Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαφιόζος. Αναγνωρισμένο μέλος της μαφία, ιεραρχικά πιο σημαίνων από τον απλό σκαπανέα γκάνγκστερ. Παίζει πάρα πολύ σε ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, με Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζο Πέσι, όπως π.χ. Casino, The Goodfellas κ.α.

Ο wiseguy ελπίζει να ανοίξουν τα αφεντικά κάποια στιγμή από καιρού εις καιρόν τα κιτάπια τους και να χριστεί ως ένας made guy, δηλαδή φτασμένος, οπότε απολαμβάνει απόλυτο ρισπέκ και κανείς δεν μπορεί να του χώνεται (fuck around with him).

Δείτε καλύτερα το α' μήδι, στο 2:43

Στο 2:43 (από allivegp, 25/01/11)(από allivegp, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του όρου κόζα νόστρα (= δικό μας πράμα, cosa nostra στα ιταλικά, όρος που δηλώνει την ιταλιάνικη μαφία). Η παράφραση στόχο έχει την στηλίτευση των απανταχού καραγκιόζηδων της νύχτας που μεγάλο τους όνειρο είναι να μοιάσουν με κλασικό μαφιόζο. Η εμφάνισή τους στηρίζεται στην αρχή "τα ράσα κάνουν τον παπά". Είναι τύποι της απόλυτης επίδειξης (μόστρα), συνδυάζουν με μοναδικότητα το λούσο με τη μαγκιά, την ντομπροσύνη με το ξεπούλημα, την ευγένεια με το αιματοκύλισμα. Είναι παληκάρια με περήφανες μανάδες, τσούλες γκόμενες, και υψηλούς οικονομικοκοινωνικούς στόχους στη ζωή. Αν δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη ή δεν μιλούν στο κινητό την ώρα που πηδάνε, πηδάνε καλά, βάσει κανόνων πάντα.

Η κυρα Ντίνα είναι πολύ περήφανη για τον γιο της. Νιώθει ότι έχει έναν πραγματικό άντρα στο σπίτι της. Πού να ήξερε ότι ο μαλάκας της είναι σκέτη κόζα μόστρα, είναι μπλεγμένος στα σκατά και χρωστάει τον κώλο του σε πρέζες, όπλα, δικηγόρους και δεν ξέρω τι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το λαμόγιο ή και λαμόγιας, είναι συνώνυμο του απατεώνα ή κομπιναδόρου.

Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος απο αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.

Πω ρε πούστη, πάλι μ' έκλεψε στα ρέστα αυτό το λαμόγιο στη λαϊκή!

moglie (από GATZMAN, 16/11/10)Le Carte Nnapoletane (από HODJAS, 17/11/10)

Βλ. και λαμόγια, moya.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.

- Πού θες να κάτσουμε τελικά ρε μαλάκα; Μας έπρηξες τα καρκάλια να 'ούμε.
- Γάμησέ τα ρε πούστη: ξέκωλη σερβιτόρα ή ξώβυζη μπαργομούνα; Ιδού η απορία...

(από Khan, 21/04/13)

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H στρηπτιτζού που δεν προσφέρει φραπέ, αναδεικνυόμενη σε περσόνα νον γκράτα των στρηπτιτζόφιλων. Το γεγονός ότι η ντικάφ είναι η περσόνα νον γκράτα του ευαγούς ιδρύματος, οδηγεί και στον όρο «περσόνα νον κάφα».

Συχνότατα η ντικάφ είναι η ομορφότερη κορασίς του ευαγούς ιδρύματος, γι' αυτό εξάλλου και την παίρνει να είναι ντικάφ. Οπότε οι στριπτητζόφιλοι αναπτύσσουν με την ντικάφ μια σχέση αγάπης-μίσους... Παράβαλε τα «Καλλιστεία για την καλύτερη ντικάφ» στο πάλαι ποτέ www.bourdela.com

Συνώνυμα: ντεφραπεϊνέ, defrap, ντιφράπ
Αντώνυμα: φραπεδιάρα

  1. - Η Τζέσικα προσφέρει τζεσικοτσίνο, ή είναι ντεκάφ κι αυτή;

  2. - Τέτοια ομορφιά, τέτοια νιάτα, και να είναι ντικάφ! Αίσχος! Πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι στριπτητζόφιλοι και να της κάνουμε μποϊκοτάζ! Μόνο έτσι έχει δύναμη ο καταναλωτής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified