Further tags

Ο εκ του ζύθου εξαρτημένος.

Η χαρά του ψιλικατζή. Ελάχιστη ημερήσια κατανάλωση μπύρας: δέκα φιάλες. Ο υπολογισμός της μέγιστης δεν είναι δυνατός (διαίρεση με το μηδέν). Μην σας παρασύρει λέγοντας σας «πάμε για καμία μπυρίτσα», θα ξυπνήσετε με πονοκέφαλο ή/και σε άλλο σπίτι.

Προς τους ψιλικατζήδες: μην του πουλάτε περιπτερόμπυρα σε σακούλα, δεν τη χρειάζεται και βλάπτει το περιβάλλον.

- Έχεις κανένα ψιλό να μου δανείσεις;
- Πήγαμε με το Χρόνη για μπύρεςχθες.
- Άσχετο;
- Τι άσχετο ρε μαλάκα, 100€ χάλασα. Ο τύπος είναι μπυρομανής.

(από nick, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντίστοιχος ορισμός για τις γυναίκες που θάβουν απίστευτα και άνευ λόγου τους άνδρες...

- Άκουσες την Κούλα τι μου είπε για τον Κώστα και τον Γιάννη; Λέει μεγάλες αδερφές και μου είπε επίσης ότι όλοι στην δουλειά της, της την πέφτουν ασύστολα, αλλά είναι όλοι καθάρματα και γουρούνια.
- Βρήκες και εσύ γυναίκα να ακούσεις... Η Κούλα είναι γνωστή μισανήρ. Γράφ' την στ'αρχίδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που τραβάει πάνω από 5 μαλακίες την μέρα και δεν ζει πλέον στην πραγματικότητα, νομίζει ότι όλες οι γκόμενες πρέπει να είναι πορνοστάρ, επηρεασμένος από τις χιλιάδες τσόντες που βλέπει...

Επίσης ξέρει όλα τα τσοντοσάιτ και φωνάζει τις πορνοστάρ με τα μικρά τους ονόματα... και στα 30 του είναι στείρος.

- Ρε μαλάκα, κοίτα μια μουνάρα απέναντι, ίδια η vicky είναι...
- Ποια vicky ρε μαλάκα;
- Την vicky vette ρε!
- Πολύ μαλακιοκαμένος είσαι ρε αδερφάκι μου, έλεος...

υ.γ. vicky vette = γνωστή πορνοστάρ

α! να ξυριστώ... (από BuBis, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα τζαμάρω αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού jam και δηλώνει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή σε μουσικό τζαμάρισμα.

Joe Satriani: Μου τηλεφώνησε ο Sammy το Φεβρουάριο του 2008 και μου ζήτησε να τζαμάρω μαζί του στο encore μιας από τις συναυλίες του στο Las Vegas. Εκεί ήταν επίσης ο Chad και ο Mike και μετά από αυτό ήμασταν μπάντα. (Πηγή: εδώ )

-Seven Mile Beach, Negril, Jamaica. Συγκλονιστικά ηλιοβασιλέματα (χωρίς τους Γιαπωνέζους της Oίας), οι κιτρινωποί φοίνικες που σκιάζουν ευεργετικά κι εγώ με τα ντόπια φιλαράκια στο στέκι του Alfred’s «τζαμάρω» σε ρυθμούς ρέγκε κάθε βράδυ. Κάπου από εκεί ψηλά, είμαι σίγουρος, ο Mπομπ μάς κοιτάζει. Kαι γουστάρει. Mόνο παράδεισος; Θα αστειεύεστε. Μένω ακριβώς πάνω στην παραλία, στο Couples Swept Away.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγγενικό είδος του κ. ελευθέρας βοσκής. Ξεπεσμένος, αλλοτριωμένος και έχοντας χάσει τις ικανότητες καταδίωξης θηράματος, καταφεύγει πλέον στην εύρεση τροφής επί πληρωμή. Ο κ. Pornobichtus var leoforum ενδημεί στους παράδρομους της λεωφόρου Συγγρού, στη λεωφόρο Αθηνών και στην Ιερά οδό στο ύψος του Βοτανικού. Άλλες ποικιλίες ενδημούν σε διάφορες περιοχές εντός κ εκτός των ελληνικών πόλεων.

Εμφανίζει συγγένεια και με τον καγκουρογαμόσαυρο, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες.

Όλο στη Συγγρού τη βγάζει και μας πουλάει φούμαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινός συγγενής του καμπουρογαμόσαυρου ελευθέρας βοσκής. Υποδεέστερο και ασθενέστερο είδος, δεν έχει σχεδόν καμία από τις ιδιότητες του ξαδέρφου του. Πηδάει μόνο στο σπίτι (και αν) και η καμπούρα του οφείλεται στο μικρό μήκος του καναπέ και στην έλλειψη καταλληλότερου υποκατάστατου κρεβατιού.

-Για δες τον καμπουρογαμόσαυρο το Σωκράτη!
-Tον καημένο να λες, είναι domesticus...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διασταύρωση του κοινού ελληνικού καγκουρό και του Καμπουρογαμόσαυρου. Διατηρεί τη χαρακτηριστική καμπούρα του καγκουρό, και έχει ιδιαίτερη κλίση στη παπαρολογία και τη φαντασιοπληξία. Προσπαθεί διαρκώς με φιδιές να πείσει τον καθένα που συναναστρέφεται ότι ανήκει στο είδος του καμπουρογαμόσαυρου, έτσι ώστε να παραπλανήσει για τις ικανότητές του. Γλοιώδης και ενοχλητικός, είναι εύκολα ανιχνεύσιμος. Συγχρωτίζεται μόνο με ομοειδείς του και ενίοτε με καγκουρογκόμενες, πάντοτε για συνολικό χρονικό διάστημα αντιστρόφως ανάλογο της ευφυίας τους (μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι δηλαδή).

-Σήμερα θα ψηθεί κατάσταση, είναι καλό το σκηνικό.
-Φα' τη γλώσσα σου γαμώτο ήρθε ο καγκουρογαμόσαυρος και 8α μας πρήξει πάλι με τις παπαριές του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους αρσενικού που έχει αποκτήσει καμπούρα από την επαναλαμβανόμενη τέλεση σεξουαλικής πράξης σε χώρο περιορισμένου όγκου. Στο 99% των περιπτώσεων ο χώρος αυτός αποτελεί αυτοκίνητο, συνήθως παλαιάς τεχνολογίας, οικογενειακό συνηθέστερα ή ιδιόκτητο σπανιότερα.

Το προαναφερθέν άτομο τελεί συνήθως υπό την ιδιότητα του φοιτητή ή μη ανεξάρτητου οικονομικά νέου που διαμένει στην οικογενειακή στέγη μαζί με γονείς, αδέρφια, παππούδες σκυλιά, γατιά και κάθε είδους έμψυχα όντα που δυσχεραίνουν την επίτευξη του πρωταρχικού του στόχου, του γαμησιού.

Ο χαρακτηρισμός ελευθέρας βοσκής αναφέρεται στην ικανότητα του κ. να ανιχνεύει, καταδιώκει και καταβροχθίζει την τροφή του εκτός της οικίας του και αναδεικνύει την ανωτερότητά του συγκριτικά με συγγενικά του είδη όπως ο κ. Domesticus και ο κ. Pornobichtus.

Προσοχή!!!: δεν πρέπει να συγχέεται με τον καγκουρογαμόσαυρο, ο οποίος αποτελεί διακριτό γένος.

Βλ. επίσης: κ. pornobichtus, κ. domesticus, κ. phantasioplectus

-Παλικάρι ο Γιάννης, την κατάφερε κι αυτή!
-Του χει βγει η μέση όμως, τον είδες σήμερα;
-Ε πώς να χωρέσει στο 500αρακι κοτζάμ καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής!

καμπουρογαμοσαυρος ο ιπτάμενος (από fire, 03/09/09)(από vikar, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφωνείται ούτως, τύπος που το μικρό του όνομα είναι Γιώργος (το επίθετο δεν μας ενδιαφέρει), και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Είναι μούρη και ολίγον λαμόγιο, γνωστός στην πιάτσα,
  • Είναι large, σε εμφάνιση και σε κιλά. Το χρυσό ρολόϊ είναι μαστ, καθώς και η αχρήστευση των δύο πάνω κουμπιών, όλων των πουκαμίσων,
  • Έχει ασχοληθεί κάποια στιγμή στη ζωή του, ή ασχολείται ακόμα με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου,
  • Θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα σε όλα, μιας και έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής,
  • Η όλη του συμπεριφορά αποσκοπεί στο να δείξει στους γύρω, ότι έχει μεγάλη επιφάνεια, παρότι τα οικονομικά του είναι χάλια, και τον ψάχνουν όλες οι τράπεζες,
  • Γλυτώνει παρά τρίχα τη φυλακή, διότι όντας αγαπητός παρά τα ελαττώματά του, πάντα κάποιος φίλος καθαρίζει για πάρτη του,
  • Συνήθως είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου, ή καφέ μπαρ, ή κωλόμπαρου,
  • Έχει διασυνδέσεις στη νύχτα και γενικά παντού, χωρίς βέβαια οι διασυνδέσεις να χαίρονται γι αυτό.

Το προσωνύμιο βέβαια το χρωστάμε στην τεράστια μορφή, τον πρώην πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη. Δεν υπάρχει σχέση με την παλιά έκφραση «ποιός είσαι; ο Βαρδινογιάννης;», η οποία αναφερόταν στη χλίδα.

Bαρδινογιώργος λοιπόν είναι ο Βαρδινογιάννης της μικρής κοινωνίας, ο οποίος πιο πολύ φαίνεται παρά είναι, και δεν έχει να κάνει με τον πλούτο, αλλά με την φασαριόζικη και επιδειξιομανή συμπεριφορά.

- Είδα χθες στα μπουζούκια τον Κύριο Γιώργο. Θαμμένο μες τα λέλουδα και τις αρτίστες. Σε μια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, και διατάζει το γκαρσόνι να μας στείλει μία μποτίλια.
- Ε οπότε, δεν είδες τον Κύριο Γιώργο. Τον βαρδινογιώργο είδες, που έχει το παραλιακό εστιατόριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified