Further tags

Τα Κοινά Ταμεία Εισπράξεων Λεωφορείων, δηλαδή οι «ιδιότυπες μεταφορικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν όλες τις δημόσιες τακτικές οδικές μεταφορές της χώρας μας (εκτός των αστικών συγκοινωνιών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και τμήματος της Ρόδου)» αναλύονται ως Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού.

- Έχω το αυτοκίνητο για σέρβις και πάλι πρέπει να υποστώ την Καθημερινή Ταλαιπωρία Ελληνικού Λαού για να πάω στο Πόρτο Ράφτη γαμώ το στανιό μου μέσα!

(από Khan, 07/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συρμπούκια είναι το γέμισμα, το τιγκάρισμα θα λέγαμε στην αργκό, η υπερπλήρωση π.χ. σε ένα μεταφορικό μέσο (λεωφορείο κλπ), καμιά σχέση με τα σιμπούκια. Από το surbooking.

Μεσ' το λεωφορείο γίνεται το αδιαχώρητο.
- Πω ρε μαλάκα μου, τι έγινε τώρα; Τι συρμπούκια είναι αυτά...
- Ναι ρε γαμώ, ωωω... κοίτα ο εφα-ψίας ρε... όρε γέλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις στη στάση τόση ώρα που θα αναγκαστείς να σκεφτείς «πρώτα θα βρει γκόμενα ο Τάσος και μετά θα περάσει το αστικό. Έλεος!», τότε δυστυχώς φίλε μου βρίσκεσαι στη θέση να έχεις ανάγκη το ελεωφορείο.

Οποιοδήποτε όχημα χρειαζόμαστε για τη βασική μας και μη μετακίνηση αλλά μας σπάει τα νεύρα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί αργεί (ή τελικά δεν εμφανίζεται καθόλου), είναι γεμάτο και δε χωράς και μένεις απ' έξω, μπαίνεις και αναγκάζεσαι να μυρίσεις ποδαρίλα από τη σηκωμένη μασχάλη τού συνεπιβάτη, ο οδηγός νομίζει ότι μεταφέρει κοτόπουλα και περνάει επίτηδες από όλες τις λακούβες ή γιατί απλά βλαστημάς τη ζωή σου που το έχεις ανάγκη για να κάνεις κάθε μέρα μία ώρα διαδρομή μέχρι τη δουλειά.

- Έλα ρε φίλε, συγγνώμη πού άργησα.
- ...
- Ε τι γιατί; Δεν το ξέρεις το ελεωφορείο; Πρέπει να κάνεις προσευχή στο Δία για να περάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώρα αιχμής, στάση Πολυτεχνείο, έχει να περάσει τρόλεϊ στην άνοδο πάνω από τέταρτο... Ο κόσμος στην στάση αυξάνεται εκθετικά, οι διάφορες εθνικότητες ανταλλάσσουν πολιτισμό με την άκρη του ματιού να είναι καρφωμένη πάντα στο βάθος του δρόμου... Η αναμονή τσακίζει κόκαλα, οι ταρίφες με σαρδόνιο χαμόγελο κάνουν πασαρέλα μπροστά μας παίζοντας τα φώτα, τελικά τσιμπάνε 2 απελπισμένα θύματα... μείον 2 σκεφτόμαστε με ικανοποίηση οι υπόλοιποι...

Εκεί που όλα έδειχναν χαμένα, ξάφνου αχνοφαίνεται η κίτρινη ελπίδα, το μεταφορικό μέσο της καρδιάς μας... Επικρατεί στιγμιαία αναστάτωση στους εν δυνάμει επιβάτες, ο ανταγωνισμός μεγάλος, καθένας πρέπει να κινηθεί γρήγορα αγνοώντας τον διπλανό του, εδώ πια δεν χωράνε συναισθηματισμοί...

Το τρόλεϊ σταματάει στο φανάρι μόλις λίγα μέτρα πριν από την στάση, φαίνεται ότι κουβαλάει πολύ κόσμο μέσα, οπλιζόμαστε με αποφασιστικότητα...

Πράσινο, εκκίνηση, στάση, οι πόρτες ανοίγουν, κατεβαίνει ένας, δεν χωράνε άλλοι, οι νόμοι της φυσικής κάμπτονται, η έννοια του όγκου επαναπροσδιορίζεται, με λίγη καλή θέληση ανεβαίνουν τελικά καμιά 20αριά άτομα... είναι πραγματικά απίστευτο πόσα μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος...

Σκέφτομαι. (Άρα υπάρχω!!). Δεν μπαίνω.

Μετά από 4 προσπάθειες οι πόρτες καταφέρνουν να κλείσουν και το τρόλεϊ ξεκινάει... παραμορφωμένες μούρες κολλημένες στα τζάμια με ένα αίσθημα ικανοποίησης τύπου«τα καταφέραμε διάολε!».

Το «παιδομάζωμα» έχει συντελεστεί και στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκάει καινούριο τρόλεϊ όπου επιβιβάζομαι με ανθρώπινες συνθήκες.

Τι κρίμα που δεν περίμεναν λίγο ακόμα και οι άλλοι...

- Έρχεται Έρχεται!
- Ποιο είναι ρε; 5άρι;
- Όχι, το 3.
- Το παίρνουμε;
- ρελός είσαι ρε; Αυτό είναι παιδομαζωχτικό. Δεν βλέπεις, τίγκα στον γενίτσαρο είναι! Θα πάρουμε το επόμενο.
- Α καλά.
- Εισιτήριο έχεις;
- Έχω κάρτα.
- Έλα ρε!
- Ναι!
- Σωραίοςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός ταξί, λογοπαίγνιο με τις λέξεις ταξί και φάρα, εμπνευσμένο από τη γερμανική λέξη για τον ταξιτζή: taxifahrer.

Παμπάλαιο. Για πολλούς οι ταξιτζήδες είναι πράγματι μεγάλη φάρα. Ουχί αδίκως καθότι, παραδοσιακά, το επάγγελμα αυτό, καθώς και του περιπτερά και του θυρωρού, είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνώνυμο του χαφιέ.

Δεν θα πω άλλα, τα σχόλια δικά σας.

Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν βρήκα ούτε μία αναφορά στον γούγλη με τη λέξη ταξιφάρας...

ΜΠΑΜΣΚΡΑΤΣΓΚΟΪΝΓΚΛΑΤΣΣΣΣΣΣΣΣ!!!
.....
Ρε μαλάκαα!!!!!!! Είσαι και επαγγελματίας ρεεεε!!!!!! Μαλάκα, έ μαλάκα!!! Έτσι περνάνε τα στόπ ρε γαμημένε ταξιφάρα;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμενο σε ταξιτζή:

Αυτός που δεν είναι δικτυωμένος ώστε να παίρνει καλοπληρωμένες πριβέ κούρσες για αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία κ.λπ.. Για να βγάλει το μεροκάματο, πήζει όλη μέρα στο μποτιλιάρισμα των πιο πολυσύχναστων μερών της πόλης, ορμώντας να πάρει την οποιαδήποτε κούρσα, ακόμη κι αν είναι του χιλιόμετρου με αντίτιμο τη σημαία και μόνο.

Πολεμάει σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα:
α/ με τους συναδέλφους του, ποιος θα επικρατήσει στη διεκδίκηση της ολοένα και πιο σπάνιας κούρσας
/β με το ίδιο το traffic και τις ψυχοφθόρες - αυτοκινητοφθόρες συνέπειές του
γ/ με τον κάθε τρελαμένο πελάτη που βιάζεται να προλάβει, αγχώνεται που το ρολόι γράφει χωρίς να κινείται φύλλο στο δρόμο και πάει λέγοντας. δ/ με το μεροκάματο που δεν βγαίνει, σε πείσμα της φιλότιμης προσπάθειάς του, αφού τι να τις κάνεις τριάντα κούρσες την ημέρα για φραγκοδίφραγκα, εκεί που έχουν φτάσει τα πετρέλαια, οι ασφάλειες, το ταμείο και τα συνεργεία...

Συνήθως, πολεμιστές είναι όσοι δεν έχουν ιδιόκτητο ταξί και νοικιάζουν όχημα, καθώς για να έχεις σταθερή «πριβέ» κίνηση πρέπει να έχεις αυτοκίνητο περιωπής, άριστης κατάστασης και μικρής ηλικίας. Τέτοια ταξί σπάνια διατίθενται προς ενοικίαση, συνεπώς όποιος νοικιάζει ταξί αυτομάτως καταδικάζεται σε «Πολεμιστή» της κίτρινης φυλής.

Τιλέρε μάστορα που θα μου κρατήσεις δύο μέρες μέσα το Octavia για αλλαγή δίσκο-πλατώ; Εγώ είμαι πολεμιστής, 400 km τη μέρα κάνει το αμάξι, θες να πεινάσει το παιδί μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμυντικό σύστημα στο ποδόσφαιρο, κατά το οποίο οι 10 παίκτες (πλην του τερματοφύλακα) έχουν παραταχθεί στην περιοχή τους αμυνόμενοι μαζικά. Ο σχηματισμός αυτός αν αναλογιστούμε ότι οι παίκτες στέκονται στη σειρά για να καλύψουν το τέρμα, θεωρητικά μοιάζει με μεγάλο σε μήκος όχημα, εξ ου και ο σχετικός χαρακτηρισμός.

Το λήμμα γίνεται περισσότερο κατανοητό όταν έχουμε φάουλ στα όρια της περιοχής κι εκεί οι αμυντικοί σχηματίζουν ένα πολύ μεγάλο τείχος για να προστατέψουν το τέρμα τους, ενώ και οι 11 βρίσκονται αναγκαστικά πίσω από την μπάλα.

- Κοίτα εδώ ρε μαλάκα. Αποκλείστηκε ο γαύρος στο κύπελλο από τον ΠΑΣ Γιάννενα.
- Ήμαρτον! Πως παίχτηκε η φάση;
- Ε να μωρέ, έβαλε ένα γκολ ο ΠΑΣ με το που ξεκίνησε η παράταση και μετά έπαιξε ο Παπακώστας λεωφορείο μέχρι το '120 και καθάρισε το ματσάκι.

(από HardcoreGR, 17/07/14)(από HardcoreGR, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασταμάτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος.

Τρένο ο Πυρσός Γρεβενών, διπλό μέσα στα Σέρβια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το τρόλεϊ, εκ του ηλεκτρικό και του ιταλικού popolo (=λαός) και του αγγλικού bus (=λεωφορείο).

Μα ένα λιόγερμα πάει να περάσει την Αχαρνών απέναντι και τον πάτησε το ηλεκτροποπιλόμπουσο. Αααααχ τι νόμισες. Χαροκαμένη είμαι. Κι άμα τον θυμάμαι στεναχωριέμαι και τρώω. Αισιχτίρ συγκινήθηκα πάλι. (Αποκατέ).

(από Khan, 15/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified