Further tags

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιδειξίας, ο αυτάρεσκος. Αυτός που πουλάει μούρη όποτε του δοθεί η ευκαιρία, που κυνήγα συνεχώς το να επιδεικνύεται.

- Γνώρισες τον νέο φίλο της Τζόρτζιας χτες;
- Άσε ρε ο τύπος ήταν πολύ πούλ μούρ. Μας έπρηζε μια ώρα να μας λέει για τα νησιά που πήγε το καλοκαίρι και το νέο του αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός κοινός χάχας! Χαζογελάει με όλους και με όλα, χαίρεται τη ζωή του στον μάταιο τούτο κόσμο!... Δεν ξεχωρίζει στιγμές, καταστάσεις αστείες ή σοβαρές, πρόσωπα χαρούμενα ή λυπημένα...
Σε κάθε περίπτωση, άκακος και ήσυχος...

Νομίζω ότι κάθε παράδειγμα περιττεύει.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μεγάλο βλήμα! Ο πανηλίθιος, ο πανύβλακας. Προσοχή! Όχι ο μαλάκας. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!....

Κλίνεται κατά το σήμαντρο, το σκάφανδρο κλπ.

- Τρυφωνάκο μου, είπα στον Φώντα ότι βγαίνεις με την αδερφή του και ότι μάλλον χώνεις κιόλας!... Ξέρεις μωρέ, πάνω στην κουβέντα, στην παρέα... Ετσι αγόρι μου; Να το ξέρεις!...
- Τί να ξέρω ρε βλήμαντρο! Πώς θα τον κοιτάξω τώρα τον άνθρωπο στη δουλειά;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νήπιο, γένους θηλυκού, που φωνάζει συνεχώς με διαπεραστική φωνή σε στάθμες που ξεπερνούν (κατά μέσο όρο) τα 100db.
Σπάνια, μπορεί να αναφέρεται και σε γυναίκες με τάσεις παλιμπαιδισμού που το θεωρούν χαριτωμένο να φωνάζουν χωρίς λόγο.

- Ρε Μαρία, δεν μαζεύεις λίγο την πιτσιρίχτρα σου που έχει ξεσηκώσει τη γειτονία μεσημεριάτικα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης παλληκάρι. Ο παλληκαράς, ο για τον πούτσο, ο τσολιάς, ο εκπροσωπών τα τρία κακά του έθνους: μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι, που λέει και η τοις πάσι πλέον γνωστή ρήση.

(βαριέμαι και να σκεφτώ παράδειγμα για την πάρτη του. Αυτοσχεδιάστε παρακαλώ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η άντρας/γυναίκα που φλυαρεί ακατάπαυστα και απρόκλητα με θέματολογία που θα σκότωνε από πλήξη και έναν ψυχίατρο. Συνήθως τα κούρασελ άτομα δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση αφού κανείς δεν τολμά να τους πει ευθέως ότι του τα έχουν κάνει μπαλόνια.

Πω πω ρε φίλε, κούρασελ η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified