Further tags

Αρχαϊστί, το μποτιλιάρισμα, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, το στοίβαγμα των μέσων μεταφοράς στο δρόμο. Η λέξη έχει αναφερθεί, στο περιοδικό Asterix, όπου στον «Γύρο της Γαλατίας», o Αsterix κι ο Obelix είναι εγκλωβισμένοι από μποτιλιάρισμα στον εθνικό καρόδρομο. Το αμφορεάρισμα αυτό ήταν αιτία της μαζικής φυγής στις Γαλατικές παραλίες λόγω καλοκαιρινών διακοπών. Το νόημα της λέξης, προκύπτει από την αναλογία του νοήματος των λέξεων αμφορέας-μποτίλια. Οπότε το αμφορεάρισμα είναι το μποτιλιάρισμα.

Ώρα αιχμής κάποιου καλοκαιρινού μεσημεριού του Ιουνίου, με θερμοκρασία 40 βαθμούς, κάπου στην Κηφισίας:
- Καλά έχουμε κορώσει εδώ μέσα. Και το πούστικο το αμφορεάρισμα καλά κρατεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.

- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!

Πουστωδία πολιτικών "επιλύει" το Κυπριακό (από Vrastaman, 08/07/08)Σκύψε, ευλογημένε! (από Vrastaman, 23/10/08)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.

Βλ. και κερματοδέκτης.

- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που σχετίζεται με δυσλειτουργίες που μπορούν να συμβούν στους Η/Υ.
Όταν ένα πρόβλημα επιμένει να υφίσταται, ό,τι γιατροσόφια κι αν κάνει κανείς, μοιραία τα νεύρα σπάνε, η αυτοπεποίθηση πάει περίπατο, η αυτοκυριαρχία χάνεται κι ο χρήστης καταντά σαν χρήστης ναρκωτικών που του λείπει η δόση του. Οπότε βρίσκεται σε μια αέναη κινητικότητα (ζωή και κίνηση), και αν τα πράγματα γίνουν πολύ extreme θα μπορούσε θεωρητικά να χτυπήσει και κανένα αρντάν. Πλην όμως το πρόβλημα δεν θα χει λυθεί και θα τον περιμένει εκεί για έναν δεύτερο κύκλο σπασίματος νεύρων όταν του φύγει η αρντανοθολούρα, η οποία ως θολούρα μάλλον θα πρέπει να είναι αναποτελεσματική αφού όσο θα διαρκεί αυτός δεν θά 'χει βρει τη λύση αλλά θά 'ναι στα μετόπισθεν.
Οπότε;
Η απλούστερη των λύσεων είναι εδώ. Όπως η ασπιρίνη θεωρητικά γιατρεύει τα πάντα έτσι και με αυτή την ασπιρίνη των προβλημάτων που σχετίζονται με Η/Υ μπορούν να σταματήσουν αρκετές δυσλειτουργίες που εμφανίζονται συχνά. Ναι, η ασπιρίνη αυτού του είδους δεν είναι άλλη από την επανεκκίνηση (restart). Έτσι, χωρίς να ξέρει κανείς τί είδους μεταβολές δημιουργούνται στους διάφορους καταχωρητές, χτυπάει ένα ρισταρτάκι, ανατρέπεται το επαναστατικό κίνημα και ο Η/Υ δουλεύει άψογα. Βέβαια αυτού του είδους η ασπιρίνη δεν δουλεύει πάντα, αλλά αν δοκιμαστεί αμέσως μετά την εμφάνιση του προβλήματος και κάτσει η φάση, γλιτώνουμε από τα σπασίματα των νεύρων που λέγαμε.

Τηλεφωνικός διάλογος φίλων:
- Έλα ρε μεγάλε. Μου' χει σπάσει τα νεύρα το pc. Έχω δοκιμάσει τα πάντα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι σε κατάσταση αμόκ. Έχω και τόσα μα τόσα να κάνω.
- Χαλάρωσε λίγο, πες μου τι πρόβλημα έχεις και τι έκανες για να το λύσεις.
Αρχίζει μια ατέρμων μπλαμπλαδολογία από τη μεριά αυτού που έχει το πρόβλημα.
Κάποια στιγμή ο άλλος τον διακόπτει και του λέει: - Ρε μεγάλε, μου είπες ένα καντάρι πράγματα. Για επανεκκίνηση δεν σε άκουσα να μιλάς. Έκανες επανεκκίνηση;
- Όχι δεν έκανα. Γιατί να κάνω;
- Αρντάν ζωή και κίνηση, ή μια επανεκκίνηση; Να γιατί.
- Μα είναι σίγουρο πως θα παίξει έτσι;
- Όχι. Αλλά είναι πολύ πιθανό να λυθεί το θέμα σου σε dt.
Αυτός που έχει το πρόβλημα κάνει επανεκκίνηση, το πρόβλημα λύνεται και τότε ο ψύχραιμος λέει σε αυτόν που είχε πρόβλημα:
- Οπότε τώρα που είναι όλα ΟΚ, δεν πάμε να χτυπήσουμε τίποτα μπυρόνια; Τουλάχιστον τώρα ξέρεις ότι μετά τη μπυροθολούρα δεν θά 'χεις πρόβλημα με το pc. Ενώ εκείνη την ώρα που το μηχάνημα ήταν off και σε έκοβα ότι ετοιμαζόσουν για αρντανόσουπες και λοιπές αηδίες, μετά την αρντανοθολούρα θα πήγαινες στα σίγουρα για δεύτερο γύρο. Και δε μιλάμε για γύρο με πίτα.
- Οκ. Μπορεί να έχω δουλειά με το pc, αλλά ας πούμε ότι η βλάβη συνεχίζεται και ας πάμε να γίνουμε πίτα. Ες αύριον τα σπουδαία λοιπόν. Ισως μετά νά 'χω και καλύτερο performance.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγοράκι των βορείων ως επί το πλείστον προαστίων με λεπτά χαρακτηριστικά, προσεγμένο μαλλί, λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά και καμιά φορά διακριτικό μακιγιάζ. Ξεχωρίζει για τη γλυκύτητά του και τις χαριτωμένες κινήσεις του. Τον όρο πρώτος χρησιμοποίησε ο άρχοντας Κωστόπουλος στο περιοδικό NITRO.

- Κοίτα τον Γιαννάκη, πολύ γλυκό αγορίτσι...
- Τσάμπα τα λεφτά που έδωσε ο πατέρας του στο μαιευτήριο όταν έμαθε ότι έκανε αγόρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που μονίμως επιτυγχάνει να έχει το εσώρουχό του χεσμένο!

Χ: - Πάλι έκλασες ρε βρωμύλο;
Ψ: - Μακάρι νά 'κλανε μόνο ο τσιλοβράκας! Κόβω την πούτσα μου ότι χέστηκε πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων μπιστικός και επιστήμονας. Μπιστικήμονας είναι αυτός που αντί να διεξαγάγει έρευνα ανεπηρέαστος και ακηδεμόνευτος από τις προσταγές των διεθνών συμφερόντων και να ψάξει για την αλήθεια, εντούτοις η έρευνα του συνυπολογίζει τα συμφέροντα των «ισχυρών» και τόσο τα πλαίσια της όσο και τα συμπεράσματά της ακολουθούν δρόμους προώθησης των συμφερόντων των «ισχυρών».

- Πω πω είδες τις νέες δηλώσεις των επιστημόνων για το θέμα που συζητάμε;
- Φυσικά τις είδα. Ατεκμηρίωτες και συγκαλυμμένες αηδίες. Και πάντα συμβατές με τα διεθνή συμφέροντα. Αυτοί φίλε δεν είναι επιστήμονες. Μπιστικήμονες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.

- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published