Further tags

Το πρέπον, η αρχή με την οποίαν αν συμφωνείς ή θέλεις να ακολουθείς πρέπει να πράττεις το αντικειμενικά σωστό. Συνώνυμο της αξιοπρέπειας.

Πρέπει να πληρώσεις το χρέος σου. Όχι για να τα έχεις καλά μ' εμένα, αλλά γιατί το επιβάλλει η σωστοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλογοκώλο αποκαλούμε κάποιον που όταν χέζει έχει την αίσθηση ότι ο κώλος του βγάζει φώτιες και ότι θα κάψει οτιδήποτε βρίσκεται στο μπάνιο.

Ο εν λόγω χέστης υποφέρει, πονάει και το σκούπισμα τσούζει. Πολλοί μετά από τέτοιο χέσιμο φοβήθηκαν να ξανά χέσουν

- Πάμε για καφέ ρε συ;
- Τι καφέ βρε μαλάκα έχω γίνει φλογοκώλος με τα καυτερά που έφαγα, υποφέρω…

(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τύπος που τυχαίνει να είναι και φαλακρός. Αναφέρεται συνήθως στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων που έχουν αρχίσει να γερνάνε και να γίνονται παράξενοι και επιπόλαιοι ως προς τον περίγυρό τους και παράλληλα να αποκτούν την χαρακτηριστική φαλάκρα του μεσήλικα. Χρησιμοποιείται και για απλώς ξυρισμένους.

  1. - Θα διαβάσεις αύριο φυσική; - Ε ναι ρε, αφού ο μαλάκρας ο Διαμαντόπουλος φωνάζει.

  2. - Τι φωνές ακούγονται ρε; - Ο πατέρας μου είναι, άσε έχει αρχίσει και γίνεται μαλάκρας από τότε που έκοψε το κάπνισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως ευχαριστώ. Προέρχεται από την γαλλική λέξη beaucoup (προφέρεται μποκού), η οποία συνήθως συνοδεύει το merci. Ενώ το merci χρησιμοποιείται και από μόνο του ως ευχαριστώ, νεότερα μέλη της κοινωνίας μας το τρώνε και κρατάνε μόνο το beaucoup, προσθέτοντας το τελικό -ς.

Η προσθήκη του τελικού -ς μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται είτε για να ακούγεται πιο εξελληνισμένη η λέξη, είτε για να ακούγεται πιο μάγκικη. Εν γένει η χρήση της λέξης γίνεται σε ένα κλίμα χαριτολογίας και παιχνιδιού, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε συζήτηση με μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.

-Άντε καλά να περάσεις παιδί μου. -Μποκούς!
-Και να προσέχεις!

(από Vrastaman, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μαλακοπούτσης» είναι κάτι σαν το πουτσομαλάκα απλά λίγο παραλλαγμένο, στην ουσία δεν σημαίνει κάτι παραπάνω από το γνήσιο και ελληνικότατο «μαλάκας». Απλά, θα το ακούσεις πιο συχνά από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι όταν βρίσκονται σε μία παρέα νέων προσπαθούν να το παίξουν πολύ in φτιάχνοντας δικές τους λέξεις, με τελικό αποτέλεσμα να ακούγονται σαν ηλίθιοι.

— Μα τον είδες τον μαλάκα πως πάει;
— Πού τον είδες τον μαλάκα ρε; Καθαρός μαλακοπούτσης το τυπόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζωικό είδος «Παρισιανοτσέλινγκους ο καράβλαχους-αρχοντοχωριάτους» ανήκει εις την συνομοταξία των χοίρων και του βασιλείου των γαϊδάρων. Θεωρείται ενδημικό της πλατείας Κολωνακίου, πεζοδρόμου Βουκουρεστίου τε και ενώ υφίσταται και το είδος «παριζιανοτσέλιγκας ο θαλάσσιος» εις τας παράκτιας περιοχάς της Γλυφάδας και του Μικρολίμανου καθώς και ο «παιζιανοτσέλιγκας ο ορεσίβιος» ο οποίος απαντάται εις την περιοχή της Αραχώβης. Γενικά πρόκειται δια αποδημητικό είδος το οποίο διαβιώνει εις τους θερινούς μήνες εις την νήσο Μύκονο και δια λόγους παραχείμασης αποδημεί εν αναζήτηση χιονιού και απόκρημνων ορέων εις περιοχάς πλούσιας εις χιονοδρομικά κέντρα. Τρέφεται (κατ' ιδίαν) με οβελίας εις την σούβλα άνευ μαχαιροπίρουνων και (ενώπιον ομήγυρης) μετά φουά γκρα και μενταγιόν ζαρκαδιού. Δια χρηστκούς λόγους, η αποδημία του συμπίπτει με αυτήν των ειδών «Porsche Cayenne Turbo» και «Jeep Cherokee».

Το είδος απειλείται με άμεση εξαφάνιση εις το εξωτερικόν, αλλά εις την ελληνική επικράτεια εντοπίζεται εις ικανούς αριθμούς λόγω της επιτυχημένης προστασίας του από τας εθνικάς κυβερνήσεις των τελευταίων 30 ετών.

Ανακρώζει άναρθρας κραυγάς ή μιμείται και ομιλεί κατά το «ύφος των σπουδαίων» κατά τον ποιητή και ασφαλώς επιδεικνύει τον πλουτισμό του με κάθε λογής υπερβολή και δαπάνη.

Χαρίκλεια Καραβλαχέρνα, κατά κόσμον Χάρις: - Ιγώ κερία μου εείμαι γνήshία Γλυεφαδιώτιshα! Ευτέρπη: - Ναι, με παραμάνα από τας Τρίκαλας!»
Χαρίκλεια Καράβλαχέρνα, κατά κόσμον Χάρις:
- Δηλαδήsh; Τιε μουε προυσάπτιτει;
Ευτέρπη: - Ουδέν, λέγω, ωραία μέρα σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηγάζει - κατ εμέ - από την «σούφρα» και την Στρουμφίτα από το Μπλε χωριό των κιν. σχεδίων. Είναι κοντή, κομψή, καυλέτο, καυλιάρα, κουνιστή, όμορφη και μιλάει γλυκά, αλλά είναι ξανθιά!

- Σουφρίτα, σ' αγαπώ! Ο Γκρινιάρης γκόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο πρήζει παπάρια επίτηδες, από χόμπι ή επειδή δεν έχει τίποτα άλλο καλύτερο να κάνει στη ζωή του.

Επιπροσθέτως, αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει τον άλλον στα όρια του αλλά συνεχίζει μέχρι τελικής πτώσεως και στο τέλος βγαίνει και από πάνω, γιατί ο συνομιλητής του είναι μούχλας και δεν αντέχει τις κακαλοπρηξοεκφράσεις του.

Τα άτομα αυτά συνήθως έχουν καιρό να έρθουν σε σεξουαλική συνεύρεση με το άλλο φύλο.

- Μαλάκα, τι θα κάνουμε μετά; (Έκτη φορά συνεχόμενη η ίδια ερώτηση)
- Ε βρε μαλάκα, μη γίνεσαι κακαλόπρηξας.

Πρώτο συνθετικό η λέξη κάκαλα, αρχίδια στα Ποντιακά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified