Αυτός που ακολουθεί μοντέλα σχέσεων που αποκλίνουν ριζικά από το παραδοσιακό μοντέλο του παντρεμένου ζευγαριού, στο ότι αναιρούν την αποκλειστικότητα στη συναισθηματική και σεξουαλική δέσμευση απέναντι στο άλλο μισό –ο γνήσιος ελευθεροσχεσίτης φυσικά, δεν θα έλεγε ποτέ άλλο μισό, αλλά άλλο νιοστό, χωρίς μάλιστα να συγκεκριμενοποιεί το νί, ασαφές καθώς είναι από τη φύση του.

Τύπος ανθρώπου που κατά περίεργο τρόπο ακόμη παλεύει να εδραιωθεί ηθικά στην εποχή μας (πόσα «συνώνυμα» για το ελευθεροσχεσίτισσα μπορείτε να σκεφτείτε;), αποτελεί συνήθως ευσεβή πόθο νεανίων και αντικείμενο απευχής νεανίδων, ώσπου οι μεν να καταλήξουν είτε «ελευθεροσχεσίτες» στα αζήτητα ή παντρεμένοι ελευθεροσχεσίτες, και οι δε παντρεμένες είτε με παντρεμένους ελευθεροσχεσίτες ή, στην καλύτερη περίπτωση, με απολειφάδια άλλων εποχών.

Η μόνη μορφή ουσιαστικής επικοινωνίας που απομένει και στους δύο, η ίδια: γκρίνια και μιζέριασμα σε φίλους και σε φίλες. Ας μην απορούμε που η φιλία θεωρείται η σταθερότερη σχέση όλων. Είναι άλλωστε η πιο ελεύθερη που υπάρχει, ή όχι;...

Δείτε και συγκρίνετε: καβάντζα, γαμιολάκι, πηδύλλιο, ερωφίλη, εθελοντής πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι και άλλα που θα μου ξέφυγαν ή δέν γράφτηκαν ακόμα.

— Ελεύθερη σχέση σημαίνει σχέση άνευ οποιασδήποτε δέσμευσης δηλωμένης ή αδήλωτης, επισήμως ή ανεπισήμως, όπου τα δύο (ή και περισσότερα εδώ που τα λέμε) μέλη συνευρίσκονται κυρίως για σεξ αλλά και για οτιδήποτε άλλο ΤΥΧΟΝ επιθυμούν όπως για να ανταλλάξουν γραμματόσημα, να πιουν καφέ, να συζητήσουν μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ενίοτε και σεξακίου, όποτε, αν και εφόσον επιθυμούν και τους βολεύει, χωρίς σε αυτήν να παρεμβάλλουν ερωτικές / συναισθηματικές προσδοκίες, ελπίδες, ή βλέψεις για κοινό μέλλον και κυρίως χωρίς να αλληλοπρήζονται με καθημερινά και συνεχή τηλεφωνήματα και sms, και πάντοτε χωρίς να δίνουν αναφορά ο ένας στον άλλον για το που πάνε ή με ποιους, πότε, ή αν συνευρίσκονται σεξουαλικά και με άλλα άτομα. (Ελπίζω να σας διαφώτισα επαρκώς.)
[...]
— Δεν θα μπορούσες καλύτερα! Και για να το κλείσουμε το θέμα (από την πλευρά μου τουλάχιστον) μια τελευταία ερώτηση. Γίνονται τέτοιες σχέσεις; Πολύ απελευθέρωση έχει πέσει βλέπω... Ρε τι γίνεται στον κόσμο! Και εγώ ο συντηρητικούρας αγχώνομαι μέχρι και για το τι λουλούδια να αγοράσω στην καλή μου. Καλά έχω μείνει πολύ πίσω. Πολύ χαλβάς είμαι ρε παιδί μου. Το sxeseis μου έχει ανοίξει τα μάτια τελικά. Ελεύθερη σχέση λοιπόν. Η τελευταία λέξη της μόδας. Κάτι τέτοια διαβάζω και νομίζω ότι όλοι γαμ...νε σε αυτή τη χώρα εκτός από μένα! Δε με στεναχωρεί όμως. Καλά να περνάνε οι ελευθεροσχεσίτες. Εγώ τώρα θα σκάσω ένα μπάφο και θα παίξω λίγο pro γιατί καλές οι σχέσεις και οι... υπο-σχέσεις αλλά δε γίνεται συνέχεια να ασχολούμαστε με αυτά τα τετριμμένα. Άντε γεια μας.

(από φόρουμ που λέγεται Σχέσεις τζι άρ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφραπαίς είναι η πατρώα απόδοση του φραγκολεβαντίνικου frappé.

Στην αρχαία Ελλάδα, οι προγιαγιάδες μας ανασεισίφαλλοι φαλλούς ράπιζαν (φ.ραπ.!) σκορπώντας απλόχερα την χαρά στους ευφραπαίδες προπάππους μας.

Η ιερά αυτή παράδοσις συνεχίζεται και σήμερα καθώς ερασιτέχναι τε και επαγγελματίαι φραπεδιάρες αντλούν σπέρμα σε σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία, υπαίθριους χώρους σταθμεύσεως, και στον φραπενέ της γειτονιάς σας.

Ετυμολογείται εκ του ευφραίνω και παις.

Αντίστοιχοι όροι:

  • Ο ευφράπους, ο ειδήμων του ποδοφραπέ (εκ των ευφραίνω και πους).
  • Ο ευφράπουστ, όστις απολαμβάνει τον καφέ της Χαράς από ομόφυλούς του (εκ των ευφραίνω και πούστης).

Σλανγκασίστ: Mes

- O Λιακό έχει ντοκουμέντα για την αρχαιοελληνική καταγωγή του φραπέ (λεγόταν: «Ευφραπαίς», εκ του ευφραίνω + παις = η χαρά του παιδιού)
(από εδώ)

- Ο ευφράπους Πέρι έθεσε εαυτόν σε φραποκαραντίνα καθώς ο μπαργαλάτσος του κόλλησε «το πόδι του αθλητή»

- Ο γαλάτης ευφράπουστ Πιέρ κηρύχτηκε περσόνα νον φράπα. Γιατί άραγε; Ρατσισμός; Ομοφοβία; Penis envy;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη απόδοση του εφαψία.

Ο εφαψάκιας πάσχει από σεξουαλική παραφιλία με ζητούμενο την μη συναινετική σωματική τριβή με αγνώστους σε στενούς και συνωστισμένους χώρους όπως σε μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μπαρ, πολιτικές εκδηλώσεις, εκκλησίες, συναγωγές, τεμένη.

Ετυμολογία: εφαψ- (εφάπτω) -άκιας.

Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι ένα κόκκινο πανί που έχω δει από ώρα: ένα σφιχτό άσπρο παντελόνι με υποψία στρινγκ που έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό μέρος της διπλανής, άδειας πλέον, θέσης. Εγκαθίσταμαι εκεί. Είπαμε, θα είμαι ήσυχη. Γέρνω μόνο λίγο προς το μέρος της και την ακουμπάω με το μπράτσο μου. Υγρός σπασμός αλληλούια. Εκείνη ούτε που παίρνει είδηση τη σκοπιμότητα του αγγίγματος. Ο συρμός πέφτει σε αναταράξεις. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κρατήσω αυτή τη στάση μέχρι να φτάσω στο τέλος της διαδρομής.
(Η εφαψίας)

Ο original εφαψίας δεν φοράει ποτέ εσώρουχα. Το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή για να δράσει και να θέσει σε εφαρμογή τα κρυφά εφαψιστικά του σχέδια. Θα τον βρείτε συχνά να διασκεδάζει σε καλοκαιρινά μπαράκια/clubs με σήμα κατατεθέν το αεράτο-ανάλαφρο παντελόνι (κατά προτίμηση λινό) που το επιτρέπει να λικνίζεται αισθανόμενος τις εκκρεμοειδείς κινήσεις του πέους του. Κρατώντας στο ένα χέρι το ποτό κουνιέται απαλά στο ρυθμό της μελωδίας και προσεγγίζει εκστασιασμένος το επόμενο θύμα του, συνήθως από πίσω. Πρόκειται για τη στιγμή της εφαψιστικής κορύφωσης. Ο εφαψίας δεν αποζητά το σεξ παρά μόνον αυτές τις στιγμές αμοιβαίου εφαψιστικού χορού με το θύμα που ανυποψίαστα συμμετέχει...Όταν πλέον το καταλάβει είναι ήδη αργά και ο εφαψίας θα έχει ολοκληρώσει το έργο του.
(προφίλ αναγεννησιακού εφαψάκια, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ηδονική και ταυτόχρονα γκλάμουρ κατάσταση. Π.χ. όταν μια παρέα αντρών, που πίνουνε κοκτέιλ αραγμένοι σε φουσκωτές πολυθρόνες στην πισίνα, δέχεται απροσδόκητη επίσκεψη από τσούρμο ολόγυμνων μοντέλων. Κάτι τέτοιο είναι καβλουάρ, δηλαδή πολύ εκλεπτυσμένα ηδονιστική και προκλητικά σπάταλη. Μπορεί να χρησιμοποιείται και ειρωνικά σε αυτόν που είναι γουόναμπη καβλουάρ τύπος.

Προέρχεται από σύνθεση των λέξεων savoir vivre και καύλα.

- Πήγαμε χτες στο κωλάδικο και ήρθανε κάτι μούναροι ίσαμε με εκεί πάνω και μας ζητήσανε να τις κεράσουμε τζώνη μαύρο.
- Και τις κεράσατε;
- Ναι.
- Πολύ καβλουάρ την είδατε. Μου φαίνεται σας πιάσανε τον κώλο κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό ισοδύναμο και το alter ego του ψωλοδιώχτη. Ο που τον έχει, θέλει και δεν μπορεί. Έχει κάτι που διώχνει από παστάκι μέχρι γριέντζω.

Βρε δεν πα να πέσει σε μουνοθύελλα ή και σε μουνόλακκο ακόμα, τα αντίστοιχα πουτσορανταροκύτταρα στον εγκέφαλο των θηλυκών βαράνε κόκκινο συναγερμό άμα τη εμφανίσει του.

Εντάξει, αν είσαι μπίχλας ή μπιχλάντεν τον έχεις απ' τα αποδυτήρια. Αν πάλι βγάλεις τη φήμη του φαρμακόπουτσου, τότε σίγουρα βάζεις μουνοδιώχτη στον πούτσο σου.

Αλλά εδώ λέμε ότι μπορεί και να έχεις στήσει όλες τις γκομενοπαγίδες, και να μην πέφτει καμιά μέσα, ούτε καν μια πατσούρα, λόγω αυτού του κάτι, του αόρατου μουνοδιώχτη.

«Τι 'ν' αυτό που το λεν μουνοδιώχτη, τι 'ν' αυτό;»

  1. -Ε ρεεεε... πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Τι στον πούτσο; Τον μουνοδιώχτη έχουμε;

  2. - Μπιρμπίλη μου, για αγάμητο σε κόβω τελευταία!
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα Ντερβίση μου. Πρέπει να απέκτησα μουνοδιώχτη και δεν ξέρω πως.

  3. - Βρε μαλάκα μπιχλάντεν, άντε κάνε κάνα μπάνιο να φύγουν τα δέκα κιλά μουνοδιώχτη που έχουν πετσιάσει πάνω σου.

Συνώνυμο: γκομενοδιώχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προ καιρού υπέβαλα στο δημόσιο πρόχειρο έκκληση για λήμμα που να ορίζει την εκνευριστική συνήθεια αρκετών γυναικών να φιλούν στο στόμα τον σύντροφό τους μετά της ολοκλήρωση μίας πίπας (μπλιάχ!).

Ο Γεώργιος Πρεζάκκης ανταποκρίθηκε με το ευρηματικότατο λήμμα Φιλοπίππου το οποίο αφ' ενός μεν συνδυάζει «αρχαιότητα, θέα, πίπα και ίππο» αφεδύο δε παραπέμπει στου Φιλοπάππου, «το πάλαι ποτέ στέκι για τσιμπούκι στο αυτοκίνητο (και πατάμε τα φρένα για σύνθημα να έρθουν οι ματάκηδες)».

Ωστόσο, το Σιδηρούν Προσωνύμιον έθεσε μια σκωπτική παρατήρηση, αφήνοντας μια πικρή επίγευση στα χείλη όλων μας: «υπάρχει και το φιλί μετά το γλειφομούνι, το η πίπα μετά τον κώλο και μετά φιλί (χα!) και όλ' αυτά που πρέπει να συμπεριληφθούν)». Κατέστησε λοιπόν επιτακτική την εύρεση ενός λιγότερο φαλλοκεντρικού λήμματος που να εμπεριέχει κάθε πιθανό συνδυασμό και παραλλαγή του φαινομένου «εκδικητικόπιπα».

Εξ ου προτείνεται η μπαγαποντολειχία (εκ των μπαγαπόντης και λείχω) ως επαμφοτερίζων και μητροσεξουαλικός συμβιβασμός.

Φτού Κύριε (φυλακήν) τω σπέρματί μου!

Η ανταπόκριση του σλανκεπώνυμου πλήθους στην αρχική μου ερώτηση στο Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε σπερματορροϊκή. Δυστυχώς όμως, τα λήμματα δεν αναρτήθηκαν, ίσως για τον φόβο των Ιουδαίων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις καλύτερες σχετικές προτάσεις:

  1. Τσιμπούμεραγκ, ιδέα του Χαλικού. Κττμγ πρόκειται για το απόλυτο σχετικό λήμμα, άξιο μυρίων σπεκ και καραπέκ, είθε να αναρτηθεί πάραυτα! [σ.ς.ήδη αναρτήτηκε] Ο ίδιος πρότεινε και το προσφυές μακάριοι οι πτωχοί τω σπέρματι.

  2. Χυσόφιλο και εκδίκηση της πιπατζούς από τον συμπάσχοντα acg. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το αδιαμφισβήτητο ρεμάλι του σαϊτόστ!

  3. Πιποφιλία, από τον πνευματικό Αγιατολάχ και μπυροκροτητή μας Χεσούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified