ιδρύματα νέας κοπής, που είναι ντεκαφεϊνέ, δηλαδή δεν παρέχουν φραπέ, αλλά μιμούνται τα χλιδογκλαμουράτα strip-clubs του εξωτερικού, με full nude, και σέξαλλα πιπ σόου (με την κακή έννοια), που όμως δεν πιάνεις και, κυρίως, δεν σου πιάνουν τίποτα. Πρωτοπόρο ήταν το ολέθριο για τους φραπεμερακλήδες κλαμπ Αλκατράζ στην Συγγρού, το οποίο και φωτογραφίζει ο όρος.

Αντώνυμο: φτωχό πλην τίμιο φραπενείο.

Disclaimer: Το παρόν λήμμα αποτελεί καρπό διαδικτυακής μελέτης για τα γλωσσικά παράγωγα του φραπέ.

- Πώς περάσατε χτες στο ινστιτούτο; Καυλά ήτανε;
- Τελείως αφραπάζ δικέ μου! Πάλι καλά που είχα φέρει δικό μου σέικερ από το σπίτι, γιατί δεν θα είχανε φύγει ούτε τα χοντρά. Έχει πάντως πεντακάθαρες τουαλέτες, αν μπορείς να το πιστέψεις, τουλάχιστον μέχρι να τους ρίξω ένα άσπρισμα.

Παράδειγμα του τι φάσεις παίζονται στα αφραπάζ. Εδώ το Ναταλάκι Πόρτμαν σερβίρει αφραπάζ στον Κλάιβ Όουεν.  (από Dirty Talking, 12/06/09)Μιλάνε τα μάτια! (Όχι τα σέικερ). (από Dirty Talking, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιο γεγονός ή ενέργεια που συμβαίνει, πραγματοποιείται ή γίνεται κάθε βράδυ, δηλαδή όχι μέρα.

  1. Καθηβραδινά στο ράδιο.fm ακούτε τις χειρότερες επιτυχίες επί πληρωμή και υποχρεωτικά(!)... και συνεχίζουμε το βραδινό μας πρόγραμμα [...]

  2. Οι αναλυτικότερες ειδήσεις στο καθηβραδινό μας δελτίο ειδήσεων στις 20:00.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καληνύχτα.

Τα λέμε, καληνυχτερίδα.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί υποτιμητικά στα απανταχού νυχτερινά κλαμπ. Αποτελεί μία σύνθεση των λέξεων κλαμπ και καγκουριά.

Με αυτόν τον τρόπο υπονοείται ότι στα trendy κλαμπάκια συχνάζουν κατ' αποκλειστικότητα απελπισμένοι κάγκουρες και ξέκωλες χαζογκόμενες, που στόχος τις διασκέδασης τους παραμένει πάντα η αυτοεπιβεβαίωση του: «Κοίτα πως το κουνάω! Μα πόσο γκόμενος/α είμαι τελικά!».

Εντάξει μωρή Λίτσα κανόνισε να βγούμε, αλλά κάπου χαλαρά... ξέρεις ότι δεν τις μπορώ τις κλαμπουριές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις δύσκολες νύχτες της υπερέντασης, όπου 2-3 και πλέον ταυτόχρονες σκέψεις και άλλα λαμόγια της ανησυχίας εισβάλλουν από και προς το υποσυνείδητο του καθυπνιζομένου, υπάρχει (άκουσον άκουσον!) προσφιλέστατη συνήθεια η καταμέτρησις των φύλλων του ρολού του κώλου, προκειμένου για την νευρομυική χαλάρωση και την επακόλουθη υπνηλία.

Συνώνυμα: νανούρισμα, νύσταγμα.

Σας την παραθέτω λοιπόν, όπως μου την παρουσίασε η αξιολογότατη και λατρεμένη ηθοποιός, κα Θέμις Μπ., στον ακόλουθο διάλογο (που είχαμε κάνει κάποτε)!

- Τι έγινε Θέμις; Τι κόκκινα μάτια είναι αυτά; - Άσε, Stevie Ray, έχω αϋπνίες και μετράω κωλόχαρτα μπας και κοιμηθώ λιγάκι... - Τα «d...» τα δοκίμασες; - Ναι! 50 φύλλα παραπάνω! Την έχω πέσει για πλάκα με την πάρτη τους! - Ατέλειωτη ευχαρίστηση!

Εδώ μπλέκουν λίγο οι προτιμήσεις... πχ. τι θα αξίωνε κανείς στη ζωή του περισσότερο; Καλό ύπνο ή καλό χέσιμο; Σας το αφήνω για εσωτερική κατανάλωση...

Βλ. και προβατάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified