Further tags

Υφίσταμαι μεγάλη δεινοπάθηση, ταλαιπωρούμαι πολύ, περνάω δια πυρός και σιδήρου, μου βγαίνει η πίστη, τα βλέπω όλα κωλυόμενα.

Μπορεί να αναφέρεται σε εργασιακές συνθήκες, στρατό, σχέση κ.ο.κ.

Αντώνυμα: είμαι στην πούδρα/αφρό, τη βγάζω σπα, περνάω ζάχαρη/ρέκλα/ρεκλαντάν/χαλαρουίτα, (καρα)χυμεύω.

- Ειδικευόμενοι που κάνουν χειρουργική ειδικά στις Μidwest Πολιτείες όπως ο alefantos και ο usmeds, και χέζουν αίμα για 4 και 5 χρόνια εν αντιθέσει με κάτι παπάρες που ψωλαρμενίζουν στα επαρχιακά Νοσοκομεία της Ελλάδας, αξίζουν περισσότερο ρισπέκτ, γκέγκε;
(από ιατρικό φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη (άραγε όχι μεμψίμοιρη, αλλά ανεξίκακα πικροφιλοσοφημένη) έκφραση, που δηλώνει τη διαπίστωση ακραίας ατυχίας σε κίνηση φορσέ.

Δηλαδή στραπάτσο σε κατάσταση catch 22 (μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα).

Προέρχεται από την χαρτοπαικτική ορολογία του blackjack ή την παρ’ ημίν παραλλαγή της εικοσιμίας (ή μετωνυμικώς στούκι), όπου το ποθητό είναι να φτάσει ο παίκτης με συνδυασμό των «χεριών» (αγγλ. hand) που θα του τύχουν, κατά το δυνατόν εγγύτερα στον αριθμό 21 αλλά ως εκεί και μη παρέκει, αλλιώς «καίγεται» (=χάνει).
Τώρα, αν ο παίκτης έχει συγκεντρώσει αριθμό που αντιστοιχεί στον αριθμό 12 (π.χ. φιγούρα + διπλό), αναγκαστικά πρέπει να τραβήξει, αλλιώς το το τραπέζι (ή η μάνα) θα τον κερδίσει ευχερώς, αφού το νούμερό του είναι μικρό και οι πιθανότητες να φέρει το τραπέζι κοντινότερο ή ίσο συνδυασμό στο 21 είναι μεγαλύτερες.

Όταν λοιπόν τραβήξεις από 12 (φορσέ), το λιγότερο που ελπίζεις είναι να σου τύχει επόμενο χαρτί φιγούρα (αξία=10, άρα 12+10=22 συνεπώς καίγεσαι), αφού είναι το μόνο χαρτί (καίτοι δεν είναι λίγες οι πιθανότητες 3Χ4=12 φιγούρες + τέσσερα 10αρια=22 φύλλα) επί συνόλου 48 φύλλων (52-4 δηλ. 2 της μάνας + 2 του παίκτη) που καίει και μάλιστα οριακά, ένα τέτοιο μικρό νούμερο.

Όλα βέβαια εξαρτώνται από το τι φύλλο έχει ήδη πέσει στην τσόχα, διότι αν π.χ. υπάρχουν ήδη δεκάρια (ω νατυρέλ ή φιγούρες), μειώνονται τα ποσοστά να ξαναρθεί τσουρουφλίζον χαρτί (10άρι).

Παπάς (ή ρήγας βλ. παροιμία «οι παράδες χαλάνε και ρηγάδες») λέγεται κυρίως η φιγούρα του βασιλιά της τράπουλας (παπαδιά η βασίλισσα και τζές ο βαλές), αλλά χαρακτηρίζει συνεκδοχικά (λόγω κύρους!) συχνά όλες τις φιγούρες (αγγλ. face cards), εξ ου και το γνωστό κωλοπειραγμένο παίγνιο του δρόμου «ο παπάς», που παίζουνε οι παπατζήδες με τη φιγούρα του άνακτος (ή με μπιζέλια-στραγάλια σε καπάκια νερού – αγγλ. shell game), γδέρνοντας τα κορόιδα που ψήνονται από τους παριστάμενους αβανταδόρους (λαμόγια - γιατροί) ή που τους σουφρώνουνε το πράσο οι ψευτο-παίκτες λαχανάδες.

