Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).
Μας κέρασε βιδάνιο.
Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).
Μας κέρασε βιδάνιο.
Got a better definition? Add it!
Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.
Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.
1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.
2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.
3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.
- Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
- Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)
(στη σχολή)
- Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
- Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.
Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:
- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.
Got a better definition? Add it!
Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.
Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
(Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).
Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογικά, απ’ τη «ντρόγκα» που μας ήρθε απ’ την ιταλική «droga» κι αυτή απ’ το αβέβαιης προέλευσης γαλλικό «droge»: προμήθεια, στοκ, εφόδιο. Πιθανώς απ’ το ολλανδικό «droge-vate»: ξηρά βαρέλια ή το «droge waere»: ξηρό υλικό.
Παρεμπιπτόντως, το ξηρό αυτό υλικό συσχετίστηκε λανθασμένα με το περιεχόμενο των βαρελιών που ήταν εμπορεύματα, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα βότανα. Όμως τα τότε φάρμακα αποτελούνταν κυρίως από αποξηραμένα βότανα. Έτσι, προήρθε ένας συσχετισμός με φάρμακα και χημικά συστατικά (14ος αιώνας), κατόπιν με δηλητήρια (16ος αιώνας) και μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε συσχετισμός με ναρκωτικά και οπιούχα.
Σημαίνει τον φαρμακωμένο από κάθε είδους φαρμάκι είτε αυτό είναι ντρόγκα, είτε ντόπα, είτε οποιοδήποτε άλλο χημικό κατασκεύασμα που εξασφαλίζει παροδικά είτε επιπλέον αντοχή στην καθημερινή παράνοια, είτε καταστολή των παρενεργειών της (π.χ. κατάθλιψη).
Έτσι, κάποιοι δύστυχοι απόγονοι του homo sapiens παραμένουν στους κόλπους της πολιτισμένης πλην κακούργας κοινωνίας τους προσπαθώντας είτε να της ξεφύγουν έστω και για λίγο, είτε να φανούν αντάξιοι των προδιαγραφών της, είτε να ανταπεξέλθουν τόσο στους απάνθρωπους ρυθμούς της, όσο και στους υπεράνθρωπους στόχους επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης που αυτή θέτει.
Για το θηλυκό ακούγεται το «ντρογκάτα».
1.
…εδώ τα πράγματα έχουν αρχίσει να σοβαρεύουν, πριν κάνα μήνα είχαμε τους «σουηδούς» που κυκλοφορούσαν με μαχαίρια στην παραλία της πόλης, μετά γεμίσαμε από κλεφτρόνια και ντρογκάτους, τελικά μήπως θα πρέπει να πάρει η πολιτεία-δήμος δραστικά μέτρα, πριν αρχίσουμε να φτάνουμε σε σημεία αυτοδικίας για να προστατέψουμε τις οικογένειές μας;
2.
Αν ζούσαν σήμερα και ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που ήταν τότες, ο Γκαίτε θα ήταν νεοταξίτης υπουργός της Μέρκελ και ταυτόχρονα εστέτ συγγραφέας, και πολύ καθίκι της άρχουσας τάξης, ενώ ο Ντασταιέφκσι, θα ήταν ντρογκάτος, αλκοόλας, πανκ άρτιστ στη Μόσχα, αβανγκαρντίστας που θα τον καταλάβαιναν οι συντηρητικοί φιλότεχνοι όσο καταλαβαίνω εγώ από μανδαρίνικα.
3.
όταν α) έχεις το σημαντικότερο παιχνίδι της ιστορίας σου στην Ευρώπη, σε 4 μέρες, β) παίζεις αποδεκατισμένος, χάριν της ελληνικής διαιτησίας, γ) δεν παίρνεις ούτε τα τσόφλια μέσα στο γήπεδό σου, είναι αστείο να συζητάμε για πάθος, αγωνιστικότητα, καλή μπάλα και τα τοιαύτα. Εκτός και είσαι ντρογκάτος σαν τα αστέρια των ουσιών της ιβηρικής.
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημάδι στο αριστερό συνήθως χέρι, μεγέθους νομίσματος των είκοσι λεπτών, προκαλούμενο υπό του εμβολίου κατά της ευλογιάς που γινόταν με εξασθενημένο ιό από νοσούντα βοοειδή (δαμάλια). Κατά την εφαρμογή του εμβολίου άνοιγε πληγή στο δέρμα του χεριού που διαρκούσε μέχρι τρεις εβδομάδες (αν όλα πήγαιναν καλά). Παλιότερα κάτι έκαναν και με κάτι ξυράφια αλλά δεν τον κόβω κιόλας.
Το συγκεκριμένο παράσημο εικάζω ότι σταμάτησε να απονέμεται στην αρχή της καλόγουστης δεκαετίας.
Τάργκετ γκρούπ ήταν τα παιδιά από δέκα ως δώδεκα χρόνων τα οποία συνήθως ήταν δεξιόχειρες, άντε και αμφίχειρες, και καθώς τα περισσότερα ήταν είτε μαθητές είτε χειρώνακτες έτρωγαν το εμβόλιο στο χέρι που και καλά δεν χρειαζόντουσαν άμεσα στην καθημερινότητά τους για το χρονικό διάστημα που διαρκούσε ο πόνος .
Η λέξη προέρχεται απο το Ιταλικό vaccina που θα πει εμβόλιο, στα Εγγλέζικα vaccine.
Η όλη διαδικασία λέγεται και δαμαλισμός.
Κι ητανε ενα εμβολιο του δαμαλισμου το λεγανε, μαλλον για να μη γινουμε δαμάλια μεγαλωνοντας, που βγηκε επικινδυνο και το αποσυρανε οταν ητανε η σειρα του να το κανω, και μεχρι να βγει το καινουργιο η μανα μου το ξεχασε, και δε τοκαμα ποτε, μαλλον γιαυτο γινηκα μοσχαρα μεγαλωνοντας, αλλα κανεις δε μας ειπε τι απογινανε τα παιδακια που χανε προλαβει να το κανουνε απο εδώ
Τα πιο συνηθισμένα προφυλακτικά εμβόλια είναι τα εξής: τ' αντιδιφθεριτικά και αντιτετανικά, τ' αντιτυφοπαρατυφικά, το αντιφυματικό, γνωστό σαν εμβόλιο του Καλμέτ, το αντιλυσσικό, το αντιπολιομυελιτικό, που γίνεται ενδομυϊκά, ή από το στόμα, το αντιευλογιακό ή δαμαλισμός, όπως επιστημονικά λέγεται, επειδή το μικρόβιο αρχικά πολλαπλασιάζεται στο δέρμα των δαμαλιών, το αντικοκιτικό και το εμβόλιο ενάντια στην ιλαρά.απο εκεί
«Διάλεξις επί της αγελαδινής ευλογιάς». Τέλος, το τέταρτο ήταν το κεφάλαιο «Εύρεσις της δαμαλίδος ή δαμαλισμού, κοινώς λεγομένης Βακκίνας», στο βιβλίο του ιατρού Σεργίου Ιωάννου, «Πραγματείας Ιατρικής, τόμος πρώτος περιέχον επίτομον Ιστορίαν της Ιατρικής Τέχνης», Κωνσταντινούπολις 1818. Ας σημειωθεί ότι ο όρος δαμαλισμός, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα, εισάγεται στην ελληνική ιατρική ορολογία, το 1802. ....και .........
Απαριθμεί όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες γρήγορα διαδόθηκε και είχε αρχίσει, μe νόμο να εφαρμόζετai στα παιδιά. Μάλιστα, αναφέρει ότι στη Ρωσσία το 1800 η αυτοκράτειρα «ωνόμασε Βακσινόφ το πρώτον υποτεθέν παιδίον εις αυτήν την πράξιν » του εμβολιασμού... από παρέκει
Got a better definition? Add it!