Further tags

O ευφυοσεξουαλικός, ο νοοσεξουαλικός: ο αθρώπας δηλαδής που έχει ως υπέρτατο αντικείμενο πόθου την ευφυΐα και ουχί την εμφάνιση.

Ασ' τα σάπια φυτούκλα μου και μίλα μου για τον Derrida -Ουάου, τα έχεις διαβάσει όοολα αυτά τα βιβλία; -Όχι, αυτά είναι που πρέπει να διαβάσω μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Τα υπόλοιπα είναι στο γραφείο μου

- Δηλώνω και εγώ σαπιοσέξουαλ. Νομίζω η πλειοψηφία έτσι είναι. Τελευταία με τραβάνε τα σεξουαλικά ανοιχτόμυαλα κοριτσάκια :P Όχι πως έχουν κάτι λιγότερο οι άλλες, απλά ok, εν είμαστε για σΚέση τέτοιους καιρούς (εδώ)

- Σαπιοσέξουαλ, εκκολαπτόμενη βιολόγος. Ενθουσιάζομαι από τα πάντα, αλλά συνήθως τα βαριέμαι μετά από λίγο. Αν βρίσκεις ένα κομμάτι του εαυτού σου εδώ μέσα, μείνε (εκεί)

Εκ του αγγλικάνικου sapiosexual (< λατ. sapiens και sexus)

Μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, το λήμμαν κουβαλάει πολλά κιλά σλανγκίλα και σαπίλα, καθώς παραπέμπει συνειρμικά στον σαβουρογαμόσαυρο.

- Εννοείται πως κι εγώ θεώρησα τον σαπιοσέξουαλ συνώνυμο του σαβουρογάμη...(εδώ)

Κατά λολαδερή δε σύμπτωση, οι δυο έννοιες συγκλίνουν απόλυτα (αλλά όχι πάντα), καθώς οι μπαζοφονιάδες συχνά αυτοαποκαλούνται προσχηματικά "εγκεφαλικοί τύποι" προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την καζούρα από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Συνεπώς ο όρος αποτελεί και λολοπαίγνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πωλούνται σε μαγαζί που πας να προμηθευτείς φρου-φρου κι αρώματα, δηλαδή τσιμπιδάκια, χτένες, στρας, σκιές, μάσκαρα, ψεύτικες βλεφαρίδες, όζες, εξτένσιον, φτιασίδια, γενικώς σύνεργα καλλωπισμού και μούνεργα στην υπηρεσία του αξιώματος: "δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν".


Πελάτες της επιχείρησης του "εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται", είμαστε εν δυνάμει όλες οι ανθρωπίνες, από τις Καλλιόπες, τα θήλεα νέας κοπής και τη γυναίκα από σόγια, μέχρι την καλλjόπη, τη γυναίκα-γαρίδα, τη γυναίκα-μπογιατζή και το μουνί καλλιγραφία.
Δεν είν' απαραίτητο να πλήττεσαι από γυναικουλίαση, ούτε να είσαι κουνενές ανθρώπας εδώ και τώρα, για να ψωνίζεσαι ενταύθα, αρκεί μόνο να μην είσαι χαρχάλω, ταγάρω και να μην - λέμε τώρα- έχεις κλείσει ως γυναίκα (αν και η τελευταία που το δήλωσε και που εξ αιτίας της δημιουργήθηκε το λjήμμα, τέτοια μαγαζιά τα 'χε χτίσει, ναούμ').
φινετσάτες Ρωμαίες μετά από treatment με είδη πουτανικής
  1. Από πού τα πήρες αυτά, απ' τα είδη πουτανικής στην Αναγνωστοπούλου; (σλανγκιά του περιβάλλοντός μου -έπεσε στην αντίληψή μου πριν εικοσαριά χρόνια).
    ♥♥♥♥♥♥♥♥♥
  2. Οι τραγουδίστριες στα μπουζούκια ψωνίζουν από καταστήματα με είδη πουτανικής (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ομορφοβία, ομορφοβικός

Ορισμός

Η ομορφοβία είναι ο φόβος (έως του σημείου της παθολογικής φοβίας), η αποστροφή ή οι διακρίσεις κατά των ναζωραίων, κομψών ή / και καλοντυμένων ανθρώπων. Τα άτομα που ενεργούν με τέτοιους τρόπους περιγράφονται ως ομορφοβικά.

Αίτια

Έρευνες έχουν δείξει ότι η ομορφοβία μπορεί να προέρχεται από φυλετική επιλογή (βλ. έχει ασχημindie), πολιτική αγκύλωση (βλ. ταγάρω), θρησκευτική προκατάληψη (βλ. χριστιανόφουστα), αισθήματα κοινωνικής ανασφάλειας, ή έλλειψη επαφής με ωραίους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα ομοφροβίας προερχόμενα και από τους ίδιους τους ζαγωραίους.

Αναπαραγωγή

Οι ομορφοβικοί κατά κανόνα και εκ πεποιθήσεως ζευγαρώνουν μόνο με σαλούφες (βλ. σαβουρογαμόσαυρος, μπαζοφονιάς).

Ευθυμολογία

Πρόκειται φυσικά για λολοπαίγνιο στην ομοφοβία (το σόλοικο αντιδάνειο του homophobia). Ενίοτε όμως καταγράφεται κι ως λολαδερός ανορθογραφισμός (βλ. παράδειγμα 5).

1.
Και ο έρωτας είναι ομορφοβία: φοβία για την επίδραση της ομορφιάς των άλλων και μαζί η βία της μίας και μόνης ομορφιάς. Η πίστη στην ομορφιά, η ακατάβλητη έλξη για την ομορφιά είναι ό,τι προσπαθεί -άλλοτε μάταια, άλλοτε όχι- να αντισταθεί στον ερωτικό παραλογισμό.

2.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβικός.

3.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβική...

4.
- Ομορφοβικός: αυτός που εχθρεύεται τον Βαξεβάνη και τον φθονεί λόγω της αισθητικής του υπεροχής.

5.
- Η Ελλάδα είναι από τις πιο ομορφοβικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και το 64% των Ελλήνων δηλώνει πως είναι αρκετά διαδεδομένη η δυσμενής μεταχείριση στο εργασιακό περιβάλλον, λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων.

(από σφυρίζων, 04/02/15)"Μεγαλώνοντας μπορεί να γίνεις καλός ή καλύτερος συγγραφέας, αλλά πιο όμορφος άνδρας σίγουρα όχι." (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο για το καραφλάζ (άκα φλοκάτη), την περίπλοκη πατέντα με την οποία ορισμένοι καμπριολέδες, κυρίως τύπου τάργκα, επιχειρούν να συγκαλύψουν το ένοχο μυστικό τους δανειζόμενοι τρίχες από αλλού.

Λεξιπλασία του χρήστη diceman στο τρανσλέητουμ. Σλανγκασίστ: chris1312.

1.
Christian Bale: Ναι, ο Batman ξέρει να κάνει την «καλύτερη μεταφορά υπολοίπου» σε φαλάκρα, από την ανακάλυψη του σινεμά

2.
- Ή εκείνο το άλλο το περίτεχνο, που μακραινουν απ τη μια πλευρά το μαλλί και το τυλίγουν μετά στο κεφάλι και το κολλάνε πάνω στη φαλάκρα :-) Κι οταν φυσσάει αέρας μοιάζει με σημαία :-)
- Μεταφορά υπολοίπου λέγεται... :-)

3.
- μεταφορά υπολοίπου (οικον.): η πρακτική ορισμένων φαλακρών να μακραίνουν τα λιγοστά μαλλιά τους από τη μία πλευρά και να τα παστώνουν στο άτριχο κρανίο τους, για να κρύψουν τη φαλάκρα τους.
- Χαχα! Εγώ αυτό το έλεγα πάντα πλαγιοδάνειο... - Ενδεχομένως και πλαγιολίσθηση...

Δεξιά, η μεταφορά υπολοίπου του Irving Rosenfeld, πρωταγωνιστή σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της αμερικανικής Ιστορίας, τον οποίο υποδύθηκε ο Christian Bale αριστερά κάνοντας και αυτός μεταφορά υπολοίπου (βλ. 1ο παράδειγμα) (από Khan, 23/09/14)Στην ταινία American Hustler, o Bradley Cooper χαλάει επιδεικτικά τη "μεταφορά υπολοίπου" του Christian Bale, που υποδύεται τον Irving Rosenfeld, βλ. 1ο παράδειγμα. (από Khan, 23/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.

Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.

  1. - Η Φεβρωνία εθεάθη εις το νυφομπάζαρο, σπεύδω μην με προλάβει έτερος ήρωας...
    - Σπεύσε όμως βραδέως Καυλαγόρα, το μπαζούτ δεν αναμένεται να απομακρυνθεί από το πόστο του any time soon...

2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προφητεύει τι θα φορεθεί και θα είναι της μόδας στην επόμενη σεζόν. Και αυτός που δείχνεται και μοστράρει τον εαυτό του υπερβολικά.

- Κοίτα τι κιτσαριό φοράει ο Λάκης!
- Μην τον υποτιμάς! Είναι μεγάλος μοστράδαμος, στοίχημα ότι σε έξι μήνες θα θεωρείται πολύ σικ;

Χίπστερ μοστράδαμος (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υστερικός χιπστεράς.

Συναντώνται και οι δύο τύποι, χιπστερικός και χιπυστερικός. Το χιπστερικός είναι πιο ευσύνοπτο, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι αρκετά διαφανές το λολοπαίγνιο και για αυτό ορισμένοι προτιμούν το χιπυστερικός σε μια λογική το καταλάβατε ή να κάνω και κακά; Το τελευταίο άλλωστε θυμίζει λίγο και τους hippies που 'ν'ν' κακό γιατί με τον όρο θίγεται ενίοτε μια ορισμένη χίπυ αφέλεια, όπως λ.χ. ορισμένες άκαπνες μορφές διαμαρτυρίας και ακτιβισμού. Από την άλλη, το χιπστερικός μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο σχετικό με τους χίπστερζ, ακόμη και άσχετα από το λολοπαίγνιο με την υστερία.

Όπως αναλύουμε στο λήμμα χιπστέρι, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει **αυθεντικός χίπστερ* ως κανονιστική έννοια ορίζοντος. Χίπστερ γίνεσαι πέφτοντας από το indie προς το μέινστριμ ή αναπτύσσοντας διάφορα επιμέρους χιπστερότροπα χαρακτηριστικά σε ένα αχαρτογράφητο σύνολο. Εκεί όμως μπορεί να διακριθεί -όχι ο *αυθεντικός χίπστερ, αλλά ο ας πούμε- κουλ χίπστερ από τον χιπστερικό. Ο κουλ χίπστερ είναι αυτός που του βγαίνουν οιονεί αυθόρμητα τα χιπστερότροπα χαρακτηριστικά. Λ.χ. έχει ήδη ένα πολύ αρμονικό χρωματικά και σχεδιαστικά λουκ και προσθέτοντας μια-δυο-τρεις χίπστερ πινελιές, ήρθε κι έδεσε. Ή, ας πούμε, δεν πιέζεται υπερβολικά για να του βγει η σπρετσατούρα, αλλά είναι σχεδόν ένα αυθόρμητο λάθος.

Στους αντίποδες, ο χιπστερικός είναι αυτός που ξεκινάει α πριόρι από την θέληση να γίνει χίπστερ, κάτι που υποτίθεται ότι αντίκειται στο πνεύμα του (μη-)κινήματος. Στην πλέον εμετική μορφή του, διαβάζει οδηγούς χιπστεροσύνης, κάτι τουλάχιστον εξίσου αντιφατικό και ξενερουά με τους οδηγούς για να καταλάβεις την σκέψη του Ντεριντά. Στην κάπως πιο ψαγμένη εκδοχή, ο χιπστερικός αναζητεί εναγωνίως το Ε.Μ.Π. Όχι, δεν πρόκειται για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά για το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα, το The Next Big Thing, που λέμε και στους χιπστεροδρόμους. Ήτοι, ενώ ο κουλ χιπστεράς είχε βρει το κουλ before it was cool, και πλέον αναπαύεται έν τινι μέτρω στις δάφνες του, ο χιπστερικός έχει μια διαρκή κωλοκαούρα να βρει τώρα αυτό που θα είναι κουλ αύριο, ώστε να κατευθυνθεί νομαδικά προς τα εκεί πριν πάνε οι άλλοι. Λ.χ. όταν το Γκαζοχώρι έγινε κουλ αναβαθμίζοντας τις γκαζοχωρίτισσες, ο χιπστερικός δεν ικανοποιήθηκε αλλά έψαξε την επόμενη υποβαθμισμένη περιοχή προς αναβάθμιση λ.χ. το Μετάξι. Τώρα που και το Μετάξι παρουσιάζει σημεία μεταξύ εντεχνοποίησης, ψαγμενιάς και χιπστεροποίησης, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας για τον αδηφάγο χιπστερικό, την οποία ως μη χιπστερειδικός αδυνατώ να εντοπίσω.

Πολλές γιαλόμες, ωστόσο, θεωρούν ότι η διάκριση μεταξύ κουλ χιπστερά και χιπστερικού είναι άλλο ένα καταστατικό ψεύδος και ότι ο χιπστεράς είναι εξ ορισμού χιπστερικός. Η εικόνα του κουλ τύπου που του ξεχειλίζει η χιπστεροσύνη από τα μπατζάκια είναι ένας αφελής μύθος, όπως λ.χ. αυτός της ευτυχούς πόρνης, που εκπορνεύεται από αγάπη για το σεξ, ή του ευγενούς αγρίου, που είναι αριστοκράτης μέσα στη ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, το να είσαι χίπστερ σημαίνει ένα ανελέητο κυνήγι με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό για να βρεις το Ε.Μ.Π., και ωσεκτουτού η χιπστερία είναι εγγενής στον χιπστερισμό. Άλλοτε πάλι, υστερικοί χρησιμοποιούν την χιπστεροσύνη για να καλύψουν τα σημάδια της υστερίας τους, ή και για να τρέψουν την ειλικρινή υστερία τους σε ειρωνική. Για τους περισσότερο φαλλογοκεντρικούς δε, η χιπστερία συνδέεται με τον μετροσεξουαλισμό των χίπστερζ.

Συναφώς, η χιπστερία μπορεί να πάρει την μορφή εξαντλητικής δίαιτας με την οποία (ένας άντρας κυρίως) προσπαθεί να πετύχει το πολυπόθητο ανορεξικό λουκ. Αντιστρόφως, χιπστερία μπορεί να διαγνωσθεί σε γυναίκες, οι οποίες τρώνε βουλιμικά προκειμένου να πετύχουν επί τούτου το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας ή την ζουζουνισάνς χιπστερομπεμπέκας. Σε άλλη περίπτωση χιπστερίας, μια κατά τα άλλα τίμια και ηθική κοπέλα θα προσπαθήσει να αποκτήσει faux πουτανέ χαρακτηριστικά.

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η υπερβολή της χιπστερίας έχει οδηγήσει στην Ελλάδα και στο αντίστροφο φαινόμενο υβριδικών σχηματισμών που συνδέουν χιπστερότροπα χαρακτηριστικά με πιο παραδοσιακές ετεροκανονιστικές αντιλήψεις για την δέουσα αρρενωπότητα. Αυτό άλλοτε γίνεται από αδυναμία, άλλοτε από άποψη, άλλοτε κι από τα δύο, έχουμε πάντως σε κάθε περίπτωση χίπστερ λεξιπλασίες, όπως:

- Ο καγκουροχίπστερ: ο ναρκισσευόμενος ποζεροχίπστερ, που στην επίδειξή του δεν έχει ξεπεράσει την καταγωγική του καγκουριά οπότε επιβιώνουν σ' αυτόν στοιχεία κάγκουρα.

- Ο βλαχοχίπστερ: διάδοχος του βλαχοκυριλέ της μεταπολίτευσης και συγγενής προς τον βλαχοφιλελέ της μετα-μεταπολίτευσης, πρόκειται για τον όψιμο χιπστερά της ενδεκάτης ώρας που αδυνατεί να κρύψει το κωστοπούλειο παρελθόν του.

- Ο χιπστερογαμπρός: χιπστεράς που διατηρεί αρρενωπά χαρακτηριστικά υπό την πρόφαση της ειρωνείας. Οι χιπστερογαμπροί φέρουν συχνά ειρωνικό μούσι, το οποίο ενώ αρχικά υποτίθεται ότι θα αποτελούσε μια ειρωνεία για τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια (βλ. λήμμα χιπστέρι), εντέλει χρησιμοποιείται ως πρόφαση από τους χιπστερογαμπρούς για να επιδείξουν την σχεδόν μάτσο αρρενωπότητά τους. Ορισμένοι χιπστερογαμπροί φέρνουν επικίνδυνα σε ειρωνικό χρυσαύγουλο καθώς τα διάφορα ειρωνικά μούσια τους δεν διαφέρουν και τόοοσο από τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια Χρυσαβγιτών, όπως λ.χ. του Γιάννη Λαγού.

Τον όρο κλαρινοχίπστερ δεν τον έχω συναντήσει ακόμη, αλλά τον προτείνω μήπως και γίνει το επόμενο Ε.Μ.Π. στην Ελλάδα, ενώ το ποζεροχίπστερ αποτελεί μια περιττολογία καθώς κάθε χίπστερ είναι οπωσδήποτε και ποζέρι. Επίκαιρη λεξιπλασία είναι και το χιπστερόδεντρο για τα δέντρα που έχουν υποστεί yarn bombing. Τέλος, συνήθης στην διεθνή χιπστερολογία είναι η οικειοποίηση εμβληματικών μορφών του παρελθόντος ή του παρόντος από το χίπστερ (μη-)κίνημα, με αποτέλεσμα ορισμένα μπανεύκολα λολαδερά υβρίδια όπως ο Adolf Hipster, o Χιπστεροκλής, η Hipster Merkel κ.ο.κ. (βλ. μήδια).

1.Ο χιπστερικός κουλτουριάρης ακούει ακριβώς ότι μας χαρίζει η μόδα της εποχής, το θεωρεί βαριά ποιότητα, πληρώνει μέχρι και εισιτήρια για να δει το συγκρότημα/ τον καλλιτέχνη σε άλλη χώρα. Το είδος της μουσικής που ακούει είναι indie pop/rock, alternative pop/rock και γενικά είναι φευγάτο. Δεν είναι απαραίτητα όλοι οι λάτρεις αυτού του είδους μουσικής ΚΓ. ΚΓ κατηγοριοποιείται ο ακραίος θαυμαστής, αυτός που θα χτυπήσει tattoo τους στίχους από ένα τέτοιο τραγούδι, αυτός που θα σου τα πρήξει μέχρι να βάλεις τα ακουστικά από το iPhone του και να ακούσεις την τελευταία του ανακάλυψη (ή μάλλον ανακάλυψη της Lifo, την οποία διαβάζει). Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, τότε ο χιπστεράς σου λέει ότι απλά «Δεν έχεις γούστο» και συνεχίζει να σου τα πρήζει με το τραγούδι μέχρι να σου γίνει εμμονή.

2. Διαμαρτυρία χιπ-(υ)στερικών στον αγνωστο επειδή δεν φτηναίνουν τα αιφον. Πσόφος, λέμε

3. Είς πανικόβλητος χιπστερικός νεανίας, εκβαίνων εκ Στάρμπακος τινός, κραδαίνων άιπαντ στην δεξιά, επιβεβαίωσε τους φόβους ημών ότι εισήλθαμεν εν ντέιντζερ ζόουν.

4. Αν πάλι το καλοσκεφτείς, η επιδειξιομανία του καγκουροχιπστερ ποζερά που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια κοντινά του φρεσκοχρησιμοποιημένου του κωλόχαρτου και διαφημίζει στα τρέντυ φιλαράκια του τη γεωγραφική του θέση από το δορυφόρο για να κάνουν σχόλια από τα σμάρτφόουν τους αν και είναι όλοι μαζί στο ίδιο νησί για διακοπές, καθιστά την εξάπλωση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης σχεδόν άχρηστα.

  1. Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες υποστηρικτών Πέτρου Τατσόπουλου: Οι ατάλαντοι καθεστωτικοί παραλογοτέχνες και οι φιλελέ καγκουροχίπστερ μπλόγκερ. (Από το Φέισμπουκ)

6. Όχι ρε παιδιά. Μη μας χαλάτε τους μικρούς μας παράδεισους. Θα πλακώσουν όλοι οι βλαχοχίπστερ (και βλαχοφλανέρ) και θα μας τραβάνε φωτογραφίες με τα αιφόουν και το ίσταγκραμ την ώρα που πίνουμε το(τα) ποτάκι(α) μας, καπνίζουμε τα τσιγάρα μας και ακούμε τις ωραίες μουσικές μας.

  1. Καποτε σε παρεα βλαχοχιπστερ εξομολογηθηκα οτι παω στην παραλια χωρις να ξυρισω γαμπα και στερνο. Ενας σχεδον εκανε εμετο. (Από το Φέισμπουκ)
Hipster Merkel. Έκανε ρόμβους μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ (από Khan, 27/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίχνιο ανάμεσα στις ομόηχες και εγκλιτικά όμοιες λέξεις τετράπαχος και τετραπέρατος.

Τετράπακος αντί για τετραπέρατος, δηλαδή τετράπαχος και πανύβλακας. Συνώνυμο: τετρατέρατος, τετρακέρατος (αν είναι και μαλάκας και μπάμιας και κερατάς!)

- Ο Δημήτρης Π.. (γνωστός τετράπακος rap μουσικός παραγωγός) είναι τέρας ομορφιάς (ειρωνεία) και έχει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Κρήτης. 'Eχει και 8-packs, όχι τετράπακος, οκτάπακος είναι!
- Τετράπακος και πώς να μην έχει γίνει τετράπακος αφού τρώει τον άμπακο. Από τα πολλά steroids σε λίγο θα βυζαίνει γάλα η γκόμενά του από τις ρώγες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified