Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Από το ιταλικό ciao: αντίο, γεια.
Πρέπει να φύγω, άντε τσάγια.
Βλέπε και τσίου.
Got a better definition? Add it!
Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.
- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Ο αστυνομικός, όργανο της τάξης, υπερασπιστής της ασφάλειας των πολιτών και ανεκδιήγητο καθίκι. Σύντμηση του λαϊκού όρου μπάτσος ==> μπατσέος ==> τσέος.
- Μαλάκες σύρμα, σκάσανε οι τσέοι!
Got a better definition? Add it!
Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.
- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!
Βλέπε και πουρουφάν.
Got a better definition? Add it!
Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.
(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass
Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.
Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:
ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ
- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!
Got a better definition? Add it!
Τσιγάρα τρακαδόρων (από το απ' όλων).
- Πάλι δεν έχεις τσιγάρα;
- Έχω απόλλων!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοράει φράκο.
(επειδή το φράκο είναι σχιστό πίσω, σαν την ουρά του χελιδονιού).
Όλη η ορχήστρα ντυμένη στα μαύρα και ο μαέστρος ψαλιδόκωλος. Επίσημα πράγματα!
Got a better definition? Add it!
Από το μια χαρά και το εντάξει: όταν όλα πάνε καλά και πρίμα!
- Ελενίτσα, πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
- Μια χαράνταξη μαμά!
Got a better definition? Add it!
Ο τρελαμένος και τελείως χαζοβιόλης γκόμενος!
- Τι έγινε μωρή με τον Τάσο;
- Τον σχόλασα. Τι λολοφιόγκος που ήταν!
Got a better definition? Add it!