Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.
-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!
Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.
-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.
Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.
Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».
- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.
Got a better definition? Add it!
Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται.
Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν).
Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.
*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.
Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.
- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.
Got a better definition? Add it!
Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση κλασμεντέν.
- Πάρε ρε συ τηλέφωνο το Μήτσο να φέρει κάναν ψιλάκο...
- Σώθηκες... αυτός τέτοια ώρα θα είναι ολόχεστος...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κατέχει βαθειά γνώση για την μπύρα, από το πως δημιουργείται μέχρι το πώς πίνεται.
Συχνάζει συνήθως σε παμπ ή μπυραρίες και πάντοτε αναζητά την πιο ψαγμένη γεύση. Αποτελεί πονοκέφαλο για τους σερβιτόρους/-ες καθώς τους κάνει μυστήριες ερωτήσεις για τις μπύρες και τους ζητά μυστήριες μάρκες.
- Καλησπέρα, τι θα πάρετε;
- Καλησπέρα, έχετε μήπως Agjhjtyhen ale;
- Μισό λεπτό να κοιτάξω...
- Ξέρετε... ζυμώνεται σε βαρέλια από ίνες τριανταφυλλιάς και δένει τέλεια με το πατέ που σερβίρετε...
- Εεεε... με συγχωρείτε αλλά δδεν... έχουμε αυτό που ζητήσατε...
- Καλά τότε, πιάσε μια Άμστελ...
Δες και εμπυρία.
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.
Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).
Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).
Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:
- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).
- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..
- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).
- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).
.
- Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
- Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!
- Γεια σου ρε ούζερ!
- Ούζερ;
- Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
- Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.
- Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν.
- Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
- Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.
- Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!
- Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.
Βλ. και luser
Got a better definition? Add it!
Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.
Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:
Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.
Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.
Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.
Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:
- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»;
- Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αλβανός + τζούρα.
Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.
-Σας μυρίζει κάτι;
-Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.
Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.
Got a better definition? Add it!