Selected tags

Further tags

Μέρα όμορφη, με ιδανική θερμοκρασία, λιακάδα, αεράκι, καθαρή ατμόσφαιρα, γελούν οι κάμποι και τα βουνά, μέρα κατάλληλη για κοπάνα από τη δουλειά ώστε να πας να πιεις βρε αδελφέ ένα ουζάκι...

Τη λέξη έχω ακούσει να χρησιμοποιεί μόνο η παρέα μιας γνωστής μου προς το παρόν, αλλά μου άρεσε και θεώρησα ότι στο μέλλον θα χρησιμοποιείται κάργα, εξού και η σημερινή καταχώριση.

- Θα πας στην πορεία;
- Ποια πορεία! Τέτοια ουζομέρα και θα στήνομαι στους δρόμους;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ψιλοχαζομαρίζω. Περνάω τον καιρό μου άσκοπα, ή εμπλέκομαι σε μια δραστηριότητα χωρίς σοβαρότητα και χωρίς απώτερο σκοπό. Λέγεται συχνά για περιηγήσεις στο Διαδίκτυο, όταν κάποιος απλώς κάνει πλακίτσα, για πραγματικές περιηγήσεις φλανέρ, καθώς και για σχέσεις ή ερωτικά παιχνίδια, χωρίς μακροπρόθεσμη στόχευση.

Πάσα: Gatzman.

  1. εχω δωσει ενα σκασμο χρηματα σε αυτο το παιχνιδι στο forum γραφω σπανια μονο οταν εχω κατι να πω και μια εστω μια απαντηση υπευθηνη δεν πηρα που στην ουσια δε χαζομαριζω αλλα εχω π ρ ο β λ η μ α ! (εδώ).

  2. Χαζομαριζω στην οδο Τσιμισκη και στριβω για την Παραλιακη της Θεσσαλονικης (Λ. Νικης για τους γνωστες) . Περναω απο τα γνωστα μπουζουκομαγαζα. (εδώ).

  3. Επίσης είναι ελεύθερο να έχουμε τα προφαϊλάκια μας, να χαζομαρίζουμε στα τσάτια, να εισπράττουμε την επιβεβαίωσή μας έξω κλπ. Χαζομάρες και χωρίς σημασία, είναι όλα αυτά.
    Αν κάποιος αισθάνεται ότι κινδυνεύει από τέτοια, μάλλον η σχέση του είναι μουφιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτρυπίδα, ο κώλος, ο πάτος.

Mου 'φυγε το κλασφίγκι να τον νικήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι εργασίες που γίνονται νύχτα, όταν δηλαδή κανείς δεν βλέπει ή/και δεν μπορεί να ελέγξει. Συνήθως αφορούν αυθαίρετες κατασκευές ή τεσπα μπλεγμένες κι αξεμπέρδευτες ιστορίες για αγρίους με πολεοδομίες κλπ.

Καμία σχέση με τη Νύχτα, της οποίας αξίζει ειδικό λήμμα και το καβαντζώνω και μην τολμήσει κανείς γιατί τον έφαγα.

- Τι έγινε τελικά, επισκεύασες τη μάντρα;
- Μπα... έχω μπλέξει, δεν βρίσκω σε ποιανού την αρμοδιότητα εμπίπτει, δε βγάζω άκρη ούτε με το λιμενικό, ούτε με τον δήμο, ούτε με την πολεοδομία...
- Σε βλέπω για νυχτικές δουλειές...
- Α να γεια σου... Λίγο τσιμεντάκι από δω κι από κει και τελειώσαμε, κανείς δεν θα το πάρει πρέφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκάζ του κλασικού ουστ, τουτατέστιν: ξεκούμπα, ξεπαρεού.

Τζιμπήσαμε την ρίζα ούστ από τους γαλλαίους (oust) που την τζιμπήσανε από τους λατίνους (obstare) που με την σειρά τους την λεηλάτησαν από τους αρχαίους ημών (ἵστημι), μη χέσω. Είναι ασαφές εάν η μετάλλαξη του ούστ σε ούρτ αποτελεί random εγκεφαλοκλάνι ή εάν συνετέθη επί τουτού από αστειάτορες μαοϊστές ή λοιπούστηδες σλάνγκους. Όπως μας πληροφορεί ιουρασικός σύσλανγκος, το λήμμαν εκφέρεται τουλάστιχον από τα ογδόνταζ -- συνήθως, σε συνδυασμό με (β)ρε ή μωρή.

Βλ. επίσης: ούρτ τακ τακ Μογγόλε.

Πάσα από δουπού: gihaza.

- Ουρτ, μωρή παρθενώπη! (εδώ)

- Ουρτ ποντικοί..Ουρτ και στις οχιές τις διμούτσουνες..
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχει βαρέσει σκληρό» σημαίνει πως κάποιος ή κάτι έχει αποτύχει σε αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει, παρομοιάζοντας την κατάσταση με την «αποτυχία» ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή στον οποίο υπάρχει κάποια βλάβη στον σκληρό δίσκο.

Συνήθως βλάβες στον σκληρό δίσκο σημαίνουν όχι μόνο αδυναμία στην χρήση του υπολογιστή, αλλά και απώλεια αρχείων και αποθηκευμένων δεδομένων και είναι δύσκολο να επανορθωθούν.

- Άσε, χθες ο Νίκος με έστησε 3 ώρες, είχε ξεχάσει το ραντεβού μας...
- Ααα καλά, ο Νίκος έχει βαρέσει σκληρό προ πολλού...

Βλ. και: σκληρός δίσκος, χτύπησε ο σκληρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μικρότερης ηλικίας αρσενικό που φλερτάρεται από μεγαλύτερης ηλικίας κοπέλα»...

Έχει και το ρήμα «μπισκοτίζω» ...

  1. Μεταξύ φιλενάδων:
    - Τι κάνεις τον τελευταίο καιρό;; Είσαι μόνη;;
    - Όχι ακριβώς.,. μπισκοτίζω!! Βρίσκω μικρά μπισκοτάκια και τα τρώω!

  2. Μεταξύ μεγαλοκοπέλας και νεαρότερου αρσενικού:
    - Είσαι πολύ καλή!!!
    - Αχ μπισκοτάκι μου.. τέτοια μου λες και στο τέλος θα σε φάω!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως από αναρχικούς σε άτομα της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ορισμένους εξωκοινοβουλευτικούς αριστερούς, και έχει να κάνει με την παθητική στάση που διακρίνει - κατά τους αναρχικούς - τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο τα τελευταία χρόνια. Η χρήση του όρου είναι παρεμφερής με το μικροαστούλης, αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια. Ο όρος έχει πολλά κοινά με το «ρεφόρμι». Ο αριστερούλης είναι ο αριστερός που «καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Συνήθως το συμπέρασμα ότι κάποιος είναι «αριστερούλης» έρχεται μετά από απογοήτευση όσων πίστευαν ότι ο εν λόγω αριστερός θα τους έβγαινε κάτι μεταξύ Χο Τσι Μινχ, Τσε Γκεβάρα και Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, και τελικά τους βγήκε αποτυχημένη απομίμηση του Ψαριανού. Στο ίδιο μήκος κύματος ο χρυσαυγίτης μπορεί να αποκαλέσει τον νεοδημοκράτη «δεξιούλη».

  2. Χαρακτηρισμός πάλι για αριστερούς, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ, ο όρος είναι παρεμφερής με το «προοδευτικούλης» και θολοκουλτουριάρης, καθώς εννοεί την αριστερή ιντελιγκέντσια που έχει, ως γνωστόν, σαν προαιώνιο σκοπό της την επιβολή στην Ελλάδα του θεοκατάρατου Μπολσεβικισμού, στα πλαίσια μιας ευρύτερης εβραιομασονοσατανικοσιωνιστικής συνωμοσίας κατά Νίκο Κωνσταντινίδη.

  1. «Όσοι επενδύουν στο ρόλο του θύματος για να μαζέψουν στις κακομοίρικες οργανωσούλες τους δέκα καημένους αριστερούληδες παραπάνω, δεν σπέρνουν παρά την ηττοπάθεια απέναντι στο φασισμό.» (από ανάληψη ευθύνης στο Indymedia για εμπρησμούς).

  2. «Δεν πρόλαβαν να μπουν στην κυβέρνηση οι αριστερούληδες και άρχισαν τα σκάνδαλα» (από εθνικοπατριωτικόν ιστολόγιον στεγαζόμενο σε αμερικάνικο σέρβερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τουίτερ:

1) ο νιούμπης
με διπλή ανάγνωση:
α. όπως λεν και οι Epicuros και Gatzman στους ορισμούς τους, κλασσικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός για νεότερο μέλος.
β. είναι τόσο νέος που ακόμα δεν έχει αλλάξει το αβατάρι του και χρησιμοποιεί το ντιφόλτ του τουί, δηλαδή ένα αυγό! [img]https://twimg0-a.akamaihd.net/sticky/default_profile_images/default_profile_6_bigger.png[/img]

2) ο ψεύτικος λογαριασμός: βασίζεται καθαρά στο αβατάρι, είτε πρόκειται για α. bot (παρ. 2), είτε β. για δεύτερο ή και πολλαπλούς λογαριασμούς χολιασμένου χρήστη ή συνηθέστερα ακόλουθου κάποιου «επώνυμου» χρήστη που τα πήρε με την κακή κριτική που έκανες στο ίνδαλμά του - σε έβρισε - τον μπλόκαρες - άνοιξε άλλο λογαριασμό - σε έβρισε - τον μπλόκαρες και ταλιμπάν...

Υποκατηγορία του 2β, άτομα σε διατεταγμένη υπηρεσία, συνήθως φανατικοί οπαδοί ή μέλη κομμάτων που ανοίγουν αμέτρητους λογαριασμούς, αφενός για να δείξουν ότι το κόμμα και ο πολιτικός της αρεσκείας τους έχει ρεύμα και για να υπερθεματίζουν τις απόψεις του και αφεδύο για να τραμπουκίζουν ομαδικά όποιον τολμήσει να φέρει αντίρρηση ή να κάνει κριτική στο κόμμα-θρησκεία.

  1. μπήκαν αυγά στην συζήτηση-στείλε DM

  2. Ένας λογαριασμός που φαίνεται να ανήκει σε κάποιον μπλόγκερ αλλά όλως τυχαία είναι ένας από τους followers του @gottadealgr αλλά και αρκετών «αυγών», δηλαδή λογαριασμών που μαζικά ακολουθούν τον ΣΚΑΪ και που είναι προφανώς ρομποτάκια αφού έχουν ένα δύο followers, μερικές φορές και κανέναν, δεν έχουν «μιλήσει» καθόλου ή ελάχιστα και ακολουθούν σχεδόν τους ίδιους λογαριασμούς. από εδώ

  3. την είπα στον @adonis και τώρα με ακολουθούν και με σπαμάρουν 8 αυγά lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.

Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.

  1. - Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
    - Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!

  2. - Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
    - Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.

  3. - Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
    - Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
    - Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified