Further tags

Τουριστικό νησί (ελληνικό ή μη) με χάλια τουρίστες.

- Το κέρατό μου μέσα, πού μ' έφερες εδώ με τους τελειωμένους; Βλαχονησίδα το μέρος, κανονικά.

Πατριωτισμός και έρωτας (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενέργεια και η προοπτική της απομάκρυνσης των emo από το κοινωνικό προσκήνιο.

Εμοκάθαρση τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.

- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified