Further tags

Επίθετο που χαρακτηρίζει ταινίες που σε κάνουν να θες να κρεμαστείς. Επειδή το σχοινί είναι ολίγον παλιομοδίτικος τρόπος αυτοκτονίας, οι σχοινεφίλ ταινίες είναι συνήθως ασπρόμαυρες παλιατζούρες. Αν η ταινία είναι ρώσικη ή όπως λένε τα σχοινεφίλ άτομα (του Σοβιετικού κινηματογράφου), θεωρείται υπερσχοινεφίλ. Ο ιαπωνικός πλέον δεν παίρνει επιπλέον πόντους γιατί έχει γίνει πολύ δημοφιλής στους χιπστεράδες.

Αν η ταινία είναι καινούρια (δεκαετία του '90 και μετά), θεωρείται ποστ - σχοινεφίλ.

- Χθες στην ΕΤ1 πέτυχα μια σχοινεφίλ ταινία από τις Φιλιππίνες. Δεν κατάλαβα Χριστό αλλά είχε ωραία φωτογραφία!

τυπικοί σχοινεφίλ (από manitsa, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο για να περιγράψει γυναίκες της ξανθής ποικιλίας, αγνόητη είναι η κοπέλα η μεν ανόητη η οποία ωστόσο δε διαθέτει καθόλου αυτογνωσία και αγνοεί το γεγονός αυτό.

- Έμαθα οτι η Νικολέτα θα διαγωνιστεί και τέταρτη φορά στο Greek Idol !!
- Τι τα θέλεις, θύμα της αγνοησίας της κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Φοβερό + Τρομερό

- Μαλάκα, κέρδισα 50.000 ευρώ στο τζόκερ.
- Έλα ρε, αυτό είναι φομερό!

(από Khan, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλόφωνο θεωρείται το αντρικό μόριο εις το στόμα της γυναικός παιζόμενο κατά τέτοιο τρόπο που θυμίζει κάποια μουσικό πνευστού οργάνου της φιλαρμονικής. Ομοίως και για τον τρόπο που κρατάει μια τραγουδιάρα, παρουσιάστρια, δημοσιογράφος κτλ. το μικρόφωνο σφιχτά και κοντά στο στόμα ώστε και πάλι να θυμίζει ότι η εν λόγω κυρία κρατάει ένα πέος / πουλί. Εξ' ου και η λέξη πουλόφωνο = πουλί+μικρόφωνο.

Ξεπήδησε πολύ πιθανόν από την Ελληνική τσόντα «Το μικρόφωνο της Αλίκης» , όπου η Αλίκη (Κατερίνα Σπάθη) στον πρόλογο της ταινίας βλέπουμε να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με τον Καρανικόλα ξαπλωμένο να μην του καίγεται καρφί για το σενάριο, ενόσω εκείνη εξιστορεί τις εμπειρίες και τις κάψες της κρατώντας αντί για μικρόφωνο, το σε στύση «πουλόφωνο» του συμπαθεστάτου μουστακαλή Καρανικόλα.

- Τι συγκρότημα ήταν αυτό ρε συ που είχαν καλέσει στο μπαράκι με την έκθεση απόψε; Η άλλη τι όργανο ήταν αυτό που έπαιζε με ηχητικά κύματα; Δεν το 'χω ξαναδεί!
- Έλα μωρέ, κάποιο είδος πουλόφωνου ήταν!

Το μικρόφωνο της Αλίκης (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified