Further tags

Ο όρος αυτός είναι συνώνυμος με τις λέξεις φίλοι, παρέα και κολλητοί. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τους νέους.

Όταν κάποιος αναφέρει ότι θα βγει με τα φιλάρια, δεν εννοεί μόνο τα πρόσωπα αλλά αυτομάτως αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ καλή ατμόσφαιρα στη παρέα και θα διασκεδάσουν μέχρι πρωίας.

-Πού πας;
-Θα βγω με τα φιλάρια, αλλά μην ανησυχείς θα επιστρέψω νωρίς, κατά τις 6 το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλιμπάν αποκαλούνται τα μέλη φονταμενταλιστικής σέχτας Αφγανών ισλαμιστώνε.

Ο όρος παρείσφρησε στην εγχώρια σλανγκ, και έχει ήδη καταγραφεί με την έννοια του ριψοκίνδυνου που κάνει ταλιμπανιές, του ασυλλόγιστου, του θεούσου χριστιανοταλιμπάν, του ελλημπάν, και ταλιμπάν.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται επίσης με την ευρύτερη έννοια του υπέρ το δέον πυροβολημένου ζηλωτή, ψυχάκια ή σπασίκλα. Για παράδειγμα, ταλιμπάν αποκαλούνται στον ιδιωτικό τομέα οι συνήθως νεαροί και χαμηλόμισθοι πλην φιλόδοξοι υπάλληλοι που ξημεροβραδιάζονται στο γραφείο για να τελειώσουν σήμερα αυτό που θα μπορούσαν να τελειώσουν αύριο.

Πληθυντικός του Αραβικού طالبان (ταλίμπ), μαθητής.

Πέρυ: - Το κομμωτήριο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!

Ρένος: - Συμπάσχω φιλενάδα, κι εμένα με πέταξε στο δρόμο η Μεσσαλίνα κι έχω μαύρες αψιλίες. Για δεν στέλνεις κουκουρίκουλουμ στα Κεντρικά, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!

Πέρυ: - Σιγά μην πάρει γιαουρτομούνες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί προσλαμβάνουν μόνο κάτι δεκαοχτάχρονα δίμετρα ταλιμπάν ουκρανάϊζερ για να μοντάρουν από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Ρένος: - Κενωνία ψεύτρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την παράξενη αυτή λέξη την άκουσα από ένα φιλαράκι και αν δεν με απατά η μνήμη μου, έχει την εξής σημασία: είναι ο άξεστος και καπετάν αρχίδας χωριάτης, που είναι ο γαμών και δέρνων ή ακόμη και σήμα κατατεθέν του χωριού απ' το οποίο κατάγεται. Συνήθως επαγγέλλεται κάτι το πολύ «μόνο για άντρες», όπως ψαράς, βοσκός, σφουγγαράς κλπ.

Παρ' όλο το αρρενωπό του ίματζ, είναι κατά βάθος ο τραμπουκόπουστας που αν μαζευτούνε το πολύ τρία ήρεμα και σοβαρά παιδιά, τον κάνουν άνετα τουλούμι στο ξύλο. Προσοχή όμως: λόγω του ότι είναι εξαιρετικά συμπλεγματικός και χαμηλού πνευματικού επιπέδου, μπορεί σπανίως να αποβεί και επικίνδυνος.

- Ρε Μάκη, ποιος είναι αυτός ο Μπράσκης, για τον οποίο μιλάνε όλοι στο χωριό;
- Τίποτα μωρέ, ο μπέτακας του Πυθαγορείου. Μη μασάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος/ -α είναι τόσο χοντρός /-ή που μπορείς να τον διακρίνεις και από το google earth.

- Ρε μαλάκα η Μαρία είναι αυτή; Πώς πάχυνε έτσι;
- Γάμησε τα, φαίνεται μέχρι και από το google earth.

Με την καυλή έννοια (από Khan, 16/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified