Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.

Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.

Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.

Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.

  1. (ως επιφώνημα απορίας)
    - Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
    - Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;

  2. (ως αποφατικό μόριο)
    - Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
    - Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα; - Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
    - Kαι το όνομα αυτών;
    - Δέσπω και Χάιδω
    - Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.

  3. (ως τίποτε)
    - Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[i]Ετυμολογία[/i]

Από το καρέκλα + την παραγωγική κατάληξη -ιά, κατά το γροθιά, μαχαιριά κλπ. (στο μεταίχμιο, ίσως, μεταξύ «κανονικής» και σλανγκέ εκδοχής της κατάληξης -ιά).

[i]Η Καρεκλιά ως Νόημα Εχθροπραξίας στο Πλαίσιο Τσαμπουκάδων[/i]

Αξίζει νομίζω ξεχωριστής αναφοράς καθώς είναι εμβληματικό και νοηματικώς έντονα φορτισμένο χτύπημα, που προσδίδει ξεχωριστό χρώμα στον αυθεντικό και αυθόρμητο τσαμπουκά όχι μόνο λόγω της σφοδρότητάς του, αλλά και του ότι δίνει περιθώρια συμμετοχής στον παθητικό θεατή, επεκτείνοντας τη σύρραξη κατά ομόκεντρους κύκλους.

Οι καρεκλιές είναι ορόσημο για τη διάκριση ανάμεσα σε βρωμόξυλο και ταβερνόξυλο - ο τσαμπουκάς ακόμα και σε ταβέρνα χωρίς καρεκλιές δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταβερνόξυλο, αφού το τελευταίο εμπλέκει μεγάλο μέρος της πελατείας του καταστήματος και προκαλεί χάος, ακριβώς μέσω της χρήσης καρεκλών.

Να σημειωθεί, λοιπόν, αρχικά ότι ο κύριος όγκος καρεκλιών δε φέυγει από τους πρώτους εμπλεκομένους στον καυγά, καθώς αυτοί κατά κανόνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εναρκτήρια σπρωξιά (αμπωχτέ στη δυτική Κρήτη) ή μπουκετίδι αναλώνονται σε λαβές. Η καρεκλιά είναι το κύριο πλήγμα που καταφέρνουν οι ας πούμε εφεδρείες, οι δυνάμεις που ρίχνονται τρίτες στη μάχη, μετά τους πρώτους εμπλεκομένους και εκείνους που κατά κανόνα επιχειρούν να αποσοβήσουν και καλά τον καβγά χωρίζοντας τους πρώτους εμπλεκομένους.

Ως πλήγμα, λοιπόν, η καρεκλιά είναι η χρήση καρέκλας ως αγχέμαχου όπλου σε εκ του συστάδην συρράξεις. Σπανιότερα, και σε περιπτώσεις μαζικού ξύλου μεγάλης διάρκειας, η καρεκλιά μπορεί να αφορά και στη χρήση καρέκλας ως βλήματος - από απόσταση. Η καρέκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντήριο όπλο και αυτοσχέδια ασπίδα, αλλά αυτό από μόνο του δε θα πρέπει μάλλον να λέγεται καρεκλιά, εκτός και αν θέλει κανείς να φουσκώσει το επίπεδο ενός καυγά – αν θέλει να πει, δηλαδή, ντε και καλά ότι βρέθηκε σε φάση που «παίξανε», «ρίξανε», ή «πέσανε» ή «φύγανε καρεκλιές».

[i]Η Καρεκλιά από τη Σκόπια του Δρώντας Υποκειμένου ως Διαλεκτική Δραστηριότητα και Πλήγμα[/i]

Ως δραστηριότητα η καρεκλιά αφορά σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, μια ροή δράσης μάλλον παρά κάτι το ακαριαίο, και ενέχει ορισμένες τυπικές φάσεις. Καθεμιά απ' αυτές ολοκληρώνεται με μια κρίσιμη απόφαση από πλευράς του δρώντος υποκειμένου (ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”) και εκπέμπει τα αντίστοιχα διακριτά σημεία προς τους λοιπούς εμπλεκομένους.

α) Ο δρων αντιλαμβάνεται την έναρξη του τσαμπουκά σε μέση απόσταση. Σηκώνεται από την καρέκλα και με μέτωπο στη σύρραξη μεταβαίνει από πίσω της, κρατώντας σφιχτά την πλάτη της με το αριστερό χέρι. Εξασφαλίζει έτσι ότι την έχει διαθέσιμη αλλά και μια σχετική κάλυψη στο κάτω μέρος του σώματος, ενώ δυνητικά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αμυντικά ως ασπίδα για το θώρακα ή ακόμα και το πρόσωπο.

β) Ο δρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και αποφασίζει να εμπλακεί. Σηκώνει την καρέκλα κρατώντας την και με τα δύο χέρια από την πλάτη, περίπου το μέσο της, την αναποδογυρίζει και τη ζυγιάζει. Από δω και πέρα είναι προφανές ότι έχει εμπλακεί...

γ) ... και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες αν δεν επιτεθεί πρώτος να δεχθεί επίθεση. Στην τελευταία περίπτωση η σηκωμένη και αναποδογυρισμένη καρέκλα και δη τα πόδια της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απώθησης. Αν αυτό γίνει επιτυχημένα και ο δρων συνεχίσει να κρατά και να κραδαίνει ενδεχομένως την καρέκλα, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει επιθετικά με την ορμή και το μένος που έχει σωρεύσει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιχειρήσει είτε....

δ1) έφοδο, με τα πόδια της καρέκλας ως ωθητικό μέσο - ειδικά αν πρόκειται για σκαμπό. Με την έφοδο, ο δρων [στο εξής, ο πλήττων] καταφέρνει έτσι ένα πρώτο χτύπημα στο άτομο της αντίπαλης παράταξης [στο εξής, ο πληττόμενος], ώστε μετά να μπορέσει από πλεονεκτική θέση να επιχειρήσει είτε το δ2, είτε άλλα χτυπήματα. Να σημειωθεί παρενθετικά από δίπλευρη έφοδο έχουν προκύψει και περιπτώσεις καρεκλομαχίας, όπου οι αντίπαλοι κραδαίνουν και χτυπούν ο ένας την καρέκλα του άλλου, ένα μάλλον γελοίο θέαμα.

δ2) πλήγμα με την καρέκλα ως ρόπαλο, η κυρίως καρεκλιά.

Το πλήγμα μπορεί να έχει σα στόχο τα πλευρά, λόγω όμως του βάρους της καρέκλας, της παρεμβολής των χεριών του πληττομένου και άλλων χαοτικών παραγόντων κατά κανόνα καταλήγει είτε στα χέρια, είτε πιο χαμηλά, στους μηρούς.

Το πλήγμα, ωστόσο, μπορεί να έχει ως στόχο και το κεφάλι, ιδίως αν ο πληττόμενος έχει βρεθεί σε δυσχερή για τον ίδιο κυπτή θέση . Το μεγαλοπρεπές σήκωμα της καρέκλας σε αυτήν την περίπτωση από πλευράς του πλήττοντος, ακόμη και πάνω από το ύψος της κεφαλής του, μπορεί να συνοδεύεται από έντονη εσωτερική διερώτηση: “αν του την κατεβάσω [την καρέκλα], θα του συνθλίψω το κρανίο. Τι να κάνω;”. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πλήττων είτε προτιμά να προσβάλει τον αντίπαλο με ηπιότερο πλαγιοκοπικό χτύπημα ή χτύπημα στη ράχη (αρκούντως ζόρικο και αυτό), είτε να αφήσει την καρέκλα κάτω και να τον πλακώσει με άλλο τρόπο, είτε να προβεί στο συντριπτικό αυτό χτύπημα...

...με πολύ οδυνηρές συνέπειες για όλους.

Τέλος, στο χάος πάντα προσθέτει το γεγονός ότι κανείς αφού έριξε καρεκλιά δεν τοποθέτησε την καρέκλα με τάξη στο πάτωμα, αλλά κατά κανόνα αυτή εκσφενδονίζεται από δω κι από κει, επιτείνοντας το χάος, την «αρμάτω ταραχή», και τον κονιορτό σε περιπτώσεις καυγάδων στο ύπαιθρο (πανηγύρια, ψαροταβέρνες, μπητς μπαρ).

[i]Εικονοπλασίες, «Μύθοι» κ.α.[/i]

Να επισημανθεί εδώ ότι η απειλή «θα στη φέρω κολάρο» και η σχετική εικονοπλασία, με προέλευση κυρίως τα γουέστερν και λούκυ λουκ, είναι μάλλον φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, ειδικά με τις πατροπαράδοτες πλεχτές ψάθινες καρέκλες – θα μπορούσε ίσως κάποιος να το φανταστεί με σάπιες κακής ποιότητας καρέκλες βιέννης με τη μελαμίνα στο κάθισμα.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε παραδοσιακά «ελληνικά» πλαίσια και κυρίως καφενεία, στα οποία ο πελάτης χρησιμοποιούσε πληθώρα καθισμάτων για άνεση ή που καθόταν ανάποδα, με την πλάτη της καρέκλας στο στέρνο του και ανοιχτά τα πόδια, πολλές φορές ο τσαμπουκαλεμένος δήλωνε την πρόθεση του να εμπλακεί σε καβγά «πετώντας πέρα» ένα από αυτά - κάτι που τείνει να εκλείψει μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς αρρενωπούς τρόπους καθίσματος.

[i]Επίλογος[/i]

Όλα τα παραπάνω είναι σχηματικά και ιδεοτυπικά, κάθε σύρραξη άλλωστε ενέχει τόσο το στοιχείο του μένους του πολέμου, του ορθολογικού υπολογισμού και της τύχης σύμφωνα και με την wunderliche Dreifaltigkeit του Κλαούζεβιτς, και αυτά επικαθορίζουν τα επιμέρους της αντιπαράθεσης.

Παραθέτω το γνωστό τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το οποίο περιγράφει περιστατικό κατά το οποίο ενεπλάκη μόνος του σε καυγά με καρεκλιές, το εξαιρετικό της οποίας προσθέτει στον τραγικό ηρωισμό της μοναχικής πράξης του και την καθιστά αξιομνημόνευτη.

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου ανάψαν τα λαμπάκια
Γιατί εσύ κι ο φίλος μου
Τα κάνατε πλακάκια

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου αλλάξαν τα κλαπέτα
Γιατί σας είδαν στο χοτέλ
Κάτω από καρώ κουβέρτα

Έγινα για σένα τούρκος
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές (δις)

Ώωωπα... Τούρκος... Οζάλ... Ναι!

Τούρκο με ξεφώνισες
Εγώ δεν είχα να πληρώσω το νοίκι
Κι εσύ ώρες ατέλειωτες
Τηλεφωνούσες στη Θεσσαλονίκη

Τούρκο με ξεφώνισες
Εσύ 'σαι μία άκαρδη γυναίκα
Γιατί μας άφησες τους δυο
Κι αλλάζω πάνες στη μπεμπέκα
Μπεμπέκα

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές

Έλα... Οζάλ... Αλή Πασάς... στα Γιάννενα... Ζήτω η εικοσιπέντε Μαρτίου

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές
Καρεκλιές
Κουτουλιές
Και μπουνιές

Ρε... 'Ντάξει ρε μη βαράς ρε! Παρ' τη δική σου. Στη χαρίζω!

Έγινα για σένα Τούρκος - Λάκης Παπαδόπουλος, 1991 (από poniroskylo, 27/07/09)ε μα πια... (από BuBis, 03/09/09)Φιλικός αγώνας (από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπεκροκατανάλωσα κτηνώδεις ποσότητες αλκοόλ, έγινα κωλοτρυπίδι και μοιραίως τα έβγαλα κιόλας.

- Οδηγάω δέκα χρόνια σχεδόν και μου έχουν κάνει αλκοτέστ μόνο μια φορά Κυριακή απόγευμα! Δε θα βγούμε τώρα την Πρωτοχρονιά, να πιούμε τα άντερα μας και να την πέσουμε σε γκομενάκια; Πώς θα μπει καλά ο χρόνος; Το αν θα βγει, άλλη υπόθεση. (από εδώ)

- …επήα Μπάμπυλον τζαι ήπια τα αντερα μου, και επέρασα πιό ωραία!
(από δαχαμέ)

- ... πήγαμε σε ένα club με τρείς φίλους Ισπανούς, ήπιαμε, χορεύαμε, είχε πάρα πολύ κόσμο, γινότανε χαμός. Ήταν μία πλατεία με πολλά clubάκια, ήτανε όλοι Gay, και ξαφνικά ενώ είχα πιεί τα άντερά μου, έρχεται δίπλα μου ένας αρκούδος, ημίγυμνος, θεός…
(από εδώ)

Ότι κατεβαίνει ανεβαίνει (από Vrastaman, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνω έξω την νύχτα για διασκέδαση, αλλά δεν στρώνω κώλο σε ένα μέρος, παρά είμαι αεικίνητος και αλλάζω παραστάσεις, επιδιδόμενος σε clubbing, pub-crawling, party-crashing, bar-hopping και λοιπές δημοκρατικές δραστηριότητες. Αυτός που το κάνει λέγεται νυχτοπερπατητής.

Από μπλογκ:

Νυχτοπερπατώ με έναν συμφοιτητή στη Μύκονο. Είναι απογοητευμένος που δεν του έχει κάτσει η γκόμενα που μένει στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου και στη κυριολεξία σέρνεται (τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί).
Μην μου αγχώνεσαι αγορίνα μου, του λέω, πάμε να σε κεράσω μια μπύρα να στανιάρεις.
Βλέπουμε ένα μπαρ, του λέω εδώ; Εδώ, λέει, και μπαίνουμε.
Κάτσε του λέω εσύ, πάω εγώ στο μπαρ να τις φέρω.
Πλησιάζω τη barwoman, καλησπέρα κτλ δυο μπύρες παρακαλώ
Γυρίζει ένας, τουλάχιστον 60άρης, με περουκίνι και χαβανέζικο.
(φωνή Κωστέτσου) Για μένα είναι η μια, παίδαρε;
(φωνή Κωστέτσου κ εγώ) Ε, ε, ε, βασικά…όχι είναι για τα’ αγόρι μου….(γυρίζω και του δείχνω τον Νίκο που έχει ύφος Αλ Καπόνε απ τη χυλόπιτα.)
Αχ, καλά, μου λέει απογοητευμένος…

Και πούστης να μουν ο grandpa δε θα χε ελπίδα....

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ:

Νυχτοπερπατώ για σένα
στα σοκάκια της ψυχής
και χειροκροτώ εσένα
σε μια πρόβα ενοχής

Νυχτοπερπατώ για σένα
στις πλατείες τις νεκρές
και αφουγράζομαι εσένα
στου μαυλού μου τις φωνές

Νυχτοπερπατώ ,φοβάμαι
να κοιτάζω στην νυχτιά
νυχτοπερπατώ ,θυμάμαι
και δακρύζω στην χαρά

Νυχτοπερπατώ για σένα
στις ημέρες τις παλιές
και ονειρεύομαι εσένα
μα φοβάμαι τις σκιές

Νυχτοπερπατώ για σένα
στα ερείπεια της ζωής
και ξανάχτισα εσένα
σε ένα κάστρο μια ακτής

Νυχτοπερπατώ ,φοβάμαι
να κοιτάζω στην νυχτιά
νυχτοπερπατώ ,θυμάμαι
και δακρύζω στην χαρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νυχτοπερπατά, δηλαδή επιδίδεται σε δραστηριότητες, όπως pub-crawling, bar-hopping, party-crashing*, clubbing* και Ταλιμπάν.

Η λέξη δεν είναι νεώτερη κουλεζιά των τρεντυφατσουλακίων, αλλά υπάρχει τουλάστιχον απ' το 1928, απ' το ιστορικό ρεμπέτικο «Νέοι Χασικλήδες».

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, Πρώτο Θέμα:

Η κυρία Σαχλαμούνα, υπόδειγμα αφυδατωμένης πουρίτσας κρυφαδερφής, από αυτές που βλέπεις να παραπατάνε ξημερώματα καθημερινής στις παρόδους της Φυλής, αναζητώντας τον δήμιό τους, μπας και λυτρωθούν επιτέλους από την αθλιότητά τους. Η κυρία Σαχλαμούνα φυσικά στερείται ακόμα και την απελπισμένη αξιοπρέπεια που φοράει σαν περήφανο κασκόλ και ο πιο παραιτημένος νυχτοπερπατητής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ:

Νέοι Χασικλήδες.

Έμαθα πως παίζεις ζάρια, πως είσαι χασικλής,
είσαι μάγκας, τσικ λεβέντης, νυχτοπερπατητής.

Έλα μαγκάκι μου μικρό που χω δυο χρόνια να σου πω.

Τούρνε και τούρνε... τουρνέ και ναι
πες μου ρε μάγκα μου το ναι.

Μου παν είσαι μοσχομάγκας, είσαι και μπελαλής
εξηγείσαι στις ταβέρνες, είσαι και νταβατζής.

Έλα μαγκάκι πες το το ναι και ό,τι θέλεις από με.

Τούρνε και τούρνε... τουρνέ και ναι
πες το ρε μάγκα μου το ναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κορίτσια, οι ιερόδουλες που κάνουν πιάτσα. Λέγονται έτσι γιατί άραγε; Μα φυσικά από την ορθοστασία τους!

  1. - Καλά ε, δεν είμαστε καλά. Χθες είδα όρθιες στη Μιχαλακοπούλου...
    - Ώρε πού πάαααμε... πού πάααμε...

  2. Προσοχή παιδιά! Όλες οι όρθιες πίσω από το δημαρχείο και πέριξ είναι Ηπατίτιδες με πόδια! (Κοινωνικό μήνυμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified