Further tags

Παπαρωνύμια βαπτίζω σλανγκική αηδία υπαρκτά ακρωνύμια που το σλανγκεπώνυμο πλήθος παραφράζει λολαδερώ τω τρόπω. Το κλασικότερο παράδειγμα έρχεται από τα όχι και τόσο ευτυχισμένα παιδικά μας χρόνια: δέν έχουμε ηλεκτρισμό (Δ.Ε.Η.), ούτε τηλέφωνα έχουμε (Ο.Τ.Ε.)• έχουμε όμως τουρισμό (Ε.Ο.Τ.). Βγάζουν ακόμα γέλιο, 40 χρόνια μετά.

Το σάη έχει ήδη πάμπολλα καταχωρημένα, κυρίως φαντραρώνυμα και μπατιρώνυμαsarant). Ας πανηγυρίσουμε το φαινόμουνο «παπαρωνύμια» αποδελτιώνοντας τα κυριότερα:

Οργανισμοί, γραφειοκρατικά, πολιτικά, αθλητικά, μπατιρώνυμα

  • Α.Ε.Κ.: Αθλητική Ένωση Κατσαρίδων, Αθλητική Ένωση Καμπινέδων, Αθλητική Ένωση Κατσίβελων, Αλβανική Εταιρεία Κουραμπιέδων
  • Α.Π.Θ. (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης): Αχ! Πέρασα Θεσσαλονίκη!
  • Α.Π.Υ. (Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών): Αν Πληρωθώ Υπογράφω
  • ΑΧΕΠΑ (American Hellenic Educational Progressive Association): Αθηναίοι Χέσατε Επειγόντως Πάντας Αμερικανούς
  • Δ.Ε.Η.: Δεν Έχουμε Ηλεκτρισμό
  • Δ.Π.Θ. (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης): Δυστυχώς Πέρασα Θράκη, Δεν πέρασα Θεσσαλονίκη, Δεν Πειράζει, Θάρρος!
  • Δ.Ν.Τ. (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο): δονητής, Δυστυχώς Ναυαγήσατε Ταγάρια, Διεθνής Νόμιμος Τοκογλύφος, Δια Ναυαγούς Τιτανικών, Δεν θα Νιώσεις Τίποτε, Δόντια Να Τρίζουν, Δίνε Να Τρώμε, Δεν Νογάνε Τίποτα, Δύσκολα Νομίζω Τηβγάζουμε, Δεινά Νέας Τάξης, Διαθέτουμε Νέες Τραγωδίες, ΔίΝε Του, Δημιουργούμε Νεόπτωχους Ταχύτατα, Δε Ναντέχω Τσούζει, Δανεικά Νομίζω, Τέρμα, Δανειστείτε, Νηστέψτε, Τελειώσατε!, Δημιουργεί Νέες Τραγωδίες, Δίαιτα Νέα Τρομερή, Δανειζουμε-Νηστεύετε-Τζογάρουν, Δούλευε Νηστικός, Τομάρι, Δολοφόνοι-Νεκροθάφτες-Τυμβωρύχοι, Δυνητικά Νέοι Τόκοι, Δώστε Ναφάμε Τίποτα; (βλ. εδώ)
  • Ε.Δ.Ε. (Ένορκη Διοικητική Εξέταση): Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε
  • Ε.Μ.Π. (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο): Έκανες Μαλακία, Πλήρωνε.
  • Ε.Λ.Π.Α. (Ελληνική Λέσχη Αυτοκινήτου & Περιηγήσεων): Επικίνδυνοι λόγω παρατεταμένης αγαμίας
  • Ε.Ο.Τ. (Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού): Έχουμε όμως Τουρισμό
  • Κ.Κ.Ε. (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας): ΚρυόΚωλη Experience
  • Κ.Τ.Ε.Λ.: Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού
  • ΛΑ.Ο.Σ. (Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός): Λειτουργούμε Απλά Όπως Συμφέρει
  • Μ.Κ.Ο. (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις): Μπίζνες Καλά Οργανωμένες
  • Μ.Π.Α. (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών): Μην Περιμένεις Άδικα…
  • Ο.Ε.Δ.Β.: Ο Δάσκαλος Είναι Βλάκας, Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας, Όταν Έχω Διάβασμα Βαριέμαι, Όλοι Ελάτε τον Δάσκαλο Βαράτε, Όλη η Ελλάδα Δασκάλους Βαράει.
  • Ο.Ε.Σ.Β. (Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων): Όταν έχει σχολείο βαριέμαι
  • ΟΣΦΠ: Ο Σωκράτης Φυλάει Πρόβατα, Όμιλος Σκουπιδιαρέων Φουκαράδων Πειναλέων, Ολυμπιακός Σύλλογος Φυλακισμένων Προέδρων (Κοσκωτάς, Σαλιαρέλης με το καλό κι ο Κόκκαλης)
  • Ο.Τ.Ε.: Ούτε Τηλέφωνα Έχουμε
  • ΟΥΛΕΝ (Ulen): Όλοι Υποφέρουν Λόγω Ελλείψεως Νερού
  • Π.Α.Σ.Ο.Κ. (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα): Πατέρα Αναπαύσου, Συνεχίζω Ολική Καταστροφή
  • Σ.Ε.Μ.Φ.Ε. (Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών): Σαφώς Έκανες Μαλακία, Φύγε Εγκαίρως
  • Σ.ΜΕ.Χ.Α. (Σύνδεσμος Μελών Χρηματιστηρίου Αθηνών): Σύλλογος Μονίμως Ερωτευμένων Χωρίς Ανταπόκριση
  • Φ.Π.Α. (Φόρος Προστιθέμενης Αξίας): Φιλικά Πηδιόμαστε Ακόμα

Φαντραρώνυμα

  • Α.Μ. (Ασφάλεια Μονάδος): Άνοιξε Μαλάκα, Αρχίδι Μονάδας, Αυτού Μεγαλειότης
  • Γ.Ε.Π. (Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής): Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής, Γραφείο Εξάσκησης Πλαιυστάσιον, Γήπεδο εξάσκησης Pro
  • Δ.Δ. (Διεύθυνση Διοικήσεως): Δεν Δουλεύω, ή Δανείζουμε Δούλους
  • Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός): Δεν Είμαι Αξιωματικός, Δεν Έχω Αξία, Δεν έχω αστέρι, Δες Ένα Αρχίδι
  • Ε.Λ.Δ.Υ.Κ. (Ελληνική Δύναμη Κύπρου): Ελπίδα Λούφας Δεν Υπάρχει Καμία, Εντός Ολίγων Λεπτών Υποπτεύομαι Κάμψεις
  • Ε.Π.Υ. (Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεων): Επειδή Πεινάω Υπηρετώ, Έπινα πριν υπογράψω
  • ΕΠ.ΟΠ. (Επαγγελματίας Οπλίτης): Επειδή Πείνασα Ορκίστηκα Πάλι, Επικελευστής Όταν Πεθάνεις, Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα
  • Κ.Ε.Β.ΟΠ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων): Κάπου Έξω Βρίσκεται Ο Παράδεισος
  • Κ.Ε.Ε.Μ. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών): Κορίτσια, Εδώ Εκπαιδεύονται Μαλάκες), Κορίτσια Εδώ Εκπαιδεύονται Μαλάκες, Και Εσύ Έχεις Μέσον
  • Κ.Ε.ΔΒ. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων): Κέντρο Εκπαίδευσης Δυνατών Βυσμάτων
  • Κ.ΕΠΙΚ. (Κέντρο Επικοινωνιών του Στρατοπέδου): Κέντρο Επεξεργασίας Ινδικής Κάνναβης
  • Κ.Ε. ΠΟΡΟΥ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Πόρου): Και και Πορέλι
  • Κ.Ε.Υ.Γ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υγειονομικού): Κέντρο Εκπαίδευσης Υψηλών Γνωριμιών
  • Κ.Ε.Υ.Π. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υλικού Πολέμου): Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων
  • Κ.ΜΗ. (Κέντρο Μηχανογράφησης) Κομπιούτερ Μαλάκα Ήθελες
  • Κ/Φ (Κανονιοφόρος): Κουφή
  • Κ.Ψ.Μ. (Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος): Κάτσε Ψήστον Μόνος σου (τον καφέ)
  • Λ.Γ.Μ. (Λόχος Γενικών Μεταφορών): Λίμνη Γεμάτη Μπαρμπούνια
  • Λ.Δ., Λόχος Διαλύσεως (Λόχος Διοικήσεως): Λόχος Διαλύσεως
  • Λ.Υ.Β. (Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων): Λόχος Υποψηφίων Βυσμάτων, Λιώνω Υποφέρω Βασανίζομαι
  • Μ.Ε.Τ.Α. (Μοίρα Εκπαίδευσης Τοπικής Άμυνας): Μάνα Εδώ Τρώνε Ανθρώπους, Μας Έμαθαν Το Αραλίκι, Μας Έκλασαν Τα Αρχίδια
  • Κ.Ε.ΥΓ. (Κέντρο Εκπαίδευσης Υγειονομικού): Κέντρο Εκπαίδευσης Υψηλών Γνωριμιών
  • Κ.Ε.Υ.Π. (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υλικού Πολέμου): Κέντρο Εκπαιδεύσεως Υψηλών Προσώπων
  • Λ.Ε.Α. (Λόχος Έκτακτης Ανάγκης): Λούφα Εκτός Απροόπτου
  • Λ.Μ.Κ. (Λόχος Μεταφοράς Καυσίμων): Λάθος Μονάδα Κατάταξης
  • Λ.Ο.Κ. (Λόχος Ορεινών Καταδρομών): Λάθος όλοι κάναμε
  • Λ.Υ.Τ. (Λόχος Υποστήριξης Τάγματος): Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας (τους τρέχουν)
  • Μ.Ε.Τ.Α. (Μοίρα Εκπαίδευσης Τοπικής Άμυνας): Μάνα Εδώ Τρώνε Ανθρώπους, Μας Έμαθαν Το Αραλίκι, Μας Έκλασαν Τ’ Αρχίδια
  • Μ.Π.Κ. (Μοίρα Παντός Καιρού): Μοίρα Πίπα-Κώλο
  • Μ.Σ.Ε.: (Μοίρα Συντήρησης Εγκαταστάσεων): Μοίρα Στέρησης Εξόδου
  • Ο.Β.Α. (Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης): Όταν Βαρεθώ Απολύομαι
  • ΟΜ.Α.Ε. (Ομάδα Άμεσης Επέμβασης): Όπα Μεγάλε, Αράξαμε Επιτέλους!
  • Ο.Υ.Κ. (Ομάδα Υποβρυχίων Καταστροφώνε): Ομάδες Υποψήφιων Κάφρων, Όλοι ύστερα κατάλαβαν
  • Π.Α. (Πολεμική Αεροπορία): Ποτέ Αγγαρεία
  • Π.Α.Β.Υ.Π. (Προκεχωρημένη Αποθήκη Βάσεως Υλικού Πολέμου): Παλιοί Ακόμα Βαράνε Υπηρεσίες Περιπόλου
  • Π.Τ.Μ. (Πλοίο Ταχείας Μεταφοράς): Ποταμόπλοιο
  • Σ.Α.Ε.Π. ( Σχολή Αξιωματικών Έρευνας και Πληροφορικής): Σειρούλα Άραξε, Έχει Πλαιυστάσιον, Σειρούλα Άραξε Είμαστε Πολύπριζα
  • Σ.Ε.Α. (Στρατεύσιμος Έφεδρος Αξιωματικός): Σήμερα (ή Συνήθως) Έχω Άδεια
  • Σ.Ε.Π. (Σώμα Έρευνας και Πληροφορικής): Σώμα Ειδικών Περιπτώσεων, ή Σώμα Εξαιρετικών Προσώπων, ή Σώμα ΕξεχόντωνΠολύπριζων
  • Σ.Ε.Α.Π. (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού): Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις, Σκατά Έρχονται Από Παντού, Σήμερα Έχουμε Ασφαλώς Πατάτες
  • Σ.Ε.Μ. (Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών): Σίγουρα Έχω Βύσμα
  • Σ.Ε.Υ. (Σμήνος Επιχειρησιακής Υποστήριξης): Σμήνος Ευαίσθητων Υπάρξεων
  • Σ.Τ.Α. (Σχολή Αξιωματικών Τεθωρακισμένων): Σχολή Ανοιγμένων Τάφων
  • Στ.Ε.Κ. (Σταθμός Ελέγχου Κυκλοφορίας): Σάντουιτς, Τσιγάρο, Εφημερίδα, Καφές
  • ΣΤΡ.ΠΖ. (Στρατιώτης Πεζικού): στριπτιζού
  • Σ.Φ. (Στρατιωτικές Φυλακές ): Σχολή Φωτομοντέλων
  • Τ.ΕΦ. (Τάγμα Εφοδιασμού): Τάγμα Επιστημονικής Φαντασίας
  • Τ.Π.Β. (Τεχνίτης Πυροβόλων) =Τεκνό Βορείων Προαστίων, Το Παιδί Βολεύτηκε, Το Παιδί Βύσμα
  • Τ/Φ (Τυφεκιοφόρος): Τυχερός Φαντάρος, Τρέξε Φουκαρά
  • 124 Π.Β.Ε. (124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαίδευσης): 124 Πρόβατα Βοσκάνε Ελεύθερα, 124 Πούστηδες Βαράνε Εμένα
  • 290 ΜΚ Τ.Π. (290 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού): 290 Μαλάκες Τρέχουν Πανικόβλητοι

Πηγές: νέτι, σλάνγκρρ, sarantakos.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράσεις κατ' ευθείαν παρμένες από τα αγγλικά που μάς σερβίρουν οι της Αγγλοσαξονικής παιδείας μετέχοντες, με προεξέχοντα τον Αλέξη Παπαχελά.

Οι παπαχελληνικούρες κείτονται στην νεκρή ζώνη ανάμεσα σε αμερικλανιές τ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο και στους φορ τεχ λουλζ μοντυπαϊθονισμούς τ. τα διαπραγματευτικά πατατάκια. Ορισμένες θα παραμείνουν δακτυλοδεικτούμενα μαργαριτάρια ενώ άλλες ήδη φοριούνται ad nauseam στην καθομιλουμένη.

Βλ. επίσης: αγγλιά.

Παρουσιάζουμε δειγματολογικά μερικές λέξεις-πίσω-από-τις-οποίες-κρύβεται-ο-Αλέξης και προσβλέπουμε και στην βοήθεια του κοινού.

Ασίστ: Khan (από το δουπού)

  • Αγαπητοί όλοι (dear all), εκνευριστική προσφώνηση σε email.
  • Βλέπω το σημείο σου (I see your point)
  • Δίνει όλα τα λάθος μηνύματα (gives all the wrong signals)Αλέξης Παπαχελάς, εδώ
  • Έχει αγγίξει ένα γυμνό νεύρο (has touched a raw nerve), Αλέξης Παπαχελάς, εδώ
  • Έχει γεμάτες τις ντουλάπες του με «σκελετούς» (his closet is full of skeletons), Μιχάλης Ιγνατίου, εδώ
  • Προσπαθώ να μπω στα «παπούτσια» τινός (try to be in one's shoes) εδώ
  • Είσαι πάνω σε κάτι (you are onto something)
  • Θα είμαι εκεί για σένα (I will be there for you)
  • Θα σε πάρω πίσω / πάρε με πίσω (I will call you back / call me back)
  • Πάρε τον χρόνο σου (take your time)
  • Στενή (εκλογική) αναμέτρηση (narrow count), Δ. Δήμας, ανταποκριτής της Ε στην Ουάσιγκτον εδώ
  • Τρέχει για την αντιπροεδρία (running for Vice President) Δ. Δήμας, ανταποκριτής της Ε στην Ουάσιγκτον εδώ
  • Σκέψου έξω από το κουτί (think outside the box)
  • Στο πίσω μέρος του μυαλού μου (in the back of my head)
  • Στο τέλος την ημέρας (at the end of the day)
  • Πήρατε ΤΟ λάθος αριθμό (you called the wrong number) αντί του ορθού «πήρατε λάθος αριθμό»
  • Φάε τη σκόνη μου (eat my dust)

(από xalikoutis, 09/03/14)When the going gets tough, the tough get going... (από σφυρίζων, 22/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί μια «κολεκτίβα» από διάφορες ατάκες που έχουν ακουστεί σε ιατρεία:

  • Παίρνω χάπια γαστροανθεκτικά (“δηλαδή χάπια που παίρνω για να αντέχω τα άλλα φάρμακα”)
  • Ο γαστρεντερολόγος μου βρήκε ελικόπτερο (ελικοβακτηρίδιο)
  • Ακούω αχούς στο αυτί και καμπάνες στο κεφάλι
  • Γιατρός: Κυρία μου, έχετε σακχαρώδη διαβήτη Ασθενής (γυναίκα): Πωπώ! Τόσο καιρό είχα ζάχαρο – τώρα έχω και διαβήτη;
  • Λιποθύμησα γιατί ήταν το καλοριφέρ στο διαπασόν
  • Έχω εκρηκτική ωτίτιδα (εκκριτική ωτίτιδα)
  • Γιατρέ, έχω ακούσει πολλά καλά λόγια για σας – είσαστε πολύ απαράδεκτος…
  • Επέρασα από το βαρέλι (έκανα αξονική)
  • Μου βρήκαν τις αρτηρίες λερωμένες (με στενώσεις)
  • Μου βρήκαν πνευμονική εισβολή (εμβολή)
  • Έχω αυξημένα γλυκερίδια (τριγλυκερίδια)
  • Έπαθα σπονδυλογλίστρημα (σπονδυλολίσθηση)
  • Έχω περάσει πτερύγια (πρόκειται για πτερύγιο οφθαλμού και όχι ότι φτέρωσε…)
  • Έχω γαστρική ταχυδρόμηση (γαστροισοφαγική παλινδρόμηση)
  • Γιατρέ, το αγχολυτικό δε μου έκανε τίποτα, οπότε πήρα ένα ηρεμιστικό και μ’ έπιασε
  • Πήγα τη γυναίκα μου στο «Υγεία» (Κέντρο Υγείας της περιοχής και όχι φυσικά το θεραπευτήριο «Υγεία»)
  • Ασθενής: γιατρέ έπεσα – μήπως έσπασα κάνα κόκκαλο; Γιατρός: όχι – μόνο εβροντήθηκες…
  • Έκαμε χειρουργείο στο μάτι γιατί ήταν τρύπιος ο μπόμπολας (βολβός)
  • Γιατρέ, έχω αναστολές… (Έκτακτες συστολές)
  • Πίνω χάπι Lacoste (Losec)
  • Η καρδιά μου χτυπά παρά φύσιν
  • Έχω όζοντες στο θυρεοειδή (όζους)
  • Μου ζήτησαν βιομηχανική εξέταση (βιοχημική)
  • Αγόρασα ηλεκτρικό πιεστικό (πιεσόμετρο)
  • Έχω σπονδυλοαθλίτιδα (σπονδυλαρθρίτιδα)
  • Πήγα στον αδενολόγο (ενδοκρινολόγο)
  • Με εξέτασαν στο γυάλινο τοίχο (διαφανοσκόπιο)
  • Βγάζω φλέμα με μπουρμπούλους (φυσαλλίδες)
  • Ήρθα να μου βάλεις το φλόμπερ (Holter)
  • Γιατρέ μου, θέλω να τα πούμε στοματικώς...
  • Δεν είμαι πιεσικιά (υπερτασική)
  • Έπαθε πνευματικό εμφύσημα (πνευμονικό)
  • Έχω ισχιαλγία στους ώμους (και όχι στο ισχιακό νεύρο του ποδιού;)
  • Πήγε στον νευρολόγο και του έκανε ένα εγκεφαλικό. (εγκεφαλογράφημα)
  • Έχει συνοριακές τιμές τρανσαμινασών (οριακές)
  • Ο ασθενής ήταν ανέκδοτος για να μπεί στο νοσοκομείο
  • Παίρνει αγγουρόν (Angoron) και μ**νοσορντίλ (Monosordil) για την καρδιά
  • Παίρνει Ζαντάμ για το στομάχι (Zantac)
  • Έχει αυξημένη πίσσα στο προστάτη (PSΑ - Πι Ες Έι - ειδικό προστατικό αντιγόνο)
  • Υπόθετα Πουστοπάν (Buscopan)
  • Πίνει Vascation (το αντιυπερτασικό Vascase και φυσικά όχι Carnation)
  • Οι γιατροί έπεσαν πάνω του και του κάνανε μ***κίες (μαλάξεις) και στο τέλος τον ανατινάξανε κιόλας (ανατάξανε)
  • Είχα εξώπλασμα στο αίμα (τοξόπλασμα)
  • Του είχαν κάνει πολλά καρδιογραφήματα αλλά ηλεκτροκαρδιογράφημα ποτέ (πρόκειται για το ίδιο πράγμα)
  • Γιατρέ μου τα αντισυλληπτικά που παίρνει η γυναίκα μου κάνουν και για τη σκύλα μου; Γιατρός: Δεν ξέρω... καλού κακού βάλε και ένα προφυλακτικό!
  • Έπεσα και χτύπησα το λεκανοπέδιό μου. (λεκάνη)
  • Έχω έλκος στον εξαδάκτυλο (12δάκτυλο)
  • Πήγα στα υπεραστικά του Νοσοκομείου (επείγοντα )
  • Παίρνει κοκορέλαιο (καστορέλαιο) για την δυσκοιλιότητα
  • Σπουδαίος ιατρός σου λέω, Αλέκτωρ Πανεπιστημίου (λέκτωρ).
  • Ελληνοαμερικάνος: «πάσχω από σούπερ – θυροειδισμό» (υπερ-θυρεοειδισμό)
  • Έχω αχιβάδες (αιμορροΐδες)
  • Είμαι αναλγητικός τύπος (εξηγεί ότι δεν πονάει εύκολα)
  • Moυ πείραξε την χλωροφύλλη του εντέρου (χλωρίδα)
  • Πρέπει να κάνουμε το περίγραμμα (σχήμα)
  • Γιατρέ, μήπως έχω φυσίγγιο; (συρίγγιο)
  • Ο πατέρας μου είχε κολόν- μπαρέ (Guillain – Barre)
  • Μήπως απελευθερώθηκε ο γιατρός;
  • Μού είπαν να βάλω μετασχηματιστή (απινιδωτή...)
  • Θέλω καρδιογράφημα γιατί θέλω να κάνω λαμπαδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση)
  • Θα πάω στην αγρότισσα (αγροτική ιατρό)
  • Έχει ένα ομοίωμα (ινομύωμα)
  • Ωραία τα ραντεβού του ΙΚΑ, πριν γινόταν πολύ συνασπισμός. (συνωστισμός)..
  • Έκανε λαμπαδοσκόπηση στη χολή (λαπαραοσκόπηση)
  • Eχει όζον στο θυρεοειδή (όζο)
  • Πήρε υπόθετο Τουρκολαξ για τη δυσκοιλιότητα (Dulcolax)
  • To προϊστορικό του ασθενούς . . . (ιστορικό)
  • Έκανε ασθενογραφία (ακτινογραφία)
  • Γιατρέ, ο γιος μου είναι τύπος τρεχούμενος (αθλείται...)
  • Έπαθε λιποθυμία, κάτι σα νέκρωση - της είπε ο γιατρός να πάει στα Γιάννενα για μαγνητοσκόπηση
  • Παίρνω ένα χάπι που μολέρνει το αίμα (αραιώνει)
  • Η γυναίκα μου έχει ασθενοφόρωση...(οστεοπόρωση)
  • Αρρώστησα με ζάχαρη…(σάκχαρο)
  • Έχει πεσμένο ρευματοκρίτη [γιατί έχει ρευματισμούς] (αιματοκρίτη)
  • Με πήραν στο πρώτο παραμονεύον νοσοκομείο…(εφημερεύον)
  • Μου κάμανε ένεση μουσολίνι (Muscoril)…
  • Έχει μεγαθλαστική αναιμία ( μεγαλοβλαστική )
  • Σηματοδότης καρδιάς ( βηματοδότης )
  • Γιατρέ έχω μουρούτιτα... (ιγμορίτιδα)
  • Μου βάλαν καφετήρα στην ουρήθρα…(καθετήρα)
  • Είμαι τύπος αγχολυτικός…
  • Η γυναίκα μου έχει πέτρα στη χολή και θα την χειρουργήσουνε με ραβδοσκόπηση…
  • Έχω ιστιοπόρωση…(οστεοπώρωση)
  • Θέλω να μου γράψεις γλουτοφάγους (Glucophage)
  • Μου βάλανε σωλήνα Levi’s... (Levine)
  • Mου βρήκανε κισσούς μελισσοφάγου (κιρσούς οισοφάγου)
  • Έχω θετικό Αυστριακό Αντιγόνο (Αυστραλιανό)
  • Δεν τρώει καθόλου φοιτητικές ίνες ( = φυτικές ίνες )
  • Γάλα αμνησίας, Γάλα Κορινθίας ( = Γάλα Μαγνησίας )
  • Έκανα μία αιμοκάθαρση ( = αιμορραγική κένωση )
  • Παίρνω συνεχώς το φυτοφάρμακο ( = All-Bran)
  • Πήρα φουσκοπάν (Buscopan, για το φούσκωμα)
  • Ξέχασα να φέρω το συνταγματολόγιο του ΟΓΑ (συνταγολόγιο)
  • Σύζυγος προς γυναικολόγο: «Κατά την ερωτική επίπληξη …»
  • Μου σύστησαν να κάνω μία κατασκόπηση στομάχου. (ενδοσκόπηση)
  • Παρακαλώ ένα ραντεβού για γαστρορραγία (γαστρογραφία)
  • Γιατρέ, είστε εφημέριος σήμερα; (εφημερεύων)
  • Ο πόνος με χτυπάει πίσω στις πινακίδες μου (ωμποπλάτες)
  • Έχω στένωση στο σαρκοφάγο μου (οισοφάγο)
  • Σαρωτική τομογραφία (αξονική)
  • Ο Δημοκρίτης (αιματοκρίτης) έπεσε.
  • Έχω ισχιαλγία στο πρόσθιο τοίχωμα της καρδιάς (και όχι στο πόδι;)
  • Μου κάνανε 4 γεωτρήσεις στα πνευμόνια μου (διατρήσεις)
  • Ο άρρωστος έχει συκώτι στο πάγκρεας
  • « Προσήλθε νεκρός » - Γράφτηκε κατ' επανάληψη στο βιβλίο εξωτερικών ιατρείων.
  • Είμαι επί 5 μέρες άνεργη (δεν έχει ενεργηθεί)
  • Με στείλαν στον γκανγκστερολόγο για να κάνω γκαγκστροσκόπηση (γαστρεντερολόγο - γαστροσκόπηση) .
  • Ιατρέ μου τώρα δε πονάω πολύ, πονάω έτσι, ανεπαίσχυντα (ανεπαίσθητα) !
  • Άνδρας ασθενής: « Ιατρέ , έσπασα την αριστερή κλειτορίδα μου», δείχνοντας την αριστερή κλείδα του.
  • Μήπως είναι διάρροια από ζαμπονέλα; (σαλμονέλα)
  • Η σύζυγος διαβητικού βοηθάει κατά τη λήψη του ιστορικού: «Πες στο γιατρό ότι κάνεις σωλήνες». (ινσουλίνες)
  • Πάσχει από βαριά ασθενοπόρωση (οστεοπώρωση)
  • Ήρθε το σφαξ από την Αθήνα; (φαξ)
  • Ιατρέ, ο άντρας μου δε βάζει προφυλακτήρες και είμαι έγκυος ξανά.
  • Θέλω να κάνω ένα πλήρες τσεκ-ιν (τσεκ απ)
  • Ατομικό Αναμνηστικό: Πολιτισμικές ωοθήκες (πολυκυστικές)
  • Ντρίπλες αγγείων (Triplex)
  • Σαξωνική Φωτογραφία (αξονική τομογραφία)
  • Η χλωρίδα και η πανίδα (=οξύουροι) του εντέρου
  • Χθες έκανε κατακλυσμό ( και υποκλυσμό)
  • Εισερχόμενο μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή αγροτικού ιατρείου: μπιπ.... Πού είναι ο γιατρός;.......Ορέ σου μιλάω! Πού έιναι ο γιατρός;...........Ορέ του μιλάω και δεν μ' ακούει!..........Ποιος είσαι ορέ παιδί;.........Μπάααααα.........Με κογιονάρει ετούτος εδώ.........Μου λέει κάτι νούμερα αλλά δεν προκάνω να τα γράψω!!!!!
  • Γιατρέ μου, γράψε μου σε παρακαλώ δύο Λαστίξ (Lasix) και δύο Καροτέν (Capoten)!
  • Γιατρέ μου γράψε μου σιρόπι Μοσκοβολάν (Mucosolvan) για το βηχιό!!
  • Γιατρέ μου θα μου γράψεις δύο Λοναρί (Lonarid) και ένα Μποστάν (Ponstan);
  • Υπεραστική κρίση (υπερτασική)

Όλα τα παραπάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας κατάλογος, ανοιχτός προς δημόσια συμπλήρωση. Πρόκειται για παραποιημένα ονόματα κλασικών έργων, ταινιών κλπ, τα οποία είτε στέκουν ως απλά λογοπαίγνια, ή έχουν επισήμως αποτελέσει τίτλο τσόντας.

Ταινίες – μυθιστορήματα:

  1. Αγάπη μου μεγέθυνα το πουλί μου (Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά, ταινία)
  2. Άγρια Αρχιδέα (Άγρια Ορχιδέα, ταινία)
  3. Γαμάτε Κιντ (Καράτε Κιντ, ταινία)
  4. Γαμημένος την 4η Ιουλίου (Γεννημένος την 4η Ιουλίου, ταινία)
  5. Η Ντ' Αρπαχτάν και οι 3 σωματοπήδακες (Ο Ντ’ Αρτανιάν και οι τρεις Σωματοφύλακες, κλασικό μυθιστόρημα και ταινία)
  6. Η σιωπή των αχαμνών (Η σιωπή των αμνών, ταινία)
  7. Η ψωλομαζώχτρα (Η Σταχομαζώχτρα, Αλ. Παπαδιαμάντης)
  8. Θωρηκτό Πρωκτέμκιν (Θωρηκτό Ποτέμκιν, ταινία)
  9. Ιφιγένεια εν Καυλίδι (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Ευριπίδης)
  10. Κόμης Μοντεχύστο (Ο Κόμης Μοντεκρίστο, κλασικό μυθιστόρημα και ταινία)
  11. Κωλική επαναφορά (Ολική επαναφορά, ταινία)
  12. Μη μου τους κώλους τάραττε (Μη μου τους κύκλους τάραττε)
  13. Μια φορά κι έναν καιρό στην άγρια στύση (Μια φορά κι έναν καιρό στην Άγρια Δύση, κλασικά Ντίσνεϋ)
  14. Μπούτια ερμητικά κλειστά (Μάτια ερμητικά κλειστά, ταινία)
  15. Ο έμπειρος της Βενετίας (Ο Έμπορος της Βενετίας, Σαίξπηρ)
  16. Ο μύθος του ακέφαλου καβλιάρη (Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη, ταινία)
  17. Ο Παλούκι Λουκ και η αδερφή Βάλτον (Ο Λούκυ Λουκ και οι αδελφοί Ντάλτον, κόμικ)
  18. Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση (Ο Λούκυ Λουκ στην Άγρια Δύση, κόμικ)
  19. Ο Ρομπέν των πρωκτών (Ο Ρομπέν των Δασών, μυθιστόρημα)
  20. Ο Χάρι Σπρώχτερ και η κάμαρα με τους δονητές (Ο Χάρυ Πόττερ και η κάμαρα με τα μυστικά, ταινία)
  21. Πολύ σκληρός για να χωρέσει (Πολύ σκληρός για να πεθάνει, ταινία)
  22. Πουτανικός (Τιτανικός, ταινία)
  23. Στο τρένο θα στον σφυρίξω τρεις φορές (Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές, ταινία)
  24. Τα κανόνια του βυζαρόνε (Τα κανόνια του Ναβαρόνε, ταινία)
  25. Το κλαρίνο του λοχαγού Κωλέρι (Το κλαρίνο του λοχαγού Κορέλι, μυθιστόρημα και ταινία)
  26. Το πυρωμένο καβλί (Το πουλί της φωτιάς, Στραβίνσκι)

ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: GATZMAN

Φάρμακα:

Μουνοσορντίλ (Monosordil)
Αγγουρόν (Angoron)
Γκαβλόν (Daflon)
Γκάβλους (Galvus)
Πουστοπάν (Buscopan)
Τουρκολάξ (Dulcolax)
Γλουτοφάι (Glucophage)
Καπότες (Capoten)

ΠΗΓΗ: allivegp

«Αθώα»:

  1. «Τομ Σόγια», του Μάρκ Ταϊβάν
  2. «Κλέφτης Ελεφάντων», του Βιτόριο Ντε Σίκχ
  3. «Γαλατικοί Χοροί», του Φρεντ Αστερίξ
  4. «12 μικροί απόστολοι» της Αγκάθα Χρίστο
  5. «Μόμπυ Ντακ», του Ουώλτ Μέλβιλ
  6. «Δημοπρασία στο Όριεντ Εξπρές» της Σόδεμπυ Κρίστι
  7. «Η Αλίκη στη Χώρα των Βλαμμένων» του Τζέρι Λούις Κάρολ
  8. «Το Κωφάλαλο» του Χάρπο Μαρξ
  9. «Ο Προνοητικός Εραστής» της Μαργερίτ Durex
  10. «Το Πρόβλημα του Κώλου» της Ιλόνα Στάλιν
  11. «Τι να κάνουμε με την Λολίτα» του Βλάντιμιρ Ίλιτς Ναμπόκοφ
  12. «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, δεν θέλω την συμπόνια κανενός» του Στέλιου Καζαντζάκη
  13. «Επανάσταση των Άστρων» του Γκιόργκι Λούκας
  14. «Περί Θειούχων αναθυμιάσεων» του Διονυσίου Αεροφαγίτη

Πηγή: Βράσταμαν

(από Vrastaman, 17/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από επίμονες (απ)αιτήσεις πολλών φίλων noms, nous ne disons pas), αποφασίζω να σα σκαταγράψω (σκόπιμο το κακέμφατο) μερικές απ' αυτές τις γαλλίζουσες εκφράσεις που ακούγονται τήδε κακείσαι, δίκην μεταφράσεων, και που θυμίζουν πλέον αυτόματους γουγλισμούς (no offense intended).

Πριν εμφανιστούν οι κομπιούτορες, συλλέγαμε, προ πεντηκονταετίας, τέτοια μαργαριτάρια, συνήθως ελληναγγλικά (καμία σχέση με greeklish), του τύπου: slowly the much oil, something is running at the gypsies', κλπ. Το αστείο συνίσταται στην αυτολεξεί μετάφραση χαρακτηριστικότατων ιδιωματισμών μιας γλώσσας εκ μέρους αμαθών, ή ημιμαθών, ή και εξελιγμένων γλωσσομαθών, αλλά με υψηλή αίσθηση του χιούμορ.

Από κλασικά μεταφρασομαργαριτάρια:

  • Δεκαετία '60, το Καμάκι στη Σκανδιναβίδα: I love you. Αυτή: I love you too. Αυτός: I love you three.
  • Δεκαετία '70, σε υπότιτλο της ΕΡΤ: General strike is coming = Έρχεται ο στρατηγός Στράικ.
  • Πάλι από υπότιτλο στην ΕΡΤ (Καμάκι στο Love Boat): How about a night cap; = Θες ένα νυχτερινό σκουφάκι;
  • Από βιβλίο περί ανασκαφών: Ένα ταμείο γεμάτο κόκκαλα = Une caisse pleine d'os.

Φυσικά, στην εδώ πλάκα, η σύνταξη, η σειρά των λέξεων, οι πτώσεις, κλπ., δεν αλλάζουν. Όσο πιο παλιός, λαϊκός, δυσνόητος και χαρακτηριστικά ρωμέικος ο ιδιωματισμός, τόσο καλύτερο το καλαμπούρι. Και οι πιο μοντέρνοι σλανγκισμοί έχουν τη θέση τους, αρκεί να' χουν πλάκα. Ωστόσο, για να βρεθεί η αντιστοιχία τους σε άλλες γλώσσες, είναι... «αλλουνού παπά ευαγγέλιο». Μ' άλλα λόγια, η αυτολεξεί μετάφραση ιδιωματισμών (έστω και λεξικολογικά σωστή) δε βγάζει νόημα για τους ξένους, απαιτείται μια απόδοση στην άλλη γλώσσα. Και μη μου πείτε ότι δεν είναι αργκοσλάνγκ.

Salue-moi le platane: Χαιρέτα μου τον πλάτανο

Et Nicolo guet-apens: Και Νικολό καρτέρει

Nous la passerons vitre: Θα την περάσουμε τζάμι

Nous l'avons peinte: Τη βάψαμε

Mes animaux lentement:Τα ζώα μου αργά

Chose qui remue: Πράμα που σαλεύει

Baise pilaf: Γαμοπίλαφο

Et je baise le cas: Και γαμώ την περίπτωση

De la ville je viens et au sommet cannelle: Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Laisser bouteille: Αφήνω μπουκάλα

Encore on l'a pas vu, Jean on l'a sorti: Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε

Ne font pas toutes les abeilles miel: Δεν κάνουν όλες οι μέλισσες μέλι

Οù il te fait mal et où il t'égorge: Πού σε πονεί και πού σε σφάζει

Elle le noie le lapin:Τον πνίγει τον κούνελο

De la putain le barreau: Της πουτάνας το κάγκελο

Mâche la chèvre tarama;: Μασάει η κατσίκα ταραμά;

Mystère train tu es: Μυστήριο τρένο είσαι

Il s'explique pistache salée: Ξηγιέται αλμυρό φιστίκι

Déchirer le chat: Σκίζει τη γάτα

Elle l'emmène la lettre: Το πάει το γράμμα

Sans plaque: Χωρίς πλάκα

Plaque-plaque, nous la poulâmes: Πλάκα-πλάκα, την πουλέψαμε

Il les trouva bâtons (piques):Τα βρήκε μπαστούνια

Il sait pas où vont les quatre: Δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα

D'autre pope évangile: Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

Fou pope te baptisa: Τρελός παπάς σε βάφτισε

Vis mon Mai, que tu manges trèfle: Ζήσε, Μάη μου να φας τριφύλλι

Verts chevaux: Πράσιν' άλογα

Ils nous l'ont tombée, grand: Μας την πέσανε, μεγάλε

Taloche nuage: Καρπαζιά σύννεφο

Que manque la merise: Να λείπει το βύσσινο

Propre ciel, éclairs ne craint pas: Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται

Bonjour Jean, fèves je sème: Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω

45 Jeans, d'un coq savoir: 45 Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση

Lièvres avec étoles: Λαγούς με πετραχήλια

Le renard 100, le goupil 110: Η αλεπού 100, το αλεπόπουλο 110

Il a goujon: έχει βύσμα

Les têtes dedans: Τα κεφάλια μέσα

De la Vierge les yeux: Της Παναγίας τα μάτια

Je dis et vérité: Λέω κι αλήθεια

Je le liai mon âne: Τον έδεσα το γάιδαρό μου

Boiteux, tordus, à Saint Pantaléon: Κουτσοί, στραβοί, στον Αϊ Παντελεήμονα

Trois oiselets assis: Τρία πουλάκια κάθονται

Trois braillent et deux dansent: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

Trοis et le coucou: Τρεις κι ο κούκος

Des trois, le plus long: Απ' τα τρία, το μακρύτερο

Tu me feras les trois, deux: Θα μου κάνεις τα τρία, δύο

Tu me péteras les couilles: Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια

Siffle-moi chouraves: Σφύρα μου κλέφτικα

Eclaire-moi et je glissai: Φέξε μου και γλίστρησα

Il me la tombe: Μου την πέφτει

Il me la sort avec rouge: Μου τη βγαίνει με κόκκινο

Les figues-figues et la bassine-bassine: Τα σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη

Il me la visse: Μου τη βιδώνει

La bouille viande: Τα μούτρα κρέας

Je m'explique épée: Ξηγιέμαι σπαθί

Plaque tu me fais;: Πλάκα μου κάνεις;

Ici je te veux, crabe: Εδώ σε θέλω κάβουρα

Fête trois couvertures: Γλέντι τρικούβερτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν μια μόδα στα ανέκδοτα που προϋπήρξε για αρκετό καιρό του ξεσπάσματός της, ως μόδα κράτησε λίγο, αλλά άφησε μεγάλη κληρονομιά σε ατάκες.

Η δομή του ανεκδότου είναι η εξής απλή, κάτι που συνετέλεσε και στην υπερπαραγωγή μέχρις εξαντλήσεως του είδους. Ξεκινάμε με μια παραποίηση μιας παροιμιώδους ή μη φράσεως που παίζει με πολύ στάνταρ τρόπο στον καθημερινό λόγο (επί παραδείγματι ένα από τα πρώτα ήτανε το «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), και κατασκευάζουμε μιαν ιστορία της οποίας το «ηθικό δίδαγμα» είναι η ατάκα που κατασκευάσαμε. Χώνουμε και τη σάλτσα μας, του γαμάμε και λίγο τη μανούλα στην αφήγηση, αλλά πάντα καταλήγουμε στην ερώτηση «ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα» πριν εκσφενδονίσουμε την παπαριά μας.

Ο πυρήνας και το μόνο απαράλλαχτο, τελικά, είναι η ατάκα στο τέλος, η ιστορία είναι ουσιαστικά θέμα έμπνευσης, και γι αυτό όταν το φαινόμενο έφτανε στον εκφυλισμό του, από βαρεμάρα έπεφταν μόνο οι τελικές ατάκες και όχι το κυρίως ανέκδοτο.

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, μας έμειναν αμανάτι πολλές απ' τις ατάκες των ανεκδότων που πέφτουν σε γελοία συμφραζόμενα και είναι πλήρως ισοδύναμες με τις αρχικές.

  1. (η ατάκα που πέφτει στον ορισμό, θέλει πολύ σάλτσα που δεν θα βάλω:)
    Υπάρχει κασκαντέρ τις, που είναι τόσο ριψοκίνδυνος, δε μασάει τον πούτσο του σε φάση, και το παρατσούκλι του είναι «Ντέηντζερους». Του αναθέτουν το πιο ακραίο από τα κασκαντεριλίκια του, να κάνει ένα ακραίο άλμα πάνω από έναν τεράστιο γκρεμό. Παίρνει φόρα ο τύπος, αλλά δεν φτάνει, και αρχίζει να κατρακυλάει στο γκρεμό. Φτάνει κάτω και ημιθανής όπως είναι βλέπει μπροστά του να περνάει ένα παπάκι αμέριμνο στο ρυάκι του φαραγγιού και να κάνει «πά-πά-πά». Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.

  2. (προσωπική δημιουργία, επίδειξη της δύναμης της μεθόδου, πάλι η σάλτσα δικιά σας:)
    Είναι ένα κοπάδι καρχαρίες στην Μαγαδασκάρη και θέλουν να την κάνουν από κει, γιατί έχει τελειώσει το ψάρι. Λέει ένας «μου είπανε ότι στην Αουστράλια είναι τίνγκα στο ψάρι». «Ε, πάμε». Κάνουν να ξεκινήσουν, αλλά το ρεύμα είναι κόντρα. Αποφασίζουν να περιμένουν μέχρι να γυρίσει. Περιμένουν κάποιον καιρό, αλλά όταν τελικά γυρίζει ευνοϊκό το ρεύμα έχουν αρρωστήσει από την αφαγία. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Το μεν ρεύμα πρόθυμο, οι δε sharks ασθενείς.

Ακολουθεί μη εξαντλητικός κατάλογος με τέτοιες ατάκες:

  • Ο κόσμος τό 'χει βούτυρο κι αυτός κρυφό Καμπάρι (αφήγηση με ποτοαπαγόρευση κι έτσι).
  • Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.
  • Χέστηκ' η φοράδα, Σταλλόνε.
  • Όπου γαμούν πολλοί μαστόροι αργεί να σιδερώσει.
  • Άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. (αφήγηση με ομαδική μαλακία για τα ελληνικά νησιά)
  • Καθαρός Ουκρανός Αλβανές δε φοβάται (ένας μπίχλας Ουκρανός την πέφτει και τρώει χυλόπιτα, ο καθαρός είναι κουλ τύπος)
  • Τρίχες Γιάννη, τρίχα πάντα. (Ο Γιαννάκης που χάνει όλα τα μαλλιά του και το κατοικίδιο πάντα του χάνει μια τρίχα)
  • Από τον Τόλη έρχομαι και στη Στροφή Μαντέλα. (τύπος βγαίνει απ' τον Βοσκόπουλο τύφλα και στην πρώτη στροφή πατάει το Μαντέλα.)
  • Τό 'να χέλι πνίγει τ' άλλο και τα δυο τον πρόσκοπο.
  • Ένα το χέλι, Δώνη και η Άνοιξη ακριβή.
  • Τα ράστα δεν κάνουν το μπαμπά.
  • Η γρια η Kodak έχει το zoom in. (κόντρα στην φωτογραφία, ένας τύπος με μια ψηφιακή τα κάνει όλα καλύτερα, αλλά ο τύπος με την πανάρχαια κόντακ κερδίζει στο ζουμ.)
  • Το καλό το σαλιγκάρι ξέρει κι άλλο μονομάτη.
  • Στου kung-fu την πόρτα, όσα θέλεις χόρτα.
  • Ηπιε ο γάιδαρος τον φετινό με γάλα

    τα περισσότερα μου τα θύμισε αυτό το μπλογκ

(από patsis, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.

Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)

  • μιζοσκόταδο, το: προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Παρ. 1)
  • μιζοκακόμοιρος, ο: πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες , αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Παρ. 2)
  • μιζοτιμής: ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Παρ. 3)
  • μιζεκλίκι, το: πρόγευση / μικρή προκαταβολή μίζας. (Παρ. 4)
  • μιζονέτα, η: πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Παρ. 5)
  • μιζανπλί, το: προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Παρ. 6)
  • μιζολιθική εποχή, η: χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Παρ. 7)
  • μιζολαβητής, ο: παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Παρ. 8)
  • μιζάνοιχτος, ο: πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Παρ. 9)
  • απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Tο ρήμα που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε απομιζώ όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Παρ. 10)

Πηγή: FAQ και www.mybike.gr

  1. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

  2. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος...

  3. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα... Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

  4. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

  5. Είδες την μιζονέτα του Άκη στο πανόραμα; έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

  6. Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...

  7. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

  8. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

  9. Εκλογές έρχονται... Τα έξοδα πολλά... Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.

  10. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο Μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified