Τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από το 2000 και μετά, ο όρος «μάνατζερ» έχει εκτοπίσει τον όρο νταβατζής ως συνώνυμό του.

Νομίζεις ότι βγάζει τίποτα η καημένη; Όλα στο μανατζεριλίκι τα δίνει...

Βλ. και (όχι απολύτως σχετικά) λήμματα μανατζαραίος, μις μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός: μπαρτέντες. Απ’ το αγγλικό bartender.
Ειρωνικά μειωτικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται σε μπάρμαν για τον πούτσο.

Άμπντάλης, ζημιάρης, αφηρημένος, άλλα λες - άλλα ακούει - άλλα σερβίρει, καρμίρης στα παρελκόμενα και το κέρασμα, συνήθως γκάβακας στο σπορ, μια κι αντικαθιστά κάποιον αξιότερο. Μπορεί νά ‘χει στυλάκι Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ» και να παραμελεί τους μόνιμους πελάτες για να κερνά γκομενάκια.

- Φωνάξτε ρε γαμώτο, τον μπαρτέντα, και κάνω τον τροχονόμο τόση ώρα.
- Άσ' τονα. Προσεύχεται.
- Και τι; Θα τη βγάλω με αμίτα;

Ο Σαϊντολόγος σερβίρει (από sstteffannoss, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαρμόζω μετασχηματισμό Λαπλάς.

Για τη μεταβατική κατάσταση λαπλασίασε και –τσουπ!– σου βγήκε η κρουστική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες πιτσαρίσματος, όλες κάργα αμερικλανιές.

- O Brian Duensing με υποδειγματικό πιτσάρισμα σε οκτώ innings, οδήγησε τους αποδεκατισμένους Minnesota Twins στη νίκη με 6-0 επί των Kansas City και παράλληλα στο πρώτο σουίπ μετά από τέσσερα χρόνια!
(εδώ)

- Στο Χόλιγουντ η ανωνυμία δεν απέχει παρά ένα βήμα από την επιτυχία, και αυτό το βήμα το λένε πιτσάρισμα. Πιτσάρω σημαίνει αφηγούμαι μια ιστορία με τον πιο δελεαστικό τρόπο, για να πουλήσει. Μέσα σ' έξι λεπτά το πολύ, ακόμα καλύτερα σε τέσσερα, στην ιδανική περίπτωση δύο. (εκεί)

- Κοβω ξερω γω κανα chop και το ριχνω και ενα Pitching στα 300 Cents για παραδειγμα υπαρχει καποιος τροπος/ορισμος (πεστος οπως θες τσπν) ωστε να ρυθμισω το μπασο με τετοιο τροπο ωστε να εφαρμοστει «ακριβως-περιπου» στο chop (που εκοψα) οσον αφορα τα cent;
- δοκιμασε να πιτσαρεις και το μπασο οσο πιτσαρες το sample και βρες την μελωδια λιγο πιο πανω
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το επάγγελμα της στριπτίζούς θεωρείται υποτιμητικό, έτσι και προγραμματιστές οι οποίοι βασίζονται εκτενώς σε χρήση έτοιμων script θεωρούνται κατώτερης ικανότητας από τους συναδέλφους τους.

Ο Ιβάν είναι μεγάλη σκριπτιτζού, να'ναι καλά το google και τα forums του arch linux..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό backup (copy of data).

  1. Η μπακαπιέρα είναι αποθηκευτικό μέσο Η/Υ, το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας. Αναφέρεται κυρίως στα Tape Streamers, που χρησιμοποιούν μαγνητική ταινία για την αποθήκευση δεδομένων. Με την έκρηξη χωρητικότητας των σκληρών μαγνητικών και οπτικών δίσκων που έχει παρατηρηθεί την τελευταία δεκαετία, η χρήση των Tape Drives έχει περιοριστεί μόνο σε πολύ εξειδικευμένες επαγγελματικές εφαρμογές. Παλιότερα, όταν λ.χ. ο σκληρός δίσκος των σταθμών εργασίας ήταν 80MB κι ο server φόραγε όλο-κι-όλο δύο δίσκους των 500MB, η ύπαρξη μπακαπιέρας στον σέρβερ ήταν επιβεβλημένη για να μην γεμίζουν οι δίσκοι του με εφεδρικά ή και με παλαιά αρχεία. Μπορείτε να εμβαθύνετε εδώ. Σε καθημερινές εφαρμογές, το ρόλο μπακαπιέρας επιτελούν εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, επανεγγράψιμα DVD, online συστήματα αποθήκευσης (cloud storage) κ.λπ.

  2. Εναλλακτικά, μπακαπιέρα αποκαλείται ένας ολόκληρος Η/Υ. Αυτός λειτουργεί στο τοπικό δίκτυο μόνο για τη δημιουργία και τήρηση αντιγράφων ασφαλείας. Για λόγους οικονομίας είθισται αυτός ο Η/Υ να είναι σχετικά παρωχημένος τεχνολογικά σε σχέση με τα υπόλοιπα μηχανήματα του δικτύου, καθώς η λειτουργία του είναι περιορισμένων επεξεργαστικών απαιτήσεων. Άλλοτε αποτελεί συνονθύλευμα περισσευμάτων υλικού από τις κατά καιρούς αναβαθμίσεις των υπολοίπων σταθμών εργασίας δικτύου, για να μην πάει το υλικό χαμένο.

  3. Με λίγο ξεχείλωμα του ορισμού, ως «μπακαπιέρα» περιγράφουμε κάθε τι το εφεδρικό, που το κρατάμε για backup στην [καβάντζα], για ώρα ανάγκης.

  1. Δεν είναι drive!!!
    ειναι backup device για servers.....
    ειναι μια μπακαπιέρα που παίρνει DLT Tapes 40/80 GB και είναι πολύ καλή! Από εδώ.

  2. Αγόρασα το MyBook 250 GB (εξωτερικό σκληρό) απο το Πλαίσιο για Backup.
    Δυστυχώς όμως είναι σε Fat32 formatted και τα ISO images που ειναι πάνω
    απο 4GB δεν μπορεί να τα αντιγράψει. Δεν θελω να τον κάνω format σε ext3
    γιατί θέλω να τον χρησιμοποιώ και σαν μπακαπιέρα σε windows συστήματα. Από εδώ.

  3. είχα πάρει ένα για πλάκα πριν χρόνια, από ελληνικό μαγαζί κάπου 2 ευρώ
    Με τη πρώτη τζούρα με εξέπληξε ευχάριστα. Νικότίνη στα 9, γεύση απροσδιόριστη μάλλον καπνική, άνετη τζούρα, μια χαρά που έκανε
    Το κράτησα στη τσάντα μου για μπακαπιέρα σε περίπτωση που ξέμενα από τη βασική μου συσκευή. Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντίγραφα, πανομοιότυπα έγγραφα, εκ του αγγλικού copy, πληθ. copies. Στην κυριολεξία.

Σλανγκιστί ο όρος χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους που ασχολούνται με το ευγενές άθλημα του στησίματος των διαφόρων κωλοφτιαγμένων αυτοκινήτων τους. Σημαίνει ότι η κόντρα έληξε ισοπαλία, 0-0, πήγαιναν εντελώς τελείως μαζί και δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπήρχε διαφορά (εκτός αν είναι μουτζουξυλιάρης), όπως δύο κόπιες δηλαδή.

Συντάσσεται με το ρήμα «πάω», κυρίως στον παρατατικό.

- Πώς πήγε ρε Λάκη το χθεσινό στην Κερατέα; Το 'στησες το χρέπι σου με το EVO του Μητσάρα με τα 1500 άλογα;
- Ποιό χρέπι ρε άσχετε; Χρέπι το Ιμπιζάκι το Top Gun; Σε πληροφορώ ότι πηγαίναμε κόπιες μαλάκα...
- Ναι ε;... Εκείνος το ξέρει; Τσου ρε Λάκη...

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified