Further tags

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν δεν έχουν καμμία σχέση με τα τσουτσέκια, αλλά είναι απολύτως συναφή με τα μπαρμπούτσαλα και τις παπαριές. Μιλάμε για λεκτικές βλακείες, ανοησίες, ασυναρτησίες και χαζά-χαμένα. Καμμιά φορά χρησιμοποιείται ως μονολεκτική εναλλακτική στο απ' τα γκόλια μόλια, γειά σου παππού μου ξάδελφε.

- ...μπλα μπλα... σε λίγο καιρό... μπλα μπλα... περιμένω κάτι λεφτά... μπλα μπλα... ένας θείος της ξαδέλφης μου... μπλα μπλα... πρόπερσι ένας κολλητός... μπλα μπλα... εγώ ποτέ δεν θα κορόιδευα το φίλο μου... μπλα μπλα...
- Τσουμτσούκια μπλε μεγάλε. Κοφ' τις παπαριές και πέφτε το μάμαλο γιατί θα βρέξει καρπαζές. Και σβέλτα γιατί βιάζομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρουμε όλοι τον παλαιοπώλη, τον παγοπώλη και τον παντοπώλη. Και σίγουρα έχουμε μπει σε κρεοπωλεία, καπνοπωλεία και καφεζυθοπωλεία. Είναι δε πλέον και πολύ πιθανό να συχνάζουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο - σχετικά νεόκοπο αυτό αλλά απολύτως καθιερωμένο πια.

Η ευελιξία των καταλήξεων -πώλης, -πωλείο είναι απεριόριστη και η χρησιμότητα τους για τους λεξιπλάστες ανεξάντλητη. Σχεδόν όποιο ουσιαστικό και να κολλήσεις μπροστά θα βγει, πάνω κάτω, νόημα - και την ίδια στιγμή θα έχει δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη που θα περιγράφει, θα αποσαφηνίζει, θα ειρωνεύεται ή και θα φαντάζεται κάποια μεταπρατική δραστηριότητα ή αυτούς που την ασκούν.

Σε λεξιπλασίες αυτού του τύπου καταφεύγουμε συχνά για διάφορους λόγους - και ιδού μερικοί από τους λόγους αυτούς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • δεν υπάρχει όρος που να εκφράζει την έννοια, ή τουλάστιχον΄όχι μονολεκτικά - π.χ. στοιχηματοπώλης αντί για πράκτορας στοιχημάτων ή μπούκις, ή καρτοπώλης αντί για πωλητής καρτών κινητής τηλεφωνίας, ή/και
  • κρίνουμε ότι απαιτείται μια δόση δηκτικής ειρωνείας - αλλά, σε ένα σχετικά κόσμιο - π.χ. ρουσφετοπωλείο αντι για το πολιτικό γραφείο βουλευτή, ή κηδειοπώλης αντί για ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, εργολάβος κηδειών ή κοράκι, ή τσοντοπωλείο αντί για ερωτικό βίντεο κλαμπ ή sex shop, ή/και
  • θέλουμε να δώσουμε μια λόγια επίφαση σε κάτι καθημερινό και μπανάλ - π.χ. σουβλακοπώλης αντι για σουβλατζής με παρόμοια λογική με το σουβλακερίαντί για σουβλατζίδικο, ή/και
  • αυτό μας ζητούν είναι άκαιρο, εξεζητημένο, παράλογο - βλ. παραδείγματα κάτωθι, και
  • απλώς θέλουμε να κάνουμε τον έξυπνο

-πώλης, -πωλείο = το τέλειο εργαλείο ... και φτιάχτο μόνος σου

  1. - Θέλω μπισκότοοοο ...
    - Τάκη, το παιδί θέλει μπισκότο ...
    - Κι εγώ τι θες να κάνω;
    - Να πα να του πάρεις ...
    - Τέτοια ώρα; Τέτοια ώρα, όλοι οι μπισκοτοπώλες έχουν κλείσει ...

  2. - Αχ, ένα ταγεράκι που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν ... αλλά, πού να βρεις τέτοιο εδώ ... Παρίσι μόνο ...
    - Έτσι είναι, Ελίζα μου ... ταγεροπωλεία της προκοπής μόνο Παρίσι βρίσκεις ... άντε και Μιλάνο ... (κούνια που σε κούναγε, μωρή μπάζο ...)

  3. - Ξέρεις, Μήτσο μου, μ'αρέσεις ... αλλά εγώ δεν θέλω αυτές τις σχέσεις της μιας βραδιάς ... έγω θέλω μια σχέση σοβαρή ... θέλω δεσμό ...
    - Εντάξει, ρε μανούλα μου ... αύριο πρωί που θ' ανοίξουν τα δεσμοπωλεία θα πάω να σου πάρω έναν ... Τώρα θα κάτσεις για όχι ... έτσι να στον ακουμπήσω λίγο ... όχι τίποτα δύσκολο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο ούφο, ο πιο αφηρημένος και αλλοπαρμένος και νεραϊδοπαρμένος και αλαφοΐσκιωτος και τζαζ (και όλα τα λοιπά) άνθρωπος του κόσμου. Από το αλλού + το αγγλικό aloof + το Ούφο.

- Αμάν ρε πούστη μου αυτή η Τζενούλα, δεν παλεύεται, δεν χαμπαριάζει Χριστό, της μιλάς, τη σκουντάς, της τα εξηγείςς μια ώρα και εκείνη στον κόσμο της... Μπας και μας δουλεύει;
- Όχι μωρέ το Τζενάκι, αφού την ξέρεις, είναι αλλού το άτομο...
- Τι αλλού, μωρέ, μόνο αλλού; Αλλούφο είναι.... Δεν θυμάσαι που πήγε να βάλει τις προάλλες τα σκουπίδια στο ψυγείο... Τι περιμένεις τώρα... Χαλαρά...
- *%&#>?)(@...............

Got a better definition? Add it!

Published

Συμπαθείς κοινωνικές ομάδες που αναλώνονται στην χρήση ινδικής κάνναβης σαν να μην υπήρχε αύριο!
Παρατηρήστε ότι αν αλλάξουμε τα αρχικά των δύο λέξεων αναμεταξύ τους παίρνουμε το:

«φασίστες και χουντικοί»...

...μικρός που είναι ο κόσμος, ε;

Χασίστες και φουντικοί όλου του κόσμου ενωθείτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένη, λόγια (λέμε τώρα) μορφή της λέξης blog. Η προσθήκη του τελικού -ν είναι προαιρετική αλλά κάνει τη λέξη ακόμη πιο λόγια - ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται να νομίζει αυτός που το προσθέτει.

Απαντώνται και οι τύποι ευλόγιον, ε-βλόγιον και (β)λόγιον αλλά, προς το παρόν, όχι πολύ συχνά.

Συνώνυμο: ιστολόγιο. Επαρκέστατο, θα έλεγαν κάποιοι, και γιατί χρειάζεται το βλόγιον και τα υπόλοιπα; Αλλά, ειδικά σε αυτές τις σελίδες, ο λεξιπλάστης έχει πάντα δίκιο.

Για οτιδήποτε άλλο σχετικό με τα Ελληνικά blogs δείτε το πληρέστατο λήμμα μπλόγκερ. Είναι must.

  1. (Από blog)
    ΜΕ ΑΡΕΣΕ
    Που επιτέλους κατάφερα να βρω πως φτάχνεται αυτό το βλόγιο.
    ΔΕ ΜΕ ΑΡΕΣΕ
    Που αυτό το βλόγιο το διαβάζουμε μόνο εγώ κι εσύ.

  2. (Από blog)
    Λοιπόν αυτό το βλόγιον δημιουργείται εν βρασμώ ψυχής και με βασικό σκοπό να μπορέσω να παίξω μπλογκοπαίχνιδα. Τουτέστιν, η σοβαρότητα μάλλον δε θα΄ναι το δυνατό του σημείο. Αυτά προς το παρόν. Διότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.

  3. (Από το http://petefris.blogspot.com/)
    Πρόσεξα πως μερικοί έμπειροι γράφουν «βλογ» και όχι blog, είτε επειδή ξεχάστηκαν και δεν πατάνε alt+shift, είτε επειδή σκοπίμως το εξελληνίζουν. Εάν θεωρήσουμε το βήτα μαλακό, δηλαδή προερχόμενο από το w, τότε περνάμε ανέτως από το β στο φ, αντιστρέφοντας το αρχαίον μακεδονικόν έθος, όπως διδάσκει η γλωσσολογία και ο Ησύχιος (έλεγαν οι άνθρωποι την κεφαλή καβαλά,άπ΄όπου προέρχεται και η μεταγενέστερη γκλάβα).Αν λοιπόν γράφοντας βλογ εννοούμε φλογ, εξελληνίζουμε εύκολα, θέτοντας μια ευπρόσωπη κατάληξη σε φλόγιον, φλογί, φλόγημα και πάει λέγοντας. Εννοιολογικά, μπορούμε να παίξουμε με τις υπάρχουσες εκφράσεις φλανφλάν και φληνάφημα. Αλλά δεν σας κρύβω ότι προτιμώ μια πιο κλασική λύση. Να διατηρήσουμε ως ρίζα το βλογ, προσθέτοντας το ευφωνικόν ευ- και μια καλή κατάληξη. Ευλόγιον, λοιπόν, που σημαίνει καλό blog. Γιά τα τρεχαγύρευε blogs, έχουμε μεγάλη επιλογή: δυσλόγιον, αμπλόγιον (και αμπλόγι ή αμπλόι, συναρτάται και με το αμπλάκημα). Ανήκουμε σε λαό (τέλος πάντων...) που μετέφρασε πρώτη φορά τον Shakespeare σε Σχακεσπεάρη, επομένως δεν θα μας αντισταθεί μία μονοσύλλαβη λέξη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified