Selected tags

Further tags

Σύνθετη έννοια,από την αγγλική λέξη spammer και το σπαστικός. Περιγράφει αψεγάδιαστα το ενοχλητικό σκουπίδι του διαδικτύου, περσόνα που προκαλεί την έκρηξη των γεννητικών οργάνων άλλων χρηστών του internet και γίνεται συχνά πυκνά αντικείμενο χλευασμού για το λόγο αυτό.

Συνώνυμα: σπασαρχίδιο (δικτύου), και ντέφια

- Γεια, είμαι ο Στέφανος! Γράψου στο blog μου αν θέλεις, παίξε και το παιχνίδι μου!
- Τι είναι αυτός ο σπαμστικός ρε μαλάκα, σε λίγο θα ζητάει και πίπες...

βλ. και σπαμαρχίδας, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανασυλλαβισμός της λέξης «Αλβανός». Νος + Αλβα = Νοσαλβάς με τη συμπλήρωση του τελικού σίγμα και την αλλαγή του τόνου, διότι είναι πιο εύηχο. Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για Έλληνες -και όχι για Αλβανούς- που κυρίως έχουν τη φιλοσοφία του κάγκουρα με τα Arnette, το κωλοφτιαγμένος παπί, την ξυρισμένη γραμμή (μπορεί και δύο παράλληλες) στο φρύδι, την μπανάνα στη μέση με τη στάμπα της ομάδας που συνήθως περιέχει πεταλούδα για την εύρεση χαρτζιλικίου καθώς και την καμπούρα. Προφανώς γοητεύμένοι από τη φιλοσοφία πολλών μεταναστών της γειτονικής χώρας. Κατανοούμε πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και ΔΕΝ χρησιμοποιείται ρατσιστικά κατά μεταναστών.

Παράγωγα: Νοσαλβάκι Πληθυντικός: Νοσαλβάδες Συνώνυμα: Αλήτηζζζ

  1. Γιάννης: Ρε τσέκαρες τους τυπάδες με τα παπάκια στο πάρκο;
    Σπύρος: Ναι! Πάμε να την κάνουμε στα μπάμ πριν μας την πέσουν για να μας ψειρίσουν οι Νοσαλβάδες.

  2. Στο Δρόμο Πο: Μαλάκα Ράν!! Πρόσεχε τον ηλίθιο που κάνει σούζες.
    Ράν: Ποιος το γαμεί το 15χρονο το νοσαλβάκι. Δεν έχει πολύ χρόνο ακόμα με τις παπαριές που κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.

Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.

- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φυγαδεύω, αποσύρω, απομακρύνω.
Η σλανγκιά έγκειται στην αδόκιμη σύνταξη του αμετάβατου ρήματος «φεύγω» ως μεταβατικού τοιούτου.

  1. Επώνυμοι «έφυγαν» τα χρήματά τους από την Κύπρο την παραμονή του κουρέματος.

  2. Ακόμη την κουμπάρα την Τούλα έχετε προϊσταμένη στο υποκατάστημα του ΙΚΑ; Δεν την έφυγαν ακόμη μαζί με τους διεφθαρμένους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ποζερομπεμπέκι ορίζεται η σύνθετη λέξη που αποτελείται από τα επιμέρους συστατικά ποζέρι (άτομο που ποζάρει προφανώς για την λήψη φωτογραφίας με ιδιαίτερο τρόπο, δηλαδή έξω στήθος μέσα πλάτη κομμένη κοιλιά με την χρήση photoshop και τόσο βάψιμο που νομίζεις ότι είναι ο BOB ROSS κτλ κτλ) και «μπεμπέκι» προερχόμενο από το γνωστό θηλαστικό ΑΙΓΑ η ΚΑΤΣΙΚΑ από το οποίο παράγεται αγνό ημιπάρθενο γάλα.

Αποτελεί τον ορισμό και τον χαρακτηρισμό των σύγχρονων κορασίδων εις το διαδίκτυον και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου προβάλλουν το είναι τους -κυρίως το εσωτερικό των ρούχων τους.

Χαρακτηρίζονται έτσι αυτές οι κορασίδες ή τα νεαρά τεκνά τα οποία έχουν κάνει το κουμπί της κάμεράς τους να λιώσει από την ασταμάτητη λήψη φωτογραφιών / ανέβασμα ανούσιων καταστάσεων και συνεχή κοινοποίηση τοποθεσίας. όπως πχ στην τουαλέτα του λυκείου Αλλοχώστου με τις: Maria AgAPaEI gwgoULa, mikro aSTERAKI, μΠΙΜΠΕΡ λαβερ κτλ κτλ.

1) ax deite to neo mou magiw. :$
ligo prostyxo alla m aresei
..
gia sena agaph mou ( και μιλαει για κοριτσι )
m xeis sta8ei s ola s oles tis dyskolies exume clapsei mazi (ειναι δεκατριων χρονων. και μαλλον εννοουσε εχουμε κλασει μαζι )
κτλ κτλ

2)
στατους για παντελιδη παολα με πιτσαδορους και αλλους δορους ανεκδοτα απο το τρολαρο το ξυδι και παρομοιες σελιδες

3)τραγουδακια σταν μπιμπερ χατζηγιαννη συνεχεις αφιερωσεις και αλλλαγη κατασταστης καθε λεπτο,ανουσια ετικετες και λεζαντες

4)
καμμενα κρανιοεγκεφαλικα κυτταρααααααα καρκινος στο μικρο δαχτυλακι του ποδιου και καλος στο δεξι αυτι και στο αριστερο ρουθουνι

δηλαδη ποζερομπεμπεκιιααααααα!!
ποζα και μπεεε
Ποζερομπεμπεκι
Μηπως εισαι και εσυ ενα απο αυτα;;;

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «manashoo» είναι η μεταφορά των φράσεων: «μάνας σου» και «μάνα σου» στα greeklish. Πρόκειται για μία λέξη ιδιαίτερα προσβλητική και κακιά στον κόσμο των online παιχνιδιών και όχι μόνο!

Όπως όλοι ξέρουμε οι φράσεις: «της μάνας σου» και «η μάνα σου» είναι ιδιαίτερα άγριες και στοχεύουν κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων.

Συνεπώς με την κομψή λέξη «manashoo» μπορούμε να βρίζουμε όποτε θέλουμε τους συνανθρώπους μας, έχοντας πάντα στιλ και φινέτσα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: «της μάνας σου» => «μάνας σου» «η μάνα σου (κάνει κακά πράματα)» => «μάνα σου»

Αξίζει να επισημάνουμε ότι η λέξη «manashoo» μπορεί να δοθεί σαν απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση, ή ακόμα και σε απλές προτάσεις όπου ο συνομιλητής μας προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μας επειδή μας αγαπάει (διαβάστε τα παραδείγματα.)

Χρησιμοποιήστε το και θα με θυμηθείτε.

  1. Το «manashoo» ως απάντηση σε ερώτηση:

Chat σε κάποιο online παιχνίδι:
- Re filee poios sou eipe na xwtheis se fight;
- Manashoo.

  1. Το «manashoo» έπειτα από απλή πρόταση:

Chat στο Facebook:
- πωπω ρε πούστη μου πεινάω και σου μιλάω επειδή σε αγαπάω.
- manashoo.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη απόδοση του smart phone: της θριτζή και βάλε κινητούρας με ακουμπότζαμο, γουίφι, τζιπιές, πάσης φύσεως μπλιμπλίκια και τα πολυσχιδή απλικέησιο που και καφέ ακόμα κάνουν.

Με ένα εξυπνόφωνο μπορείς να δουλεύεις μεμέιλ, να σερφάρεις και να γκουγκλάρεις, να μουσικώνεσαι, να γράφεις μπλογοτεχνία και να γυρίζεις ντοκιμαντέρ, να γιουτιουμπάρεις στο συσιφόνι, να τσατάρεις μέσω εμεσένε με κολλητουμπινάκια και LOLίτες, να τοιουτίζεις τσίου, να βλjέπεις ρουσουσού, να κάνεις e-καμάκι φεϊσμπουκάροντας στο φατσομπούκι με e-πούτανους προσβλέποντας σε επικά τηλεγαμίσια ή τουλάστιχον στην λήψη γυμνημάτων από καμιά ξεμειναμένη φεϊσμπουκλού, να τρολαρμενίζεις στα φλώρουμ φλογομαχόμενος φορ τεχ λουλζ, να ποστάρεις και να (μπαγα)ποντοδοτείς στο σλανγκρ ...

Σε περίπτωση όμως nietwork και η πιο έξυπνη και τρελή κινητούμπα μετατρέπεται σε θλιβερή παντόφλα-τελεφούνκεν, σε χαζοκούτι γουτουπού.

1. Τα εξυπνόφωνα φυσικά είναι ελεύθεροι να το παίρνουν όλοι, κατά προτίμηση οι εξυπνάκηδες, αλλά το σωστό είναι να τα παίρνουν αυτοί που τα χρειάζονται, μολονότι πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποιοι ακριβώς είναι.

2. γκατζετάδες της τουήτα, μπορώ να έχω gps στο εξυπνόφωνο δίχως να χρεώνομαι;

3. Καλησπέρα παίδες, επιτέλους κατάφερα να σας βάλω στο εξυπνόφωνο. Το τσατ πού το κάνετε;

(από σφυρίζων, 05/04/13)(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί: γουίν-γουίν σιτουέησιο, περίπτωση όπου και οι δύο πλευρές κερδίζουν ή ωφελούνται.

Ακούστηκε προσφάτως από τον πρωθυπουργό της φίλης και συμμάχου και γείτονος Οθωμανίας σε συνάντησή του με τον (ανθ)έλληνα πρωθυπουργό Σαχλαμαρά αναφορικά με την συνεκμετάλλευση υδατανθράκων στο Αιγαίο. Όπως πληροφορούμεθα κι από από έγκυρη πηγή, ευθυμολογείται εκ του ρήματος kazanmak που σημαίνει κερδίζω (εξ ουστ και τα δικό μας καζαντίζω, καζαντζίδης, κ.ά.)

Η έκφραση έγινε βάιραλ, γκώσαμε με λολοπαίγνια τ. καζάν ντιπί, και Μέλι να Φανή εάν θα υιοθετηθεί διαχρονικά από την σλανγκολογιά.

1. Γιαβάς γιαβάς για λύση καζάν-καζάν = Συνεκμετάλλευση;

2. Ευκαιρίες «καζάν καζάν» για τον τουρισμό

3. Ευκαιρίες «καζάν καζάν» για την εκτόξευση του ολυμπιακού τουρισμού

4. ΗΠΑ : Ακριβοδίκαια, καζάν-καζάν με τον Αττίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζάπλουτος, ο πάμπλουτος, αυτός που δεν ξέρει τι έχει, σε ερωνική βερσιόν που μοιάζει με επώνυμο κάποιου χαρακτήρα σε καρτούν.

Το θηλυκό κλίνεται με τον παλιό τρόπο, ώστε ο χαρακτηρισμός να πάρει (για την ειρωνεία του θεμάτου) ένα χμου κύρους: Παμπλουτίδου.

  1. Ερώτηση: άμα είμαι παμπλουτίδης, μπορώ να έχω τον ΔΙΚΟ ΜΟΥ στρατό;

  2. Τώρα, μου θύμισες αυτό που έλεγε κάποιος αμερικανός «παμπλουτίδης»: «Πρέπει να βγάζεις χρήματα με κομψό και ρομαντικό τρόπο... αν, όμως, δεν μπορείς έτσι, βγάλε χρήματα με κάθε τρόπο!»...

  3. Σαουδάραβας παμπλουτίδης μετέφερε αεροπορικώς το πανάκριβο αυτοκίνητό του μάρκας ΛΑΜΠΟΡΓΚΙΝΙ στην Αγγλία γαι σέρβις

  4. Η Μ. είναι ψηλή, ξανθιά, παμπλουτίδου και με μια (γαλλική) μύτη μέχρι επάνω. Το τελευταίο της αξεσουάρ –εκτός από την καινούρια Hermès– είναι ο Χ. Τις προάλλες την πέτυχα σε κοσμικό event και με τα δυο (αξεσουάρ) αλά μπρατσέτα.

(από το νέτι όλα)

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τις μπριζωτικές ιδιότητες του γκαϊφέ, εκ των καφεΐνη και αμφεταμίνη.

Βλ.και φραπεΐνη.

1. - :lol: :lol: :lol: φραπονιο του Χιγκς...κατι, εχω ακουστα....
- Εγώ πάντως χτυπάω καφεταμίνες

2. Πορωτικές λεξούλες. Πορδομπισκότο (μη ρωτάτε...) Φραπεΐνη / Καφεταμίνη (ο πολύ δυνατός φραπές, για εθισμένους) Αρνησίπρωκτος (ο σιχασιάρης που δεν αντέχει κουβέντες σχετικά με κώλους, σκατά, κλανιές και χέσιμο)

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified