Όταν χρησιμοποιούμε την παρακάτω σημασία της λέξης αυτής, χρησιμοποιούμε συνήθως τη θηλυκή βερσιόν (ξεβρακοκέφαλη).

Η ξεβρακοκέφαλη λοιπόν, ορίζεται ως το αγενές και ξεδιάντροπο ξέκωλο, το αμόρφωτο, αυτάρεσκο και ψωνισμένο πουτανάκι, η Ελλεεινίδα, αυτή που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ' τη μουνάρα της και η ματαιοδοξία της κάνει παρέα σε στρωματοσωρείτες, γι' αυτό και ο όρος, εκτός από το προφανές της ημιγυμνίας, εμπεριέχει και μια αρνητική κάπως έννοια.

Πολύ συχνά η ξεβρακοκέφαλη δίνει προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να επεκτείνει το fan club της, τους γνωστούς σε όλους και χαμερπείς λιγούρηδες.

Η προέλευση της λέξης με τη δεδομένη σημασία θρυλείται ότι προέρχεται από τον Ηλία το νοικάρη (αγνώστων λοιπών στοιχείων).

  1. - Πού θα πιατσάρουμε σήμερα;
    - Πάμε Γκάζι;
    - Εκεί είναι τίγκα στις ξεβρακοκέφαλες ελλεεινίδες. Μόνο για το μάτι είναι καλά εκεί.

  2. - ...οπου τιν σταματαο και και τιν βαζο πανο στιν πετρινι ψολαρα μου...εκει ι ξεβρακοκεφαλι πορνι ιποσχοταν ποσ θα με γαμισει αλλα τισ ελεγα ποσ εγο θα τιν πιτσιλισο...! (από μονομαχία του πιτσιλιστή με μεταλλαγμένο, εδώ)

  3. - που τα βρικεσ μορι ξεβρακοκεφαλι τα 100 ραντεβου;πεσ μασ μορι ξινι και ξεδιαντροπι πορνι... (αντιπαράθεση του πιτσιλιστή με ξεβρακοκέφαλη πόρνη, (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταλλαγμένα ονομάζουμε τις γυναίκες με εκπληρωμένες... τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Ένα μεταλλαγμένο μπορεί να μην είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Αρκετά κρατάνε το παλιό «υδραυλικό σύστημα» το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον ως εργαλείο δουλειάς στο να μεγαλώνουν την πρωκτική διάμετρο δροσερών αγοριών, τα οποία αναζητούν μεταλλαγμένες συνευρέσεις έναντι αδράς αμοιβής. Παρ' όλο που δεν έχει τυπωθεί σχετικό ΦΕΚ, η τελευταία κατηγορία, αυτή των μερικώς μεταλλαγμένων εντάσσεται στην ευρύτερη των μεταλλαγμένων de facto, με κάποιες τετριμμένες γραφειοκρατικές διαφορές.

Τα μεταλλαγμένα συναντώνται στον πολυσύχναστο δρόμο της Συγγρού, στην παράλληλο Δοϊράνης, στην Λ. Αθηνών (για μερακλήδες), σε studio καθώς και στο Φυλής 99.

Από τα μεταλλαγμένα προέρχεται και η μεταλλαγμένη ηδονή.

Από γνωστό φόρουμ:
Αυτο δεν ηταν σπιτι με μεταλλαγμενα στον 1ο οροφο;
Εκει,αν θυμαμαι καλα, πρεπει να ειδα για 1η φορα τραβελι με προσοντα!!! πηγή

Ομοίως:
και όσοι πηγαίνουν με μεταλλαγμένες όπως και εγώ θέλουμε τα μερακλίκια μας χωρίς αυτό να συμβαίνει ότι είμαι πούστης. πηγή

H Ultron, το πρώτο transexual cyborg στην ιστορία της Μαρβελιάς. (από Khan, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δροσερός η και δροσερό αγόρι ονομάζεται χαρακτηριστικά το άτομο του οποίου το αναπαραγωγικό όργανο αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο και απλά κρέμεται. Δροσιά, διότι αυτά τα καλλιεπή αγόρια εκπέμπουν μια αβρότητα με τους κομψούς και ανάλαφρους τρόπους τους, σαν ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι. Οι «δροσεροί» συχνάζουν στο Γκάζι, σε σάουνες, στο μαγκαζέ και ενίοτε εργάζονται σαν οικοδεσπότες σε οίκους ανοχής.

  1. Φίλος σε φίλο:
    - Καλά, μαλάκα, χθες βγήκα με τον Πολύκαρπο για καφέ και με κοίταζε σαν ξερολούκουμο. Μιλάμε είχε πάθει σιελόρροια! Μάλλον είναι δροσερός!

  2. Σε τηλεφωνική συνομιλία:
    - Πού να πάμε; Καζάρμα; Εκεί είναι τίγκα στα δροσερά αγόρια! Ρε, μήπως είσαι δροσερός κι εσύ; Έπρεπε να το καταλάβω όταν σε είδα τσίτσιδο πάνω στον Βαγγέλη και μου είπες ότι κάνατε ελληνορωμαϊκή!

  3. Και μεταφορικά:
    - Ρε Γιαννάκη, κόψε τη γκρίνια... σα δροσερός κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας, ενήλικος, εξοικειωμένος με την θηλυκή ερωτική συντροφιά και τα ερωτικά τυχερά παίγνια. Προσεγγίζει γυναίκες με σκοπό την ερωτική πράξη και φροντίζει να ακολουθεί τον πιο άμεσο και γρήγορο αλλά όχι απαραίτητα τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να πετύχει τον σκοπό του. Έχει χαμηλό ποσοστό επιτυχίας, αλλά αποκομίζει συνήθως διάλογους ανεκτίμητης λαογραφικής -αλλά και λογοτεχνικής- αξίας, καθώς επίσης και καταστάσεις κινηματογραφικής τελειότητας, αλλά και υποκριτικής αθλιότητας. Οι καλλιτεχνικές αποκομιδές του επί το πλείστον υπερσκιάζουν τις σπάνιες και σύντομες ερωτικές του επιτυχίες.

  1. - Θέλεις να πάμε να σου δείξω το ενυδρείο μου;
    - Ποιο ενυδρείο και πράσινα άλογα καλέ, εμένα μου έχουνε πει πως είσαι μεγάλος πεφτοπηδίκουλας και το μόνο που θέλεις είναι να με γαμήσεις.

  2. - Τέτα, αυτός μου είπε να πάμε βόλτα στην παραλία.
    - Αααα... μακριά αγάπη μου, αυτός είναι πεφτοπηδίκουλας περιωπής, θα σου την πέσει απευθείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι μόνη σαν την ανεμώνη. Η μπακούρα. Η εργένισσα. Αλλά όχι αυτή που είναι εκ πεποιθήσεως έτσι, ίσα-ίσα, είναι αυτή που ξέμεινε, που έμεινε στο ράφι, στα αζήτητα.

Λέγεται και ξεμεινεμένη.

- Θα έρθουν και οι φίλες μου απόψε.
- Ωχου πια με τις ξεμειναμένεεες! Πάψε να τις κουβαλάς όπου πηγαίνεις... Τι νομίζεις, ότι έχουν πια ελπίδα να βρουν γκόμενο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σαβουρογάμη. Ο άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται σεξουαλικά με οποιαδήποτε γυναίκα, ασχέτως αν του αρέσει ή όχι. Προέρχεται δε από την γνωστή έκφραση: «ότι κινείται εκτελείται».

Συζήτηση μεταξύ φιλενάδων...
- Μου την έπεσε ο Σταύρος. Τον ξέρεις; Είναι της προκοπής;
- Άσ'το φιλενάδα... Αυτός πάει με όποια να 'ναι... Είναι μεγάλος μπαζοκίλλερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πλέον γνωστόν τοις πάσι, ότι αι γυναίκαι φορούσιν συχνάκις και πολλάκις εσώρουχο τρόπον τινά «μειωμένου εμβαδού», κοινώς στρινγκ. Εξεπλάγην όμως όταν ανεκάλυψα ότι και άρρενες φέρουν τοιαύτο εσώρουχο, με κατεξοχήν εκπρόσωπο τον γνωστό ποδοσφαιριστή Δαβίδ Βεκάμιο εξ Ιγγλετέρας. Έχοντας κατανοήσει τον κίνδυνο, τον οποίο διατρέχει το άρρεν φύλο παρά τοιαύτου εσωρούχου, σας καλώ λοιπόν δια της παρούσης να συνομολογίσομεν και συναποφασίσομεν τα κάτωθι:

Εν. Άνδραι οι οποίοι φορούσιν εσώρουχο στρινγκ θα θεωρούνται και καταδικάζονται ως gay over.

Δυο. Οι άνωθεν φέροντες εσώρουχο τύπου «στρινγκ» θα χαρακτηρίζονται πλέον ως «πουστρινγκ», ήτοι ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως.

Τρία. Αι δημοτικαί αυτοδιοικήσεις Μυκόνου τε και Τήλου καταδικάζονται, λόγω ενθάρρυνσης των όσων φέρουν «στρινγκ».

Τα ανωτέρω να διαδοθούν εις όλα τα μέλη του παρόντος διαδικτυακού τόπου.

Εν Αθήναι,
Γεώργιος Ζάκκης του Αγαθοκλέους

Αγησίλαος: «Δε διανοήσαι, ω φίλτατε, τι αντίκρυσον εμπρός μου! Ο Ανδροκλής εισήλθε σε κατάστημα εσωρούχω ίνα αγοράσει στρινγκ!!!».

Αγαθοκλης: «Μα δια όνομα του Υψίστου! Και ο Ανδροκλής εστί... πουστρινγκ! Οποία κατάπτωσις πλέον, οποία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified