Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Είναι το shortcut της λέξης πιπόνι. Σημαίνει βαθιά, ζουμερή και ευχάριστη πίπα. Εννοείται πως κατά την διάρκεια του πόνιου η γκόμενα τα καταπίνει και λέει την γνώμη της για την γεύση τους.
Got a better definition? Add it!
Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.
Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)
Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».
Βλέπε Betsey Johnson
- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος.
- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;
Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.
Got a better definition? Add it!
Κάτι ακούμπησα και έβγαλα εξανθήματα, αλλεργία.
- Τι έχεις στο χέρι;
- Χάιδεψα την γάτα του Κοσμά και δερμοτσουκνίασα.
(Σημ: βέβαια εάν ξέρεις ότι έχεις αλλεργία και την χάιδεψες είσαι δεκαπεντόβλακας).
Got a better definition? Add it!
Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.
Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν σου βγαίνει η πιστή με κάτι, οπότε αντί για επιτέλους, αναφωνείς επιτρέλους!!!
- Τέλος η εξεταστική; - Επιτρέλους!!
Got a better definition? Add it!
Η νοοτροπία που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν απαξιεί για οτιδήποτε και οποιονδήποτε πέρα από τον ίδιο. Κοινώς, τους γράφει όλους στα αρχίδια του.
- Πόσα μαθήματα χρωστάς ρε;
- Αμύθητα.
- Γιατί έτσι;
- Βλέπεις ενστερνίζομαι τη θεωρία του σταρχιδισμού...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.
Μπακαλιάρος:
- Πάμε Traffic;
Στέφος:
- Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.
Got a better definition? Add it!
Ο εκλεπτυσμένος και undercover βλάχαρος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του αποποιούμενος τις ρίζες του και υιοθετώντας ένα στυλάκι γαμώλα...
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!