Further tags

Γραμμένο και ως "τούτης-φρούτης". Ο σιμιγδαλένιος, αυτός που δεν φέρεται ως κλασσικός άντρας, όμως προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τον κόσμο για το αντίθετο.

-Έλα εδώ να παλέψουμε ρε

-Α πάενε από δω ρε τούτι-φρούτι, σιμιγδαλένιε, καληνυχτάκια, μπουένας νότσες μη σε κάνω ένα με το χώμα ναπούμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γρουσούζα γκόμενα.

(από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, «και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου»)
«Τότε είχα κι άλλη μια γκόμενα. Πολύ γρουσούζα γκόμενα αυτή. Μόλις θα δίναμε ένα ραντεβού, μπαμ και θα με διώχνανε από τη δουλειά, μπαμ και θα μου συνέβαινε κάτι, για πολλή γρουσουζιά μιλάμε. Πολύ γκαντεμογκόμενα, την έδιωξα εν ψυχρώ και μ'αγάπαγε η καημένη τρελά.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!

πουτσομεζές= "Ο 1,60 γκόμενος με κορδωτό περπάτημα κι' ανάλαφρο στυλάκι..."

μουνομεζές= "Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο..."

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάστημα ὑγειονομικοῦ ἐνδιαφέροντος, τοῦ τύπου παστερία, τρατορία κ.τ.τ. (καὶ τῶν τοιούτων), ὅπου συχνάζουν πουστερίες καὶ πουστέρια.

Δὲν πρέπει νὰ τὴν συγχέουμε μὲ τὴν

PUSTERIA

περὶ ἧς πλείονες πληροφορίαι ἐνταῦθα.

-Πῆγες στὴν παστερία τοῦ Λαλάκη;

-Πῆγα καὶ ἦταν ὅλο τὸ ἀδελφᾶτο ἐκεῖ. Αὐτὸ δὲν εἶναι παστερία.

Πουστερία εἶναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παπαριές με αυτολογοκρισία (βαρεθήκαμαν το μπινελίκι και θέλουμε άλλο γλυκό). Είναι εξίσου καυτερές είτε έτσι, είτε αλλιώς.

- Πω ρε... Ο Σάκης δεν τρώγεται... Άρχισε να μου τον πρήζει πάλι με τις γκομενοδουλειές του, ο συφιλιδιασμένος και μου κολλάει άγρια - τον πούστη!
- Ασ' τονα μωρέ... Άρχισε πάλι τις πιπεριές του... Μαλακία η φάση του και θα του περάσει... Μη δίνεις σημασία, αμπλαούμπλας είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκμηδενισμός. Όταν κάτι έχει καταστεί νίλα, εκ του λατινικού "nihil" που προφερόταν σαν νίιλ και σήμαινε "τίποτα". Ειδικότερα, όταν ένας γλωσσικός τύπος εμφανίζεται στη γλώσσα, χωρίς να φέρει σημασιολογικά στοιχεία, αλλά να είναι περισσότερο ενα μελωδικό στοιχείο με συγκεκριμένη στάση - συναισθηματική φόρτιση ανεξαρτήτως του πρωτοτύπου νοήματος που έφερε η λέξη, ή οι λέξεις που το αποτελούν αν πρόκειται για φράση.


Οι κλειστές τάξεις των λέξεων απανταχού των γλωσσών (π.χ. άρθρα, σύνδεσμοι, παγιωμένες φράσεις κενού περιεχομένου, βλ. "ξέρω 'γω")ακόμη και μορφηματικών κατηγοριών όπως κλιτικά επιθήματα -ος, -α, -η, -ων κ.λπ. (ονοματικά) -άω, -ουμε, -ετε κ.λπ. (ρηματικά) που έχουν λεξικοποιηθεί για τη συντακτική τους χρήση σε φράσεις ή σε ρίζες φτιάχνοντας λέξεις που είναι οργανικά εργαλεία, χαρίζοντας μορφή σε μία γλώσσα, αλλά δε φέρουν σημασία παρά μόνο γραμματικοσυντακτική λειτουργία, καθώς το νόημα και ο τρόπος που προέκυψαν έχει χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που παρακολουθεί από κοντά τα ποστ σου στο fb αλλά δεν κάνει ποτέ like.

κάποιος που μπαίνει στο προφίλ σου κάθε μια ώρα να δει αν πόσταρες τίποτα, ή να δει φωτογραφίες σου από παλιά ,χωρίς να αφήνει στίγμα μέσα από likes ή σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

δικαιολογία ερωτικής απόρριψης

θέλω να μείνουμε προφίλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παρακαλετό-λάηκ

όταν κάνουμε ταγκ πολλά άτομα σε φωτογραφία που είμαστε μόνο εμείς για να ψαρέψουμε likes.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified