Ο τύπος που είναι τόσο χαζός που το βλάκας δεν είναι αρκετό για να τον καλύψει ως άτομο!
- Πω πω! Τι βλάκας που είναι ο Μήτσος!
- Αυτός δεν είναι βλάκας, είναι δεκαπεντόβλακας!!!!
[Και τα μυαλά στο μπλέντερ]!!!!
Ο τύπος που είναι τόσο χαζός που το βλάκας δεν είναι αρκετό για να τον καλύψει ως άτομο!
- Πω πω! Τι βλάκας που είναι ο Μήτσος!
- Αυτός δεν είναι βλάκας, είναι δεκαπεντόβλακας!!!!
[Και τα μυαλά στο μπλέντερ]!!!!
Got a better definition? Add it!
Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.
- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που παίζει σε τσόντες.
Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.
Got a better definition? Add it!
Άντρας που αυνανίζεται, μαλάκας.
Ως βρισιά, χρησιμοποιείται ως πολιτικά ορθή και πιο ειρωνική εκδοχή του μαλάκας, πολύ συχνά σε προεφηβικές και εφηβικές ηλικίες.
Αγαπημένο μάθημα του μικρού Αποστόλη στο σχολείο ήταν η μυθολογία. Από τότε που έμαθε για τον Προκρούστη, του μπήκε η ιδέα και σούφρωνε τα μολύβια των συμμαθητριών του.
Πήγαινε μετά στο σπίτι του, καθόταν στο γραφείο του, μα αντί να διαβάζει, έβγαζε τα κλεμμένα μολύβια απο τη σάκα, τα μύριζε και κατόπιν τα μετρούσε με το πουλί του. Αν ήτανε μικρότερα, τα πετούσε στα σκουπίδια –έτσι κι' αλλιώς, τόσο μικρά για γράψιμο δέν κάναν πια. Αν ήταν μεγαλύτερα, τον έπαιζε να μεγαλώσει κι' αν πάλι δεν του έφτανε, βαλνόταν να τα ξύνει. Σχεδόν πάντα συνέβαινε το δεύτερο.
Τον μικρό Αποστόλη δεν θα τον έλεγες επιμελή μαθητή. Θα τον έλεγες μάλλον κλέφτη ή φετιχιστή, και μικροτσούτσουνο. Και σίγουρα, θα τον έλεγες μεγάλο πεοκρούστη.
Got a better definition? Add it!
καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.
Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!
Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.
Got a better definition? Add it!
Φοιτητική μπουάτ με ροκ κι έντεχνη μουσική.
Συνήθως ο κιθαρωδός (είτε ελπιδοφόρος εικοσάχρονος είτε αποτυχημένος τριάντα-και-κάτι), υποχρεούται απ' τους θαμώνες να παίξει το «Να μ' αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου κατά ν φορές ανά βραδιά, όπου ν ο εκάστοτε μέσος όρος ηλικίας στο κοινό. Συνήθεις τιμές ν: 17≤ν≤23.
(ροκ πρωτοετής και κιθαρωδός)
- Φίλε θα παίξεις άλλη μια φορά το «Να μ' αγαπάς»;
- (Μέσα απ' τα δόντια του) ...Να σας γαμήσω κωλόπαιδα... (Φωναχτά) Έγινε φιλαράκι!
- Πάμε στο ναμαγαπάδικο ν' ακούσουμε τον Τέλη και την κιθάρα του;
- Και να φάμε και κανένα πρωτοετάκι; Γαμώ... Βάζω τη μπαντάνα μου και φύγαμε.
Got a better definition? Add it!
Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.
- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.
Εξέλιξη:
Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.
- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...
Δες και -ψώλης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.
- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;
Got a better definition? Add it!