Ο πληθυντικός της έκφρασης χρησιμοποιείται ευρέως στη νεοελληνική, όπου ο λέγων επιθυμεί να υπαχθεί σε κατηγορία-σύνολο με παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως και σε αντίστοιχες εκφράσεις του τζόγου και όχι μόνο (π.χ. «εμείς βγήκαμε με τα πόδια δεν βγήκαμε με το κεφάλι», «εμείς κατουρήσαμε στο πηγάδι», «για μας δεν έχει», «εμείς δεν μπορούμε», «δι’ ημάς δεν εγεννήθη εισέτι ο Κύριος» κλπ).

-Πώς πας από δουλειά;
-Τώρα περιμένουμε να δούμε αν θα μας ανανεώσει τις συμβάσεις η νέα κυβέρνηση, μέχρι τότε είμαστε στην αναμονή...
-Αφού είπανε ότι δεν θα ανανεώσουν τα «stage» λέει, γιατί ήταν παράνομα. Τι τα ‘θελες μωρ’ αδερφάκι μου κι εσύ αυτά, κι αφού ήξερες ότι πας στα σκοτάδια;
-Και τι ήθελες να κάνω, να κάθομαι; Αυτό βρήκα, αυτό έκανα, μπας και γίνει τίποτα και μ’ εμάς. Άμα τώρα μας διώξουν, τραβήξαμε παπά από δώδεκα, τι να κάνουμε δηλαδή;

Εδώ παπάς-εκεί παπάς! (από HODJAS, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος ανήκει στην καγκουροσλάνγκ. Κοκοβιός λέγεται το κάλυμμα του μικροσκοπικού καθίσματος συνεπιβάτη στις streetάδικες μηχανές.

Τους κοκοβιούς, τους βάζουν τα καγκούρια, ώστε οι μηχανές τους να θυμίζουν τις ορίτζιναλ αγωνιστικές. Εξηγούμαι. Οι μηχανές που τρέχουν στους αγώνες, πέραν όλων των διαφορών με τις αντίστοιχες της παραγωγής δεν έχουν σελάκι συνεπιβάτη. Προφανής ο λόγος.

Τώρα, φανταστείτε τον κάγκουρα που βλέπει από μικρός τους αγώνες, και φτάνει η στιγμή να αγοράσει την μηχανή των ονείρων του. Μάλιστα, για την περίπτωσή μας, είναι διατεθειμένος ακόμα και να δώσει τα χίλια ευρώ παραπάνω, ώστε να πάρει τη μηχανή στα αγωνιστικά χρώματα (π.χ HONDA Repsol). Του έρχεται η μηχανή, και λέει στον μηχανικό να βγάλει τα άχρηστα πράγματα, φλάς, καθρεφτάκια κλπ. Την ξανακοιτάει τη μηχανή, και απορεί γιατί αυτοί οι τρελλοί Ιάπωνες έχουν βάλλει σέλα συνοδηγού, σε μια αγωνιστική! Οπότε παραγγέλνει τον κοκοβιό στα χρώματα της μηχανής, ο οποίος κοστίζει και γύρω στα 150 ευρώ. Πολλά λεφτά για ένα πλαστικό, το οποίο ή αντικαθιστά το σελάκι, ή το καλύπτει.

Σύνηθες φαινόμενο στους δρόμους, είναι η συνειδητοποιημένη καγκουρογκόμενα να κάθεται στον κοκοβιό!!! Και αυτό γιατί, και ο κάγκουρας αλλά και αυτή δεν θέλουν να χαλάσουν το look της μηχανής. Μπρος στα κάλλη, τι 'ναι ο πόνος!!!

Για να είμαστε ακριβείς, κοκοβιοί βγαίνουν και για κάποια γυμνά μοντέλα, τα οποία είναι βέβαια οι σπορ εκδόσεις, χωρίς τα φέρια (πληθυντικός του φέρινγκ).

Συνώνυμο: μονόσελο

- Ρε Μήτσο, ήρθε ο κοκοβιός που παράγγειλα; - Όχι, έχει φουρτούνα και δεν βγήκαν οι τράτες. Πλάκα σε κάνω. Είναι για βάψιμο. Αύριο τον έχεις.
- Άντε πια, να βγάλω και καμιά σένια φωτό να χώσω στο φέϊς. Δε λέει, του καινούριου καρχαρία, του πάει το μονόσελο!!!

(από electron, 10/02/10)(από electron, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από την τελευταία σειρά των πολύ πετυχημένων μουσικοσλάνγκ που μας ανήρτησε ο Αβάς, ερεθίστηκα και γω (εκτός από για να του φιλήσω το χέρι) για να σας παρουσιάσω το αιώνιο κουσούρι του Έλληνος τυμπανιστή, που αν δεν είναι τζαζίστας ή ντεθάς, δεν πρόκειται ποτέ να το αποβάλει!

Φλαμάρω, εκ του flam, αγγλιστί, είναι ηχομιμητικός όρος, προερχόμενος από τον άτσαλο ενδιάμεσο ήχο μπαγκετόκρουσης τόσο σε γύρισμα όσο και σε κράτημα ρυθμού με τα τομ (flam). Ουσιαστικά δηλοί την αδυναμία συγχρονισμού μεταξύ των κρούσεων τόσο του νεαρού φιλόδοξου μαθητευόμενου ντράμερ όσο και του σχεδόν συνταξιούχου ντράμερ που δεν κατόρθωσε ποτέ να ανεβεί παραπάνω σκαλιά από την πίστα στο σκυλάδικο, θες διότι άκουγε μόνο άιρον μέηντεν και κάποτε αναγκάστηκε να δουλέψει για να ζήσει, θες διότι ήταν «αμπάγκετος», θες για μια γυναίκα... Και αποτελεί μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, όταν νέοι, φιλόδοξοι μουσικοί συνευρίσκονται για να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους και δεν παίζουν τζαζ ή προγκρέσιβ πάουερ ή ντεθ μέταλ, όπου ο τυμπανιστής δεν έχει μόνο βοηθητικό ρόλο.

Κοινώς, αν δεν είσαι τζαζίστας ή ντεθμεταλάς ντράμερ και παραμένεις ντράμερ στη μπάντα σου, τότε κάτι δεν θα πάει καλά αγόρι μου... Βαραίνεις με τον καιρό, ρουτινιάζεις, σε ντύνουν ποπ σαν κάτι κατοικίδια του σαλονιού, σε τραβάνε δεξιά κι αριστερά για φωτογραφίσεις, συνεχίζεις να κοπανάς για να ζήσεις, μένεις στην αφάνεια πίσω από τους τραγουδιάρηδες, σιγοκουνάς τον κώλο σου στο σκαμπό βλέποντας την Άννα Γούλα μπροστά να λικνίζεται γκαρίζοντας στο όφωνο, έπηξες;... Πες το όπως θες.

Στα έμπειρα αυτιά (ατσσσσς), όμως, αυτό φαίνεται, αφού... φλαμάρεις...

— Τι κοιλιά κάνουν αυτοί ρε συ; Τι απαίσια φωνή;
— Το άλλο το παλληκάρι, το ντράμερ ρε... το είδες; Στο φινάλε του κάθε κομματιού κατεβάζει ταχύτητα και φλαμάρει! Αφού βαριέται ρε, με την ηλίθια μπροστά! Και την ψωνάρα τον κιθαρίστα! Λογικό είναι, τόσα χρόνια μπάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενος με υψηλές αποδοχές, που δεν τελεί υπό υπαλληλική σχέση, και αλλάζει συχνά εργοδότη. Από το αγγλικό free-lancer.

Έχω μια φίλη που δουλεύει φρηλάτζα σε μια πολυεθνική.

Δες και φαινόμενο λάινσμαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του αγγλικού hedging, που στην χρηματιστηριακή ορολογία αφορά την ασφάλιση ενός στοιχείου, κεφαλαίου και γενικά χρηματοοικονομικού εργαλείου έναντι ενός πιθανού μελλοντικού κινδύνου (υποτίμηση, υποαπόδοση κλπ.).

Η επίσημη ονομασία του χετζαρίσματος στην οικονομική ορολογία είναι αντιστάθμιση κινδύνου και λειτουργεί με την πραγματοποίηση μίας αντίθετης θέσης πωλήσεως στα παράγωγα. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη και αν υποχωρήσει η αγορά και ο επενδυτής σημειώσει απώλειες από τις μετοχές που έχει αγοράσει, έχει παρ'όλ'αυτά κέρδος από τη συναλλαγή του στα παράγωγα, οπότε και η συνολική ζημιά του είναι μικρότερη.

Το παράγωγο ρήμα του χετζαρίσματος είναι χετζάρω, ενώ τα ασφαλισμένα κεφάλαια / στοιχεία / εργαλεία αναφέρονται ως χετζαρισμένα. Αντίθετα, αυτά που δεν έχουν ασφαλιστεί έναντι μελλοντικού κινδύνου αναφέρονται ως αχετζάριστα.

Ασίστ: Βράσταμαν

  1. εν ξέρω ποιός είναι ο πρωταρχικός σου σκοπός όταν βάζεις λεφτά στην αγορά , ο δικός μου είναι ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΩ. ΔΕΝ είναι να κερδίσω. Αυτό που μου προσφέρει η ασφάλιση (χετζαρισμα)στην χειρότερη περίπτωση είναι αυτό που λες «Μειώνει στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον τα κέρδη.» Σκασίλα μου εφόσον κερδίζω!!!! άκου τι λες λοιπόν : παίρνω ένα ρίσκο ΠΡΟΣ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ και δεν χετζάρω γιατί αυτό θα μου μειώσει τα κέρδη . Και καλά να σου βγεί, αν δεν σου βγει (κορόνα γράμματα είναι έτσι κι αλλιώς) τί γίνετε;; παίρνεις το stop loss και καταγράφεις ζημιές γιατί δεν ήσουν διατεθειμένος να δώσεις ενα ποσοστό απο τα πιθανά μελλοντικά σου κέρδη... το χετζάρισμα (που μειώνει τα κέρδη , μιλάμε για ΚΕΡΔΗ και όχι ζημιές) είναι ο ΜΟΝΟΣ τρόπος να έχεις κέρδη ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ Η ΑΓΟΡΑ

ο δικός σου πρωταρχικός στόχος ποιός είναι;; να ΜΗΝ ΧΑΣΕΙς ; ή να ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ; (Δώθε)

  1. Πολιτική της τράπεζας είναι η μη δημοσιοποίηση της θέσης του χαρτοφυλακίου της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι θέσεις αυτές είχαν ανακοινωθεί επισήμως από συνεντεύξεις και δελτία Τύπου, αναφέρεται στην ανακοίνωση.

«Συνεπώς, επιβεβαιώνουμε ότι στο χρονικό διάστημα Ιουλίου ; Σεπτεμβρίου 2009 η Τράπεζα προέβη σε αγορά CDS, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων πουλήθηκε τον Νοέμβριο του 2009 και ένα υπόλοιπο περί τα 20% της συνολικής θέσης ρευστοποιήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Διοίκησης», τονίζεται από τη διοίκηση, προσθέτοντας παράλληλα ότι «είναι πάγια πρακτική να μη σχολιάζουμε τις επιλογές χαρτοφυλακίου των προηγούμενων διοικήσεων ούτε όσον αφορά το επενδυτικό τους σκέλος, ούτε όσον αφορά το ηθικό τους σκέλος».

Η ανακοίνωση καταλήγει ότι «στόχος της σημερινής Διοίκησης είναι να χρησιμοποιούμε τη σχέση ισχύος που έχουμε σε κεφάλαια και ρευστότητα για την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και δεν επιδιώκουμε να επενδύουμε σε σύνθετα και κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά προϊόντα».

-γιατί να μη χετζάρει τη θέσι του άμα είχε αγοράσει ελληνικά ομόλογα; δεν καταλαβαίνω ποιό είναι το πρόβλημα; (Κείθε)

  1. EFG EUROBANK - ΧΕΤΖΑΡΙΣΜΕΝΑ ΟΦΕΛΗ; Σύμφωνα με τη διοίκηση της τράπεζας, η συγχώνευση διά απορροφήσεως θα αποφέρει επιπρόσθετα οφέλη της τάξης των 50 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 30 εκατ. ευρώ προέρχονται από τη μείωση της φορολογίας που προβλέπει ο περσινός νόμος περί συγχωνεύσεων και τα 20 εκατ. ευρώ από το γεγονός ότι η τιμή που γίνεται η συγχώνευση είναι χαμηλότερη εκείνης που δίνει η καθαρή θέση των δύο εταιρειών. (...) Τι γίνεται όμως για το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης; Μια (μερική) λύση θα ήταν να προστατευθεί (hedging) από το ενδεχόμενο πτώσης των τιμών των μετοχών, πουλώντας συμβόλαια (ΣΜΕ) και αγοράζοντας δικαιώματα προαίρεσης πώλησης (put options) στην αγορά των παραγώγων. Λέτε λοιπόν αυτό το «χετζάρισμα» να οδηγήσει σε αύξηση των συναλλαγών στα παράγωγα, όπως ήδη κάποιοι χρηματιστές λένε ότι συμβαίνει; Ιδωμεν.(Παρακάτω)

  2. Συνυπολογίζει κυμαινόμενα και μη-κυμαινόμενα assets (αχετζάριστα τα πρώτα, liquid/non-liquid σε ενα καλάθι)- και καταλήγει: 30% ΑΕΠ τα ρευστά διαθέσιμα

Σήμερα 20%, αύριο 40% και μεθαύριο μπορεί 5% μπορεί 55%.

Σήμερα διάβαζα την 6η αναθεώρηση του ΔΝΤ γιά τις μεθόδους υπολογισμού του IIP, που κατ' επέκταση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και οίκαδε (Παραπέρα)

(από Mr. Cadmus, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρτι εισαχθείσα αμερικλανιά που σημαίνει «επειγόντως, γρήγορα». Εκ του αρκτικόλεξου A.S.A.P. (as soon as possible).

Χρησιμοποιείται από γιάπηδες, χιπχοπάκια, γκικ, τρέντουλα, σκεϊτάδες, κύκλους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κι άλλες αμερικανογενείς φυλές.

Αγγλιστί: ASAP.

- Φτιαξτε ασαπ 2 σαντουιτς απο αυτα , γρηγορα πειναω !!!!
(εδώ)

- Ωχ, αμα «μυριστεί» και τη μακαρονάδα, θα μου ρθει ασαπ!
(εκεί)

- Χασάπηηη!! Γράμματα!
- Ασααααααάπ!

...προέκυψε από γουγλάρισμα του "ΑΣΑΠ". Ν\'ν\' κακό. (από Vrastaman, 14/05/10)Ασάπ, συντρόφια! (από Vrastaman, 14/05/10)(από Vrastaman, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified