Further tags

Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.

Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλόσημο.

- Κάθε ξεκωλτέ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει και την αντίστοιχη ξεκολοτυπία!

Ξεκωλοτυπία (από Vrastaman, 06/07/08)(από Vrastaman, 23/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως ξεκωλοτυπία ή ξεκωλόσημο.

- Ρε συ, τί είναι αυτά τα κέρατα που ξεπροβάλλουν από το παντελόνι της Μαρίκας;
- Είναι προς τιμήν του άντρα της του Σάκη. Αυτός της πρόσφερε το κέρας της αφθονίας και εκείνη του ανταπέδωσε την αφθονία των κεράτων.

Τσουλόσημο (από Vrastaman, 06/07/08)40 χρόνια μετά... (από Khan, 02/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος πολύ χύμα, ο διάλας, αυτός που όπου πάει τα κάνει μουνί. Η πρόθεση τρι- χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο δεύτερο συνθετικό (τρεις φορές). Αντίστοιχες λέξεις από το ίδιο πρώτο συνθετικό τριμάλακας, τρικούβερτο, τρισκατάρατος...

- Ρε τριμπούρδελο, πότε θα τελειώσεις επιτέλους αυτή την έκθεση για τον διευθυντή; Θες να μας σουτάρει όλους;
- Χαλάρωσε ρε μεγάλε και δε μου βγαίνει και η πασιέντζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών.

- Καλά φοβερός pc-ίατρος ο Τόλης! Τό 'φερε στα ίσια του το μηχάνημά μου χθες.
- Δωσ' μου το κινητό του να κλείσω ένα ραντεβού, με έχουν τρελάνει οι διαολο-Spy...

Δες και πισί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δύσοσμο αέριο που απελευθερώνεται κατά των αερισμό (πορδή, κλανιά) των ζωντανών οργανισμών. Το αέριο αυτό είναι τόσο δυσάρεστο για την αίσθηση της όσφρησης, ώστε μπορεί, όπως λέει και το όνομά του, να σε οδηγήσει σε αργό και βασανιστικό θάνατο...

- Κατά τον αερισμό των ζωντανών οργανισμών απελευθερώνονται κυρίως υδρατμοί και μεθάνιο.
- Εγώ θα έλεγα κυρίως υδρατμοί και πεθάνιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θλιβερά αξιοθρήνητο άτομο ή ζώο, όταν βλέπεις ένα αλλάζεις πεζοδρόμιο. Αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της δια(σ)τροφικής αλυσίδας.

Εκ των κοπρίτης και αλητάμπουρας.

Ασίστ: Vrastagirl.

Εγώ δεν ήμουνα κοπριτάμπουρας, κοπριτάμπουρα μ' έκανες εσύ...

its a doggy-dog world (από Vrastaman, 31/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).

Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified