Further tags

Από την κωμωδία «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το αντίθετο από την Λυσισλάνγκη. Αν η Λυσισλάνγκη είναι αυτή που προσπαθεί πάση θυσία να σταματήσει το σλανγκάρεστο έργο του άντρα της, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι οι γυναίκες, που όπως οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν μετατρέψει την σλανγκ σε καθαρά γυναικεία γιορτή / υπόθεση / δουλειά και δεν επιτρέπουν στους άντρες τους να εισέλθουν. Δηλαδή είναι οι Λήμμαν Sisters, αλλά στο πολύ πιο ακραίο!

Να θυμίσω ότι η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται στην γιορτή «Θεσμοφόρια» προς τιμή της Δήμητρας, που είναι μια καθαρά γυναικεία γιορτή, όπου δεν επιτρέπεται να παρίστανται άνδρες, και τα ευτράπελα αρχίζουν από την στιγμή που δύο άντρες αποφασίζουν να παραβούν την εντολή της θεάς. Παρομοίως, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι σλανγκίστριες μυημένες στα άδυτα της γυναικείας σλανγκ, όπου οι άντρες σλανγκιστές δεν μπορούν να εισέλθουν. Με λίγα λόγια η Λυσισλάνγκη είναι το παράδειγμα γυναίκας προς αποφυγή, ενώ η Σλανγκοφοριάζουσα είναι το πρότυπο της γυναίκας προς μίμηση. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το μέλλον της σλανγκ.

Παραδείγματα Σλανγκοφοριαζουσών και Σλανγκοφορίων:

Η αναγωγή της Μουνολογίας σε επιστήμη από την Regina Vagina. Βλ. μουνίλα, η, καμένο ντουί, το, περιοδόβρακο.

Η συγγραφή του Slangopolitan από την Yaloma Dentata σε λήμματα, όπως μωρό και το φιλικό στον χρήστη άνδρα μαγειρεύω ένα καλό γεύμα.

Τα inside informations της Πειρατίνας με έμβλημα το χταπόδι για τις ανάφτρες (pun unintended).

Οι γρίφοι της Στρουμφίτας για τα δώδεκα αρχίδια που έχουν οι γυναίκες...

Η όποια ομοιότητα με χρήστη/ χρήστρια του slang.gr είναι εντελώς συμπτωματική και δεν βαρύνει τον συγγραφέα. (από Hank, 28/02/09)Θεσμοφοριάζουσες. (από Hank, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από τα λήμματα συσιφόνι και μπαγαποντοπλαστική, η του χρήστη Vrastaman, μπορούμε σε συνδυασμό να εξαγάγουμε μια νέα σλανγκενεργή έννοια. Όπως ξέρουμε, ο Σίσυφος ήταν ο μυθολογικός βασιλιάς της Κορίνθου που οι θεοί τον τιμώρησαν με το να κάνει το πιο μάταιο έργο που υπάρχει: να κυλάει μια μεγάλη πέτρα ως την κορυφή ενός βουνού, που ήταν τόσο μυτερή, ώστε η πέτρα να κυλάει αμέσως από την άλλη μεριά. Οπότε φτου κι απ' την αρχή το καψώνι. Ο Σίσυφος, δηλαδή είναι το σύμβολο της μάταιης προσπάθειας, που μόλις ακριβώς ολοκληρωθεί, θα πρέπει να ξαναρχίσει φτου κι απ' την αρχή. Σχετικά έχει γράψει δοκίμιο ο Αλμπέρ Καμύ.

Η σισυφομούνα είναι η γυναίκα που τιμωρείται από μια στενή κοινωνία τύπου Σουηδικής Αραβίας και παρόμοιων αντιλήψεων (βλ. λήμμα: παρθένα απ' τον τόπο σου, κι ας είναι και ραμμένη) σε μπαγαποντοπλαστική, και πιο συγκεκριμένα σε παρθενορραφή- υμενορραφή. Το όλο εγχείρημα ομοιάζει με τον άθλο του Σισύφου, και γιατί είναι δύσκολο (άλλο τώρα αν «τίποτα δεν είναι δύσκολο για Tom Pousti») και γιατί μόλις ολοκληρωθεί ο σισύφειος άθλος, θα πέσει πούλος και τα μαγικά του Pousti θα διαλυθούν και πάλι. Συναφώς, τα γνωμικά από την κλασική παιδεία: «το ραφέν και ξεσκισθήσεται», κατα το «ο τρώσας και ιάσεται». Και «ο πίθος των Δαναϊδών» για το μουνί που δεν χορταίνει σπέρμα. Για εναλλακτική μέθοδο παρθενίας στην πρώτη νύχτα του γάμου, βλ. από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

Μεγάλη σισυφομούνα το Λίλιαν. (Βλ. παράδειγμα στο όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί). Πάνω που έκανε την μπαγαποντοπλαστική, παρακαλεί να χαλάσουμε και πάλι το αριστούργημα του Pousti! Δηλαδή, Tom Pousti τζάμπα τον κούρασε; Ε, του Pousti, δεν θα βρεθεί ένας να κάνει το χατήρι στο Λιλιανάκι μας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπικό ζευγάρι της γενιάς των 700 Ευρώ (και όχι της γενιάς των 700 εκατομμυρίων ευρώ).

Προέλευση: Αδέρφια- ήρωες του Μποστ (όχι ζευγάρι). Έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση το 1958 και είναι εμβληματικοί χαρακτήρες της κατάστασης της χώρας την εποχή εκείνη. (Πηγή: Πονηρόσκυλο)

Ασίστ: Αυτοκτονημένος.

-Τι λες; Θα κάνουν κανά παιδί ο Μάρκος κι η Άννα;
-Ποιοι; Ο Πειναλέων κι η Ανεργίτσα; Μπα, για γεροντομάνα την κόβω την Αννούλα, ιφ έβερ...

(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάθηση αυτού που «τον παίρνει κι απ' τα αυτιά».

Κατά τον πατέρα του λήμματος, Αυτοκτονημένο, αφορά κυρίως σε παρθένες.

Τον ταλαιπωρεί μία χρόνια πουτσωτίτιδα τον Πέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νικ του Βασίλειου Κωστέτσου, λόγω της διαφήμισης του σίδερου «Στιρέλα» με σλόγκαν «τη Στιρέλα, τη Στιρέλα!». Συνεκδοχικά ο κάθε πούστης, κι ιδίως οι μόδιστροι.

Ασίστ: GATZMAN.

Έμαθα ότι το σιδερώνει το πουκάμισο ο Λούλης! Μεγάλη πουστηρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πρωκτόκολλο προκύπτει εκ των λέξεων «πρωκτός» και «πρωτόκολλο». Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις παρακάτω περιπτώσεις:

1)****Χιουμορ - Επικοινωνιακή ανάγκη, αναφέροντας το πρωτόκολλο, ως πρωκτόκολλο με στόχο το γέλιο (βλ. παράδειγμα 1).

2)****Αρνητική Στάση προς το πρωτόκολλο - Δυσλειτουργία πρωτοκόλλου.
Ειρωνικά το πρωτόκολλο (πρωτόκολλο του κώλου) από κάποιους που:

  • Δε δέχονται τις δομές εξουσίας που εκφράζονται εκεί και τις φυτευτές σ' αυτό αποφάσεις.
  • Δεν παίρνουν σοβαρά έναν οργανισμό, οπότε και τα πρωτόκολλα λειτουργίας του.
  • Δε βλέπουν το λόγο να υπάρχει πρωτόκολλο, σε απλές περιπτώσεις. Τουναντίον θεωρούν πως η ύπαρξη κανονισμών σε τέτοιες περιπτώσεις, μπλοκάρει την ανάπτυξη ομαδικού, δημιουργικού κι επικοινωνιακού κλίματος.
  • Έχουν προσωπικά με τους επινοητές του, ή θεωρούν το θέμα ξενέρωτο.
  • Θεωρούν πως αντί να διευκολύνει τη λειτουργικότητα, πραγματεύεται στείρες τυπικότητες, και απαιτεί τις... προϋποθέσεις για να δουλέψει.
  • Θεωρούν πως δεν εξυπηρετεί τις βασικές ανάγκες, ή τις εξυπηρετεί ανεπαρκώς, ή εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες δευτερευούσης σημασίας.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παραδείγματα: 2, 3, 4.

3) Δύσκολα εντοπίσιμο πρωτοκολλημένο έγγραφο, λόγω του ότι η οργάνωση που αφορά το συγκεκριμένο θέμα είναι οργάνωση του κώλου. Π.χ.: αταξινόμητο εντός στοίβας εγγράφων, σταλμένο σε άγνωστο γραφείο (π.χ.: δεν υπάρχει βιβλίο που κρατούνται οι κινήσεις των πρωτοκολλημένων εγγράφων), κ.λπ. (βλ. παράδειγμα 5).

4)****Κωλοκεντρική (πρωκτοκεντρική) αντίληψη με ποσοτικά - ποιοτικά κριτήρια.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παραδείγματα 6,7

5)****Συνδυασμός των παραπάνω (βλ. παράδειγμα 8)

Κλείνοντας στέλνω τις ευχαριστίες μου στον Khan για την ωραία ιδέα.

1)
-Πάντως το πρωκτόκολλο επικοινωνίας που υποστηρίζει η συσκευή σου, είναι και γαμώ!

2)
Έλενα (γραμματέας προέδρου): Είπε ο πρόεδρος πως από δω και πέρα πρέπει όλοι σας να φοράτε γραβάτα, είτε πάτε, είτε δεν πάτε σε πελάτες.
Αλέξης: Μα... καλοκαιριάτικα γραβάτα; Τι πρωκτόκολλο είναι αυτό;
Ελενα: Γιατί είναι πρωκτόκολλο;
Αλέξης: Γιατί αντί να διευκολύνει, δυσκολεύει τη δουλειά μας. Είναι μια ακόμα ανούσια τυπικότητα. Γιώργος: Πφ! Πρωτόκολλα κι αηδίες!
Αλέξης: Καλά εσύ... μη δεις κανονισμό. Αντιδράς.
Βάσω: Έχετε δίκιο. Πρωκτόκολλο είναι. Δεν είμαστε εταιρεία. Μπουρδέλο είμαστε.
Γιώργος: Πες τα χρυσόστομη. Τριμπούρδελο!
Βάσω: Αντί να ασχοληθεί σοβαρά με την επιχείρηση, να προσελκύσει πελάτες, να μας εκπαιδεύσει που δεν ξέρουμε την τρίφλα μας, ασχολείται με παπαριές !
Γιώργος: Πάντως ρε παιδιά, μου τη σπάει να μας περνάνε φυτευτά πράγματα χωρίς να μας ρωτάνε. Ζώα είμαστε;
Μάριος: Και για μένα ότι πρωτόκολλο βγάλει η διοίκηση, είναιftp πρωκτόκολλο! (Για την ιστορία, υπάρχει στους Η/Υ, ftp πρωτόκολλο που σημαίνει: file transfer protocol).
Αλέξης: Το λες γιατί έχεις προσωπικά με τον πρόεδρο.
Βάσος: Εγώ πάλι έχω κολλητό τον πρόεδρο, αλλά θεωρώ πως σε θέματα εταιρικής πολιτικής, τα πρωτόκολλα του, είναι πρωκτόκολλα. Καλός φίλος... αλλά κακός επαγγελματίας. Του το ‘χω πει κιόλας!
Νώντας: Ασχολείστε τόση ώρα με πεοδείκτες και πρωκτόκολλα. Και για μένα είναι πρωκτόκολλο το να επιμένει κανείς στη γραβάτα. Ξενερώνω με τέτοια. Τελικά ρε παιδιά, για διαφορετικό λόγο, δεχόμαστε ομόφωνα πως μιλάμε για πρωκτόκολλο.
Η Έλενα γελώντας απομακρύνεται. Σε λίγο ο Μάριος απευθύνεται στους υπόλοιπους πλην της Έλενας λέγοντας:
Μάριος: H Έλενα προηγουμένως, στη συζήτηση που ξεκίνησε από τις γραβάτες και πήγε στα πρωκτόκολλα, είχε εντολή να μας παρασύρει και να μας ηχογραφήσει, για να μάθει ο πρόεδρος τη γνώμη μας για τις κινήσεις του. Και το 'κανε. Έτσι εξηγείται και το λαμόγελο της, στο κλείσιμο της ομαδικής συζήτησης. Οπότε...Ψάχνουμε για δουλειά. Α ρε Νώντα... Ομόφωνα!... Ομόφωνα, πλην της Έλενας!... Ε ρε Πούτσι που της χρειάζεται!

3)
Αν βγεί απόφαση υπέρ της ΑΕΚ απο το CAS, θα έχουμε να λέμε ότι είμαστε πρωταθλητές στα χαρτιά, στην ταυτότητα, στο γήπεδο και στο πρωκτόκολλο της ΕΠΟ!
Δες

4)
Αγόρασα ρε γαμώτο, αυτόν το ρημαδιάρη τον πομπό από την Αμερική, αλλά έχει τέτοιο πρωκτόκολλο επικοινωνίας, που δεν υποστηρίζεται εδώ πέρα.

5)
Απολεσθέν κι αυτό το πρωτόκολλο ανάμεσα σε στοίβες άλλων πρωτοκολληθέντων απολεσθέντων αντικειμένων και ευρεθέντων υποκειμένων (ή πρωκτόκολλο;).
Δες

6) -Πρωκτόκολλο από πρωκτόκολλο διαφέρει.
-Ρίξε ένα παράδειγμα.
-Ας πούμε πρωκτόκολλο έχει κι η Πόπη στο λογιστήριο, που είναι σωστή φάλαινα όρκα με τετράχουφτα ++ οπίσθια, πρωκτόκολλο έχει όμως κι η δίχουφτη Λίζα, που είναι παστάκι πρώτης διαλογής.

7)
Λίλιαν: Τι λέει το πρωκτόκολλο όσον αφορά το ντύσιμο στο αποψινό πάρτι; Κούτσι φόρεμα;
Λάουρα:Με ένα Π κεφαλαίο. Πούτσι φόρεμα (βλ. Δ.Π). Φόρεμα που να ανάβει φωτιές! Πρέπει ο Μένιος να γίνει αναμμένιος κι ο Πέρι, περοσβεστική υπηρεσία.

8)
Hank: Το πρωκτόκολλο! Τώρα Μες μας προσβάλλεις, τόσα λήμματα για το φραπέ, που έχουμε καταχωρίσει, δεν έχεις μορφωθεί κωλομπαρικώς;
Δες στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη εκ των «τσιμπούκι», «λαρύγγι» και «πνίγω». Δηλώνει το βαθύ λαρύγγι, την καμηλοπάρδαλη, την μαστόρισσα στο deep throat. Μπορεί να πνίγεται ή ίδια, ή, εναλλακτικώς, να πνίγει το λαγουδάκι στο λαρύγγι της.

Assist: GATZMAN.

-Σιγά, σιγά, θα πνιγείς!, είπα στην τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραξηγιάρης είναι ο τύπος που αρπάζεται με το παραμικρό, γιατί παρεξηγεί κάθε αρνητικό ή ειρωνικό σχόλιο προς το άτομο του, ακόμα κι αν αυτό είναι καλώς εννοούμενο, κι αυτό γιατί δεν έχει αίσθηση του χούμορ, του αυτοσαρκασμού και της θνητότητάς του.

Αν δεν πρόκειται περί «μπαμπαδισμού», συνήθως ως χαρακτηρισμός απευθύνεται φιλικο-χαϊδευτικά προς κατά-τα-άλλα-ok-άτομα - κι αυτό γιατί αν πρόκειται περί και μαλάκα και παραξηγιάρη αθρώπου έχουμε συγχώνευση των ποινών, κατά την οποία υπερισχύει το μαλάκας ή ίσως ακριβέστερα το μαλακοπίτουρας.

Από το μαγκο-σλανγκ «παραξήγησις».

- Άντε ρε μαλάκα που είμαι εγώ μουνόδουλος.... - Άντε ρε βλάκα παραξηγιάρη, πλάκα κάνουμε.... το Σοφάκι που το άφησες, γιά' δεν ήρθε;
- Έχει περίοδ... ραγαμήςςς....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική γλώσσα όπως τη χρησιμοποιεί ο πρίγκηψ Ντούσαν Μπάγεβιτς.

-Ντεν κάνουμε μεταγκραφές, έκουμε ομάντα και μπορούμε πάρουμε πρωτάτλημα, έκουμε ένα πρόεντρο που βοητάει την ομάντα, έκουμε ένα ντύσκολο ματς μέσα σε ΟΦΗ και πρέπει να πάμε γκια νίκη... (πρέπει να ήταν το 2005, όταν ο Ντούσκο ήτανε στον Ολυμπιακό).

(από Khan, 18/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified