Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.

- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.

(από bright, 24/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ φάσεων/εκδοχών του Λούκι Λουκ. Ο γαμιάς που γαμεί πιο γρήγορα απ' τον ίσκιο του.

«Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση.»
(Τίτλος όλος-χρόνος-κλασικής τσόντας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που θέλει να δείχνει τον πλούτο του (τον οποίο δεν έχει τις περισσότερες φορές). Απο τον μικρασιάτη βιομήχανο των αρχών του 20ου αιώνα Πρόδρομο Αθανασιάδη «Μποδοσάκη» ο οποίος βέβαια δεν επιδείκνυε τον πλούτο του αλλά, ως πρωτοπόρος της ελληνικής βιομηχανίας που ήταν, ήταν από τους πιο πλούσιους έλληνες της εποχής του.

- Πατέρα φέρε 100 ευρώπουλα να πάω εξω.
- Ήμαρτον ρε Τάσο. Δικός μου γιος είσαι, όχι του Μποδοσάκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.

- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!

Ο ηθοποιός Luis Guzmán ως Pachanga. (από patsis, 27/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.

Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.

- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified