Further tags

Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.

- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παππάς κουνιστός.

Πήγα να εξομολογηθώ και με ζαχάρωνε. Ουστ ρε πρωκτόπαππα!

(από xalikoutis, 17/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πετάγεται παντού και πάντα, ο αδιάκριτος.

Και πάμε που λες με το γκομενάκι στην κρεβατοκάμαρα και πάνω που πάει να γίνει το μουχαμπέτι, μπαίνει μέσα ο μαλάκας ο Σάκης σα σφηνόπουτσα και ρωτάει αν χωράει κι αυτός!

Βλέπε και στο ξεκαύλωτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη έκφραση του αρχιδόκαμπος και πουτσοχώραφο, αλλά δίνει περισσότερο έκφραση στα πρόσωπα παρά στο μέρος.

Έχει πέσει πολύ πουτσοσπορά σε τούτη την καφετέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.

- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κ.α. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του.

«Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη», προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified