Selected tags

Further tags

Το πουράδικο αποτελεί ένα ουσιαστικό-ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις εξής τρεις κατηγορίες καταστημάτων:

α) Καπνοπωλεία που ειδικεύονται στα πούρα και στα περιφερειακά των πούρων.

β) Μπαράκια, καφετέριες ή (ψιλό)κυριλέ εστιατόρια-φαγάδικα που συγκεντρώνουν θαμώνες του ηλικιακού φάσματος των σαράντα και άνω, στα οποία κυριαρχούν η χαλαρή μουσική (π.χ. λαουντζιές) και το πιο μινιμαλιστικό και αυστηρό ντεκόρ, και,

γ) Μαγαζιά τύπου μπαρ ή κλαμπάκια στα οποία συχνάζουν γυναίκες ώριμης και/ή προχωρημένης ηλικίας προς αναζήτηση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή (κοινώς ζιγκολό), καθώς και άντρες που δείχνουν προτίμηση σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.

  1. Ετοιμάζομαι για εξόρμηση στο πουράδικο για να χτυπήσω 4-5 πούρα για το τριήμερο. Επίσης ψάχνω για κάτι καθημερινό για τον απογευματινό μου καφέ. Τι λέτε; (εδώ)

  2. Φεύγοντας, μου λέει ένας από την παρέα: «Πρώτη φορά πέρασα τόσο καλά σε πουράδικο.» (Εκ του πουρό -- όρος για -ηντάρη σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από αρσενικά 25-35 που δουλεύουνε σε διαφημιστική ή στην κινητή τηλεφωνία και που πλένει τα χυμένα τους, σιδερώνει τα σιέλ πουκάμισα και τους μαγειρεύει ντολμάδες η μαμά τους.) Είχε δίκιο. Μόνο που δεν είχε ξαναμπεί σε πουράδικο, έτσι; (Εκεί)

  3. Κοίτα κάτι κωλόφαρδοι τύποι που υπάρχουν ρε δικέ μου... εδώ εμείς τρέχουμε απο πουράδικο σε πουράδικο μπας και πετύχουμε καμιά ψώφια και αυτός την έχει στα πόδια του... έχουμε γαμηθει στις ρωσοβουλγάρες freelancer (πιο εκεί, ακατάλληλο κάτω των 18)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θαμώνας των μπουρδελοστούντιο (κυρίως), αλλά κι αυτός που βγάζει δημιουργικά γούστα σε οπουδήποτε άλλου είδους στούντιο (π.χ. φωτογραφικό, ηχογράφησης, κινηματογραφικό). Λόγω κατάληξης, είναι χαϊδευτικό ή και κάπως κατώτερο σε κύρος του σχετικού στουντιά.

Σε καλλιτεχνικά σινάφια μπορεί ενίοτε να υπονοεί μια ανεπάρκεια του καλλιτέχνη να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσματικά δια ζώσης, οπότε και λειτουργεί απαξιωτικά.

Αντίθετα, στα σινάφια των πουτανόβιων, ο στουντιάκιας καταναλώνει, αν όχι τα απλησίαστα φιλέτα της αγοράς, σίγουρα κάτι πιο ανεβαστικό από πλευράς επαγγελματικής ποιότητας, περιποίησης ίσως και εύρους υπηρεσιών που, αφού κοστίζει πολύ παραπάνω απ’ ό,τι προορίζεται για την ..πλέμπα, του προσθέτει μια κάποια αύρα μερακλή, φραγκάτου ή και κορόιδου -απ’ τα πιο περπατημένα στη συγκεκριμένη πιάτσα αλάνια.

  1. Νομίζω κάθε στουντιάκιας που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει στο ενεργητικό του μια συνεύρεση με την Π... (αφού την έχει παινέσει τα μάλα).

  2. Ο φωτορεπόρτερ κατά αντιστοιχία θα πάρει Canon 1Ds MII, ο τοπιάκιας / στουντιάκιας θα πάρει Fujifilm SXPro, ο «φτωχός» θα πάρει Canon 300/350D, Olympus E300 κοκ...

  3. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Λοΐζος ήταν, ας μού επιτραπεί η έκφραση ... «στουντιάκιας», καθόσον του άρεσε πολύ να κάθεται με τις ώρες στο στούντιο ηχογραφήσεων με τους μουσικούς του και να πειραματίζεται με νέους ήχους, με ενορχηστρωτικούς συνδυασμούς κλπ.

  4. Ο Labrie είναι στουντιάκιας. Live δεν έχει τόσο καλή απόδοση.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί όπου ευδοκιμεί το καμάκι. Στέκι που συχνάζουν γυναίκες-μόνες-ψάχνουν. Μπαράκι ή κλαμπίδι όπου το άγριο φλερτ ρυθμίζει την ατμόσφαιρα. Με άλλα λόγια, εστία σύγχρονου νυφοπάζαρου.

Συγκρίσεις και συσχετίσεις

Να μη συγχέεται με το κωλάδικο ή κωλόμπαρο, ή με το στριπτιζάδικο, πόσο μάλλον με το μπουρδέλο: στο καμακομάγαζο δεν έχεις σεπαρέ, οι γκόμενες δεν είναι πουτάνες, ούτε κάνουνε κονσομασιόν, ούτε τα πετάν, απλές πελάτισσες είναι, όπως και οι άντρες.

Να μη συγχέεται και με το παρτουζάδικο (που μπορούμε να πούμε και αλλαξοκωλάδικο, μαγαζί όπου στήνονται σουίνγκερ πάρτι): αν και στο καμακομάγαζο η αλλαξοκωλιά μπορεί να πάει σύννεφο, ο κανόνας είναι παιχνίδι ανάμεσα σ' εργένισσες κι' εργένηδες, ή που ξενοπηδάνε, και που οπωσδήποτε βρίσκονται σε μάλλον ρομαντική φάση για να καταλήξουν σε οργανωμένο σουίνγκερ κλαμπ.

Τέλος, να μη συγχέεται ούτε με το γκέι μπαρ ή κωλομπαρόμπαρο: αν και στην ατμόσφαιρα πιο πολύ σε γκέι μπαρ φέρνει παρά σε μπουρδέλο, κωλάδικο ή παρτουζάδικο (γκέι μπαρ και καμακομάγαζα έχουν οπωσδήποτε κοινή τομή), το τρου καμακομάγαζο αγκαλιάζει τους πάντες, και ετερό και ομό –άλλο αν οι δε προτιμάν για ευνόητους λόγους τα δικά τους μαγαζιά–, και σίγουρα δεν διαθέτει νταρκ ρουμ.

Το καμακομάγαζο δεν γεννιέται, γίνεται: αντίθετα με τα μπουρδέλα, τα κωλάδικα, τα στριπτιζάδικα, τα παρτουζάδικα ή τα γκέι μπαρ, δεν πλασάρεται ως τέτοιο· προκύπτει ως τέτοιο, μέσα 'πο το κέφι των θαμώνων και πελατών, και τη δική τους πρωτοβουλία. Το μόνο που έχει να κάνει το μέρος είναι να αφήσει χώρο για τέτοιες πρωτοβουλίες. Πώς έχεις ας πούμε βιβλία της λεγόμενης παραλογοτεχνίας απ' τη μια, αφιερωμένης και πρόορισμένης σε ένα είδος, και της απλά λογοτεχνίας απ' την άλλη, που σε πάει όπου θες, έτσι και τα καμακομάγαζα είναι απλά νυχτομάγαζα που τους βγαίνει στο κόκκινο, όχι με το στανιό, αλλά αβίαστα.

Και το κυριότερο, σε αντίθεση με τα άλλα, θα δεις πολύ χαμούρεμα αλλά δύσκολα να δεις πήδημα μες στο μαγαζί. Στο καμακομάγαζο πάει η γυναίκα ξέροντας ότι ό,τι και να γίνει, θα τονωθεί η γυναικεία της αυτοπεποίθηση και άμα θέλει θα γυρίσει σπίτι με παρέα. Ο άντρας πάει ξέροντας ότι τουλάχιστον θα γυρίσει με πολλή δουλειά για το σπίτι, πιθανότατα θα σκάσει κάνα φιλάκι, και αν του κάτσει και γουστάρει, θα γυρίσει σπίτι με παρέα.

Στα καμακομάγαζα, όσο κι' αν χοντρύνει το πράμα, θα παραμείνει ερωτικό, δεν θα διολισθήσει στο ξερά σεξουαλικό, για να χρησιμοποιήσω την ξεχειλωμένη αυτή διάκριση: μέρος για καυλωμένους ερωτιάρηδες ή για σεξουαλικά ανελεύθερους, διαλέγετε και παίρνετε.

Ή τουλάχιστον, έτσι έχω δει εγώ. Συνθηματολογώντας, μπορούμε να πούμε ότι κάθε μπαρ ή κλαμπ θα ήθελε να γίνει καμακομάγαζο. Σύνθημα παραπλανητικό, γιατί απ' την άλλη έχεις και το συμπληρωματικό δέος, τα στέκια για το σβήσιμο· εκεί που καταλήγ' η γκόμενα που παράηταν μπερδεμένη για να μη γυρίσει μόνη, κι' ο γκόμενος που παράηταν σαν αγρίμι για να μη γυρίσει μόνος. Στο σβήσιμο είναι που καμιά φορά ολοκληρώνεται το καμακομάγαζο. Αλλ' ας μιλήσουν κι' οι εργάτες της νύχτας επαυτού.

[...γιατι πολλά τα είπαμε και σήμερα...]

  1. Όλοι όσοι εργαστήκαμε στο Tσακ την περίοδο 1993-1998, ανεξαρτήτως ειδικότητας, έχουμε καλές αναμνήσεις, επειδή εκεί μέσα κυρίως μας δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξουμε αληθινούς δεσμούς φιλίας, αλλά και να γνωρίσουμε ανθρώπους του άλλου φύλου και να κάνουμε σχέσεις. Και τώρα αναρωτιέμαι. Τι είναι αυτό άραγε που εκτόξευσε τη δημοτικότητα αυτού του μαγαζιού στα ύψη; Η αισθητική του χώρου, μάλλον όχι, γιατί πολλοί το χαρακτήριζαν ως υπόγειο υποβρυχίου! [...] Η μουσική του πάλι είναι ένα θέμα συζήτησης που δε με συμφέρει. :-) Μήπως ήταν η επικοινωνία των εργαζομένων με το κοινό τέτοια ή ήταν απλώς καμακομάγαζο; (από εδώ)

  2. Δίπλα στο Frangelico μένεις; Μιλαμε για το καμακομάγαζο (άσχετο :-> τεκνό ο πορτιέρης). Στις 05:00 το πρωί και ερχότανε κόσμος. (από εδώ)

  3. την επομενη μερα ξυπναω ζαβλακομενη απο την κουραση και με αποφασεις να παραμεινω σημερα σπιτι για ταινια. κι εκει που τρωω το μεσημεριανο μου θυμαμαι τον τυπο εχτες και ποσο θα ηθελα να τον γνωρισω. δεν θα το αφησω ετσι σκεφτηκα και αποφασισα να χρησιμοποιησω το καταλληλο εργαλειο για τετοιες «βρωμικες» δουλειες..και φυσικα μιλαω για το γνωστο σε ολους καμακομαγαζο facebooook! (από εδώ)

Σύγκρινε με προκαταρκτικάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γαλλική λέξη «début», που σημαίνει πρώτη εμφάνιση. Συνώνυμο του «επανακυκλοφορώ».

Χρησιμοποιείται για την πρώτη και εκθαμβωτική εμφάνιση που πραγματοποιεί κάποιος μετά από μεγάλη απουσία από τις νυχτερινές εξόδους, κυρίως μετά από χωρισμό.

  1. - Θα πάμε πουθενά απόψε; - Θα ακολουθήσεις; Εσύ έχεις να μας κάνεις την τιμή μήνες! - Ε,ναι λοιπόν. Απόψε ντεμπουτάρω!!!

  2. Πάρ' το απόφαση επιτέλους! Πλύσου, ντύσου, στολίσου! Πρέπει να ντεμπουτάρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομα τα οποία συναντώνται κυρίως στην επαρχία και τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μουσική υπόκρουση σε μαγαζιά που λειτουργούν ταυτόχρονα ως καφετέριες, bar, ταβέρνες και club.

Συνήθως φοράνε ρούχα αμφιβόλου αισθητικής με αποχρώσεις και υλικά που δεν ταιριάζουν αναμεταξύ των.

Είναι πολύ δημοφιλείς σε κοινωνικές ομάδες χαμηλού πνευματικού επιπέδου και φτωχής αισθητικής. Οι μουσικές επιλογές τους είναι συνήθως ένα μείγμα ποπ και τσιφτετελιού με μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα δημοτικής μουσικής. Μια από τις κύριες τεχνικές που χρησιμοποιούν είναι η αναπαραγωγή έτοιμων «μιξαρισμένων» δίσκων από άλλους επαγγελματίες DJ, τους οποίους υποκρίνονται ότι «μιξάρουν» επί τόπου. Συνήθως το μουσικό πρόγραμμά τους επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στη βραδιά λόγω των λίγων «προμιξαρισμένων» CD που διαθέτουν.

- Γιατί παίζει συνέχεια τα ίδια; Πρώτη φορά ακούω αυτά τα πράγματα...
- Και όμως. Είναι ο καλύτερος βλαχοντιτζέι που διαθέτουμε.

(από chrismegas, 01/03/11)(από chrismegas, 01/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράμπικα ή Coffea arabica είναι ποικιλία καφέ από την αραβική χερσόνησο και την απέναντι Αιθιοπία και Σουδάν. Στην μπουρδελιάρικη ιδιόλεκτο είναι, όπως μας πληροφόρησε Επισκέπτης εδώ, το φραπέ, δηλαδή η εταιρική χειρομαλακία, που προσφέρεται από αφρογενή κορασίδα σε στιπτιτζάδικο φραπενείο.

Μπορούμε να πούμε ότι ως αράμπικα μπορεί να εννοήθει γενικά μια αφρογενής εργάτρια του σεχ, ιδίως όμως μία που προσφέρει φραπέ λ.χ. σε στριπτιτζάδικα ή μασατζίδικα, καθώς και η ίδια η πράξη του φραπέ από Αφρογενή φραπεδιάρα.

Λίγο πιο φλώρικα λέγεται και Μοκατσίνο.

Το λήμμα αποτελεί ταπεινή απότιση τιμής στην Παγκόσμιο Ημέρα Frappernité, δηλαδή την 27η Φεβρουαρίου.

  1. Εφτασα 03:00 και το μαγαζί ήταν α΄δειο από πελάτες... μόνο 6-7 κοπέλλες είχε (2 αράμπικα), δυνατή μουσική και στο video wall πορνόταινία !!! (Εδώ).

  2. Το ουκρανάιζερ ήταν ντεφραπεϊνέ, κι έτσι αναγκάστηκα να πάρω πριβεδιά μια νόστιμη μαυρούλα για αράμπικα στον χιλιοχυμένο καναπέ του παταριού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει εκπορνεύομαι, και γενικά, αλλά κυρίως ως τραβεστί, ως τραβέλι, ή ως τρανσέξουαλ, λόγω ασφαλώς του ότι η αμαρτωλή λεωφόρος Συγγρού είναι τόπος πιάτσας για τους τοιούτους. Μεταφορικά, λοιπόν, χρησιμοποιείται για ακραίες περιπτώσεις ξεφτίλας, όπου κάποιος αναγκάζεται να εκπορνευτεί (κυριολεκτικά ή ηθικά), αλλά να χάσει και τον ανδρισμό του.

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού.

Στο 6.20. (από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified