Further tags

Το κρασί, αλλά μάγκικα. Από τα κρασί + χασίσι.

- Βάλε κρασίσι να πιούμε να γίνουμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ δυνατός, διαπεραστικός. Παράφραση του δριμύτερος. Συντάσσεται συχνά με το ρήμα επανέρχομαι.

Είναι πλέον λιγότερο αστείο απ' όσο νομίζουν αυτοί που το χρησιμοποιούν ακόμα.

— Τι έγινε; Σου διάλυσα το στρατό και λούφαξες.
— Θα δεις! Θα επανέλθω δημήτριος! Χα χα!
— ...
— Τι;
— Δεν ήταν αστείο...

(από xalikoutis, 29/11/08)(από patsis, 19/02/11)

Ακόμη: δριμύτρελος. Δες και μπαμπαδισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος», με την έννοια του «σωστός» και του «μπράβο».

- Έχω σπάσει το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος έπαιζε στο «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ» εκτός από τον Ψάλτη! - Μα ο Γαρδέλης και ο Μιχαλόπουλος! - Αρουραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά ενθουσιώδης, που η καύλα του για κάτι δεν κρατιέται, ωσάν πύραυλος.

Τι θα γίνει ρε πύρκαυλε; Θα φύγεις με το μηχανάκι μου δεμένο στην κολόνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο υπερθετικός του ελέους. Χρησιμοποιείται όταν πρέπει να ζητηθεί έλεος, αλλά πολύ έλεος, όταν η ανάγκη για λύπηση είναι επιτακτικότερη από ποτέ.

- Μα σού 'κανα αναπάντητη μωρό μου να με πάρεις εσύ. Δεν είχα μονάδες.
- Έλεος και πολυέλεος ρε Σούλη πια! Ποτέ δεν έχεις μονάδες, όλο εγώ χρεώνομαι. Άντε και γαμήσου, χωρίζουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραβάδι, ο γκαβός, ο τυφλοτσόγκας αυτός που δε βλέπει την τύφλα του.

Προκύπτει απ' τον γνωστό ποιητή Νίκο Καββαδία:
γκαβός + Καββαδίας = γκαβαδίας

-Θα μας σκοτώσεις ρε γκαβαδία; Το κόκκινο δεν το βλέπεις;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.

- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified