Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διέδωσε ο Χάρρυ Κλυνν στα '90ς με το σκετσάκι «φτωχός πλην τίμιος οικοδόμος». Ενδεχομένως έχει και άλλη προέλευση, αλλά ο Χάρρυ Κλυνν το καθιέρωσε.

Γενικά, λέγεται για οτιδήποτε είναι λιτό και απέριττο, αλλά κάνει αποτελεσματικά την δουλειά του, συνάδοντας με την γύμνια του ελληνικού τοπίου και την εξαπανέκαθεν ενδημική φτώχεια του Έλληνα.

Λέγεται με ύφος Γιακουμή, αλλά χωρίς κλαψομουνίαση.

Από κριτική στο bourdela.tv:

Μ. και Ε. στο πτωχό πλην τίμιο φραπενείο, γύρισαν από διακοπές και οι περισσότερες παλιές φραπεδιάρες. Τώρα η Μ. δεν ταιριάζει με το τίμιο φραπενείο που αποτελείται κυρίως από τίμιες φραπομπαζόλες, η Ε. σε όργια με όλους τους 18-23, λίγα νέα κομμάτια από Τσεχία, ανάμεσά τους βουζοκωλοβυζαροπεπονού Γ. (φρεντοτσίνο),τα αράμπικα προσφέρουν τσίνο και αυτά, άλλαξε Ντι Τζέι, καλός ο καράφλας, τιμές σταθερές και παζαράτες, η Α. χοντροκώλεψε (σουβλάκια γαρ), η Α. και η Ό. γυρίσανε με βυζά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σου δοθεί χωρίς αντίτιμο, κοινώς το τζαμπέισον.

Χρησιμοποιείται και όταν κάποιος αποφεύγει να δώσει το αντίτιμο που του αναλογεί. Το άτομο αυτό λέγεται λαπατζής ή λαπαδόρος.

  1. - Άσε χτες πήγαμε στο μπαράκι δίπλα και δούλευε ο Νίκος. Ήπιαμε το σβέρκο μας και δε μας πήρε ούτε Ευρώ!
    - Πάλι λάπα τη βγάλατε δηλαδή; Κουφάλες!

  2. - Το βράδυ εννοείται πως θα πάμε στου Γιάννη για ταινία ε;
    - Όχι ρε φίλε δε το μπορώ το τύπο είναι πρηξαρχίδας
    - Πάς καλά ρε έχει λάπα φαΐ και μπύρες
    - Ε άμα είναι έτσι πάμε.

  3. - Που ρε φίλε θα πιούμε καφέ λάπα; Δεν έχω μία.
    - Πάμε στο Μπουρλότο Καφέ θα δουλεύει ο Σάκης τέτοια ώρα θα του πούμε να μας ξηγηθεί λάπα καφεδάκι.

  4. - Χτες πάλι γίναμε ηφαίστεια έτσι;
    - Άστα να πάνε ήταν πολλές οι βόντκες
    - Πλήρωσες πολλά;
    - Μπα ούτε ευρό, δεν ένιωθα και έφυγα λάπα.

  5. - Έλα ήρθαν τα σουβλάκια τεσσεράμισι ευρό έκαστος είναι
    - Πλήρωσε εσύ ρε τα δικά μου για να μη χαλάσω πεντάευρο
    - Τι να μη χαλάσεις πεντάευρο ρε καρναβάλι τεσσεράμισι ευρώ είναι; Πάλι λάπα θες να φας;

  6. - Θα τα πληρώσετε όλα μαζί η ο καθένας χωριστά;
    - Έλα μωρέ κράτα τα όλα από δω και θα τα βρούμε εμείς μεταξύ μας.
    - Άντε παιδιά εγώ τι κάνω τα λέμε αύριο για καφεδάκι πλατεία
    - Που πας ρε λαπαδόρε. Πλήρωσες το μερίδιο σου;
    - Α ναι ρε το ξέχασα.
    - Τι ξέχασες ρε νούμερο πριν εικοσιδύο δευτερόλεπτα πληρώσαμε. Κόψε τη λάπα με μας γιατί θα φας σφαλιάρες καμιά μέρα.

  7. - Καλά που ήσουν προχτές ρε που σε πήρα τηλέφωνο και είχε τόση φασαρία;
    - Είχα πάει στους Red Hot Chilly Peppers ρε!
    - Άντε ρε βρήκες εισιτήριο;
    - Ούτε καν ρε λάπα μπήκα μέσα.

  8. - Θα πάμε θάλασσα τη Κυριακή;
    - Ναι ρε εννοείτε!!!
    - Να πω και στο Μπάμπη;
    - Προφανώς και όχι ο τύπος είναι μεγάλος λαπατζής τρεις φορές το πήρα και δε κόλλησε ούτε ένα ευρό για βενζίνες. Για λάπα είναι πρώτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόσες φορές σας έτυχε να έχετε βγει έξω και να κοιτάτε τον βοηθό σερβιτόρου να παίζει με τον δίσκο και να φαίνεται σαν καραγκιόζης; Και όταν θέλετε να το δείξετε στο φίλο σας για να σπάσετε πλάκα μαζί να σκύβετε το κεφάλι γιατί η πάμπλουτη, πανίσχυρη, μαγική (αν προφέρεται με ιαμβικό μέτρο) και χιλιοτραγουδισμένη ελληνική γλώσσα σας απογοήτευσε μιας και δεν έχει λέξη γι' αυτό, και δεν είσαστε τύπος του «Ψιτ, κοίτα»; Κι όμως! Υπάρχει λέξη!

Ο βοηθός σερβιτόρου για κάποιο λόγο, που αυτή τη στιγμή που διαβάζετε ακόμη ερευνούν, θεωρείται ιδιαίτερα τρέντι και μπάνικη εργασία. Για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια και καταρρεύσει το σύστημα της νυχτερινής διασκέδασης πρέπει να το δείχνουν κιόλας. Οπότε βάζουν τον δίσκο στο δείκτη του «καλού» χεριού (από εδώ το πρώτο συνθετικό) και μιμούνται τον Μάτζικ ή και άλλους μπασκετμπολίστες που γυρνάνε την μπάλα με αυτόν τον τρόπο (το δεύτερο συνθετικό) γυρνώντας τον δίσκο. Την όλη εικόνα συμπληρώνει το απαραίτητο σούφρωμα των φρυδιών του πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, το βλέμμα στο άπειρο και η προσωρινή κώφωση μιας και για να φέρει ένα ποτήρι νερό πρέπει να του το φωνάξεις τουλάχιστον με 120dB.

Πρόκειται για επαγγελματική αργκό και λειτουργεί όπως τα αστέρια στον στρατό, αποτελεί δείγμα προόδου (μαλακία παρομοίωση). Δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των βοηθών αλλά αυτοί χρειάζονται περισσότερη προσοχή πάνω τους, οι σερβιτόρες/οι έχουν ήδη αρκετή. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω»

(Ο φτασμένος βοηθός σερβιτόρου Δημήτρης μιλάει με την πολλά υποσχόμενη Φωτεινή)

Δ: - Και δε μου λες (Φωτεινή σε είπαμε;) πόσο καιρό πιάνεις δίσκο;
Φ: - Θα 'ναι 3 μήνες.
Δ: - Και με πόσα δάχτυλα κρατάς το δίσκο;
Φ: - Με τρία.
Δ: - Τί κλίση έχει η γωνία του αγκώνα;
Φ: - Γύρω στις 110 μοίρες για παρέες των 4ρων ατόμων με 1 κανάτα.
Δ: - Κάνεις δίσκοball;
Φ: - Όχι ακόμη, αλλά το παλεύω.
Δ: - Καλά, έλα να μου μιλήσεις όταν ο Τζόνι σταματήσει να περπατάει.

(από knasos, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.

  2. Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.

  3. Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.

  4. Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».

- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!

- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified