Selected tags

Further tags

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο στα πλαίσια της επαγγελματικής (και όχι μόνο) σλανγκ, αναφορικά με το διαβόητο «Σχέδιο Καλλικράτης», το οποίο πλέον αποτελεί και Νόμο του Κράτους (Ν. 3852/2010, όχι παίζουμε).

Ωσεκτουτού, χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρνητική ενέργεια που εκπέμπεται από αυτό, πέρα από τον ευφημισμό του ορίτζιναλ ονόματος, κυρίως σε κύκλους αποτελούμενους από άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους, οι οποίοι, με μαθηματική ακρίβεια, θα κληθούν να υποστούν τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκύψουν (αναγκαστικές μετατάξεις, αβεβαιότητα, απολύσεις συμβασιούχων... το καυλί, ντε).

Εναλλακτικά και αρκετά πιο γενικά, το παρόν λέγεται και σε περιπτώσεις συνεχόμενης λήψης χυλόπιτας, όπου το απηυδισμένο αρσενικό τα παρατάει και αναγκαστικά καταφεύγει στο Σχέδιο Β, στην αυτοϊκανοποίηση με λίγα λόγια, για την αποφυγή περαιτέρω ψυχολογικής και βιολογικής ζημιάς (καυλικράτης όνομα και πράγμα δηλαδή).

  1. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... λήγει η σύμβαση και τώρα με τον Καυλικράτη, δε μας βλέπω καλά...
    - Και τι σκας; Σ.Π.Ε. και ξερό ψωμί...

  2. - Έαε, πώς πάει;
    - Πώς να πάει... έφαγα τρεις χυλόπιτες μέσα σε μια μέρα...
    - Και τι σκας; Βάλε σε εφαρμογή το Σχέδιο Καυλικράτης να στανιάρεις και άμα 'ναι να 'ρθει θε να 'ρθεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα λεφτά, τα φράγκα και δε συμμαζεύεται! Ενδέχεται να βγαίνει από τα γκαφρά.

- Ψήσου να πάμε το βράδυ για ποτάρα στο Boulevard!!!
- Δάκρυσε το... δεν παίζουν γκάου...
- Τότε να βλέπω το δάκρυ να κυλάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τηλεκαρτοτηλέφωνο κατά χαλικού.

Το καρτοτηλέφωνο. Έχει κάτι το αστείο ως λέξη.

Το θυμάμαι να το λέμε λίγο, χτυπάει αντίστοιχα λίγο και στον γούγλη, οπότε πάρτε το. Πλέον δεν τα χρησιμοποιεί και κανένας, οπότε εν αχρηστία η λέξις.

- Αφού σου λέω ρε μωρό μου, δεν είχα μπαταρία, πώς να σε ειδοποιήσω ότι θα αργήσω;
- Χάθηκαν τα τηλεκαρτεία ρε συ Τάκη;
- Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό...

(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό μας (Facebook). Τελευταία είναι πολύ της μόδας.

- Καλά ρε λακαμά, έχεις γαμηθεί να τραβάς φωτό την σκατόφατσά σου! Μοντέλος την είδες;
- Όχι ρε, είναι για το φουμπού να τις βάλω, δεν έχω πολλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «Ε, τον μαλάκα!»

Χρησιμοποιείται όταν σε πονάει η κοιλιά σου από τα γέλια και δεν μπορείς να πεις πολλά-πολλά, ως επιβράβευση για κάτι που ειπώθηκε η παρέα θεώρησε αστείο, αλλά και ως επιφώνημα έκπληξης.

- Πω ρε φίλε! Αυτός διπλοπάρκαρε!
- Ε.Τ.Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλια, δράμα, τραγικό, για κλάματα.

- Πώς πάει, βρήκες δουλειά;
- Άσ' τα ρε φίλο, σκέτο κλάμα η υπόθεση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή προς το πιο λάιτ της λέξης σταρχιδιστής.

Ο ζεμανφουτίδης (από το ζεμανφού < γαλλ. je m'en fous = χέστηκα, αδιαφορώ κλπ), απλώς αδιαφορεί φιλοσοφικώ και υπαρξιακώ τω τρόπω για τα πάντα και είναι λίιιιιγο πιο γραφικός, πιο ανάλαφρος, πιο συμπαθής και πιο ώλ τάιμ κλασίκ τύπος από τον ελληνάρα σταρχιδιστή (που κάνει πιο πολύ σε βαρύ πεπόνι ένα πράμα).

- Για τράβα πες του να βάλει κι αυτός την τζίφρα του για το θέμα.
- Σιγά ρε μην ασχοληθεί αυτός ο ζεμανφουτίδης ρε! Αυτός είναι καναπές, τώρα τον γνώρισες;

(από Khan, 01/06/10)

Δες και -ίδης, ζαμανφού, ζαμάν φου, ζαμανφουτίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τύπος που έχει κάποιες τρέντυ πινελιές. Δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά, αλλά σαν χαιρετισμός μεταξύ φίλων που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.

Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και το «τρεντάκος».

  1. - Τι κάνεις τρεντόπουλο, πώς πάει;

  2. - Έλα ρε τρεντάκο, πού χάθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified