Further tags

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε απλά για CD-ROM.(Compact Disk Read Only Memory)
H μούφα βρίσκεται στη δεύτερη λέξη. Η διαφορά υπεισέρχεται στη λέξη Ρομ.

Ο Ρομ είναι ο τσιγγάνος. Η πρώτη ιστορική αναφορά για τους Ρομά (τσιγγάνους) έγινε από τον Ηρόδοτο. Ο Ρομ είναι γνωστός και υποτιμητικά ως γύφτος, λέξη που προέρχεται από τη λέξη Αίγυπτος, γιατί πιστευόταν πως οι Ρομά είναι αιγυπτιακής καταγωγής. Είναι όμως ινδικής καταγωγής. Στη γλώσσα τους η λέξη Ρομ σημαίνει άνδρας ή σύζυγος.

Έτσι λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου όρου παραπέμπει με χιουμοριστικό τρόπο στα CD των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Η εκφορά του όρου προκαλεί σίγουρα την έκπληξη του ανυποψίαστου.

  1. (Ένας τσιγγάνος οδηγεί το Datsun του, στο οποίο μεταφέρει καρπούζια για πούλημα. Διαλαλεί το εμπόρευμα του ενώ στο background παίζει Παϊτέρης...)
    (Τσιγγάνος:) Εδώ τα γλυκά καρπούζια. Καρπούζια Αμαλιάδος. Ό(λα με το μαχαίρι.
    (Πελάτης:) Πω πω ωραίο CD έβαλες. Μας μεράκλωσες μεσημεριάτικα.
    (Τσιγγάνος:) Eμ δεν είναι απλό CD φίλε. Σίντι Ρόμ είναι.

  2. - Πω ρε εσύ. Μας τρέλαναν κανονικά με τα Σίντι Ρόμ που παιάνιζαν στο πανηγύρι.
    - Δηλαδή;
    - Μας τρέλαναν στο «βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι» και στο «γαρούφαλο στ' αυτί». Τι να σου πω; Ανθολογία. Αν ήταν στο χέρι τους δε θά 'φτιαχναν μέγαρο μουσικής. Τσαντίρι μουσικής θά 'φτιαχναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό τέχνασμα γυναικών με [/I] σωματότυπο αχλαδιού που δένουν ένα πουλόβερ ή μια ζακέτα στην μέση με σκοπό να υποβαθμίσουν τον ευμεγέθη ποπό τους. Το ότι πρόκειται για τερτίπι προκύπτει και εκ του γεγονότος ότι οι φέρουσες [I]κωλόκρυψη δεν θα φορέσουν την ζακέτα όταν πέσουν τα μπιλοζίρια.

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις μωρή κωλαρού; Η κωλόκρυψή σου είσαι τόσο πειστική όσο και το καραφλάζ του θείου Βρασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αναφέρονται αδιακρίτως τα τεράστια (εξού και συγκαταλέγονται στους δεινοσαύρους), άσχημα και κυρίως άγνωστα έντομα. Προκαλούν τρόμο, ενίοτε δε και θαυμασμό. Τερατόσαυρους βλέπουν πιο συχνά οι Αθηναίοι -ες όταν πάνε στην εξοχή - για τους υπόλοιπους τα ζούδια έχουν συνήθως ονοματεπώνυμο, ενώ στο σύνολό τους «τρώνε-και-τα-κουνούπια».

- Κόψε ρε συ ένα τερατόσαυρο στα δοκάρια....
- Τύφλα να χει το Alien! Εθνικός δρυμός το σπίτι του παππού...

- Εεε, ξέρεις, έχεις ένα τερατόσαυρο στον ώμο....
- Διώξτο!
- Α, δε μπορώ, φοβάμαι....

(από xalikoutis, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την λέξη ιστοσελίδα κατά όσους:

α) Μπερδεύουν τον ιστό του διαδικτύου με το πανί ενός καραβιού,
β) Είναι αγράμματοι,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μην στεναχωριέσαι! ιστΙοσελίδα την έχουνε πει και κάποιοι υποτίθεται πιό μορφωμένοι από σένα! (...) πολλοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ Ανοιξε ΙΣΤΙΑ και πρόσεξε μόνο μην είσαι εντός ΙΣΤΟΥ αράχνης και μπλέξεις! ! :Ρ» (από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λανσάρισμα του ονόματος της δυναστείας του εξαδάκτυλου πρώην βασιλιά σε ένα νέο είδος χάμπουργκερ.

- Έκοψες τον Κοκό ντι γκρέτσια στο opening των Ολυμπιακών του Πεκίνου; Πρώτη μούρη ε;
- Ποιον είπες; Tον κοκορέτσια;
- Σιγά μην είπα τον κοντοσούβλια. Ε κουφάλογο... αν είδες τον πρώην βασιλιά στο opening των Ολυμπιακών του Πεκίνου λέω.
- Καλά μη γκαρίζεις. Σε ακούω. Τον είδα. Νομίζω ρε εσύ πως αντί να περιφέρεται από δω κι από κει, αναζητώντας ποιος ξέρει τι, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι πιο δημιουργικό.
- Τι δηλαδή;
- Να λανσάρει το όνομα του σε ένα νέο είδος χάμπουργκερ.Το γλύξμπουργκερ. Ο Γκορμπατσώφ δηλαδή ήταν καλύτερος που λάνσαρε το όνομα του στη βότκα Γκορμπατσώφ;
- Για λέγε...
- Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια αλυσίδα με καταστήματα που θα έχουν ως λογότυπο την κορόνα και θα μπορούσαν να υπάρχουν διάφοροι τύποι χάμπουργκερ με τα ονόματα των μπαρμπάδων της δυναστείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.

- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified