Further tags

Η ακατάπαυστος πεοθηλασμός.

- Μυρίζει πολύ έντονα η αναπνοή σου Τζέσικα.
- Έκανα ψωλοφαγία χθες το βράδυ.

(από chrismegas, 09/02/12)valentine\'s και μαλακίες... (από MXΣ, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοκρατορική πίπα, αυτή που μπουκώνει στο έπακρο. Μεταφορικά, το άγριο χώσιμο τ. πίπα κώλο εμπλοκή.

Εκ του αρχαίου ψωλή και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μπούκι (< Ιταλ. bocca (στόμα) < μσν. εμπουκώνω < αρχαίου βαύκαλις (φιάλη οίνου)). Καμία ετυμολογική συνάφεια με το συνώνυμο και ομόηχο τσιμπούκι (q.v.).

Βλ. επίσης: αρχιδομπούκι.

(πάσα από ΔΠ: GATZMAN)

- Άγριο τροϊκάνικο ψωλομπούκι τα νέα μέτρα.
- Και πού' σαι ακόμα, έχουμε να φάμε καλά!

- Ψωλομπούκι: Δεν τρώει ψωμί. Τρώει ψωλή. Πρωταγωνιστεί και στο λήμμα: πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
(σ. GATZMAN, στο δουπού)

(από Vrastaman, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλιά που μεταδίδεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο.

Συνώνυμο: φλιπερο-ψωλιά καθότι μεταδίδεται όπως η μπίλια στο φλίπερ.

Καλά εε, αυτός ο ψοφολογιάς, έκανε την μαλακία του αλλά έφαγε κι ένα ψωλογκέλ από το αφεντικό που ήταν όλο δικό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βάζω κάτι στο ψυγείο.

  2. Βάζω κάποιον «στον πάγο», δηλ. προσωρινά τον αχρηστεύω.

Εντελώς τελείως φρέσκος νεολογισμός και, κττμγ, εξαιρετικά πρακτικός από γλωσσολογικής πλευράς.

  1. Πάρ' τα αυτά, ψυγείωσέ τα, και έλα μετά να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε τα υπόλοιπα που είναι για την αποθήκη.

  2. Εφτιαξα τιραμισού... εγώ που ήξερα, είδα το λάθος του φιλαδέλφεια.
    Ψυγειώνω το μισού και ξενικώ το χοιρινό. Βάζω φούρνο, τσατάρω να μην κοιμηθώ όρθια και πιφ, πέρασε η ώρα, ξεραίνομαι που θάλεγε η Ζαμπετά.
    από εδώ

  3. Στην Ίντερ έχει Κρέσπο, Αντριάνο, Ιμπρα, Κρουζ και Σουάζο και έδιωξε τον έναν και ψυγείωσε τον άλλον για να παίζει με 1 επιθετικό επειδή έτσι ...
    (από εδώ -το ολοκληρωμένο κείμενο μπορεί να το δει όποιος γραφτεί στο φόρουμ, εγώ δεν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.

Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

  1. Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...

  2. Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία προκύπτει από την ενστικτώδη διάγνωση ότι τα υγρά του αντικειμένου του πόθου διακρίνονται από την γλυκιά τους γεύση, την ωραία μυρωδιά και ενδεχομένως από θεραπευτικές ιδιότητες. Παίζει επίσης και η προσμονή της αγιοσύνης μετά την κατάποση, ιδιότητα που, αν και αποδίδεται από την εκκλησία στην μαυροδάφνη, εντούτοις και άλλες ουσίες την διεκδικούν.

Τυχόν ταύτιση του λήμματος με την πασίγνωστη έκφραση: «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω» είναι υπό συζήτηση.

-Πω ρε μάγκα τι κόμματος είναι τούτος;
-Πού ρε συ;
-Να πίσω σου. Χύσε πασά μου να μεταλάβω!!!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως πιο λυρική διατύπωση του χρυσού ντους, άκα της χρυσής βροχής. Πρόκειται για φετιχιστικό θαλάσσιο σπορ, επισήμως χαρτογραφημένο ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία.

- Aκομη να προσθεσω οτι η ταπεινη μου γνωμη ειναι , ολα ειναι μεσα στο μυαλο μας, κ προσωπικα φτιαχνομαι τρελα οταν βλεπω οτι κ η συντροφος μου, φτιαχνεται κ καυλωνει τρελλα με αυτο το χρυσοβροχι που βλεπει να τρεχει στα μπουτια της, την κοιλια της,το στηθος της η ακομη κ στο στομα της!!
(από το σάη του Greek BDSM Community)

- Πάντως για το χρυσοβρόχι, από ό,τι λένε είναι ολόκληρη διαδικασία που κοστίζει κιόλας, πρέπει να αρχίσεις να κερνάς την γκόμενα ποτά, τσάγια, τίλια, καφέδες, ξίδια, νερά, κοακόλες, διουρητικά, για να βγει καλό αποτέλεσμα. Μοιάζει με διαδικασία αποπλάνησης μέσω αλκόολ, μόνο χειρότερο.
(Khan, εδώ)

(από Vrastaman, 05/07/12)"Ούρα ναι", το άζμα- ύμνος των ουρολάγνων. (από Khan, 05/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική φοβία, μια καινούργια εφεύρεση των ΜΜΕ, που αφενός περιγράφει την σημερινή ψυχολογική κατάσταση του υπερδανειζόμενου νεοέλληνα (εχει κλάσει μπάμιες), αφετέρου, όμως, δρα θεραπευτικά και καταρρίπτει κάθε προηγούμενη φόβο-εμμονή...

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λέξη-εμβόλιο, λέξη-παυσίπονο, καθώς με την εμφάνιση του όρου αυτού στα τηλεοπτικά παράθυρα των ειδήσεων ξεπεράστηκε κάθε ανησυχία για την επερχόμενη πανδημία της γρίπης.

- Μήτσο, πάμε καμιά βόλτα με το suzuki;
- Ποιο suzuki, έκλασα μπάμιες και το πούλησα... Δεν βλέπεις τι γίνεται ρε. Θα χρεοκοπήσουμε...
- Μην είσαι κουλομαρία, μωρ' αδερφέ μου, μούφα είναι, ρε... Χρεοκοποφοβία πουλάνε τα κανάλια...
- Α, είπα και γω... Γιατί πληρώνω τα διόδιά μου κύριος.

(από kapetank, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified