Υπόλειμμα, αυτό το ελάχιστο που έχει απομείνει από οτιδήποτε – συνήθως στην καθομιλουμένη αναφέρεται για το σαπούνι.

Σλαγκικά: Κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι τον χαρακτηριζόμενο ως απολειφάδι τον έχουμε στο χέσιμο και δεν τον υπολογίζουμε αν είναι να παίξουμε μπουνίδια. Κυρίως αυτό συμβαίνει λόγω χαμηλού status, επειδή είναι κοντός και σαφρακιασμένος - σε σχέση με τον έτερο της συζητήσεως τουλάστιχον.

Πρόκειται για έναν άθρωπα που χαρακτηρίζεται επίσης ως:
*ντολμάς
*τσιτσίκος
*μισή μπουκιά, *μισοριξιά
*μισή μερίδα
*τάπα
*τάπερμαν
*πινέζα
*μπασμένος
*κουβάς
*ζουμπάς
*ένα κι ένα milko
*ένα κι ένα άφιλτρο
*ένα και τίποτα
*μπασμένος στο πλύσιμο
*στούμπος

Αντίθετο (κοντός και σαφρακιασμένος αλλά...): νάνος αλλά με κάτι αρχίδια νααα

Τσαμπουκάς στο φανάρι.

Απολειφάδι: - Γιατί με έκλεισες ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις αγάμητο ρε πούστη, θα σου ισιώσω τα παΐδια ρε καριόλη, θα σε σκίσω (μπλα μπλα)

Αυτός που χέζει στο δάσος (ξάπλα στο κάθισμα, με τον αγκώνα έξω από το παράθυρο, χασμουριέται και απαντάει): - Α, πάγαινε ρε απολειφάδι, θα μου κλάσεις κανονικάαααα (μαρσάρισμα, μπουχός).

Άντ\' από \'δω ρε απολειφάδι... (από Galadriel, 24/02/09)ultrasonic bath (από pavleas, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα! Τώρα διαλέγετε και παίρνετε! Είτε την αριθμητική έννοια (κυριολεκτικά μία μισοριξιά ή μεταφορικά ένας περιορισμένης ευθύνης), είτε την σκατολογική έννοια (το προϊόν της κλανιάς, την κοινή πορδή, δηλαδή ένας ασήμαντος, ένας τιποτένιος).

All time classic μπαρμπαδισμός.

συνώνυμα : μυγόχεσμα, ρετάλι, ρεμάλι, μπετόβλακας,

  1. - Ρε χθες ανακάλυψα ότι αυτοί οι δύο είναι αδέλφια. Δεν θα το πίστευα αν δεν μου το 'λεγαν οι ίδιοι.
    - Κανείς δεν το πιστεύει. Ο ένας σοβαρός, λιγομίλητος, ντεκλαρέ και ωραίος τύπος, και ο άλλος αλήτρα πρεζέμπορας, χωρίς ιερό και όσιο.
    - Ο θεός έφτιαξε πλάσματα, έφτιαξε και κλάσματα.....

  2. - Και που λες, σκάει μύτη χθες ένα πλάσμα στην καφετέρια, πάθαμε όλοι. Ίσαμε τρία χιλιόμετρα πρέπει να ήταν το δεξί της πόδι, κι άλλα τόσα το αριστερό. Και άριστη κατασκευή. Όχι σαν κάτι ασύνδετα αγγούρια. Αλφαδιασμένη, από πάνω μέχρι κάτω. Αναστάτωση, πέφταν δίσκοι, ποτήρια, σταμάτησαν συζητήσεις κλπ.
    - Και να λείπω;
    - Κάτσε να ακούσεις τη συνέχεια. Και εκεί που είναι απλωμένο το πλάσμα, σκάει ένα κλάσμα ανδρός, και ο μούναρος σκύβει και του ρίχνει ένα ρουφηχτό! Και μένουμε σέκοι!! Κοίτα να δεις το λιμό αντράκι. Να κυκλοφορεί τέτοιο πλάσμα. Κουφαθήκαμε!!!

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.

  2. Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.

  1. Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;

  2. Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ευρύτερα από τον έτερο ορισμό που θίγει την εμφάνιση μύγα.

Το λέμε ως βρισιά για άνθρωπο που είναι τιποτένιος, ανάξιος λόγου, ουτιδανός, όπως και τα μυγοκούραδο, μυγόχεσμα και το μυγόφτυσμα, από το οποίο είναι μάλλον «σωστότερος» και συνηθέστερος τύπος.

Επίσης, θίγει και εμφανισιακά χαρακτηριστικά. Λ.χ. μικρόσωμο ή νεαρό άτομο. Η κοπέλα που είναι μικροκαμωμένη και ωσεκτουτού δεν προκαλεί εμπιστοσύνη ότι θα είναι σεξουάλα στο κρεβάτι (ενίοτε όμως εκπλήσσει). Ή γυναίκα μοντελέ ανορεξικιά.

  1. Κανει και γουαιλντ σεξ το κινεζικο μυγοφτυμα. Σε λιγο θα μας πεσει ο τοιχος-γυψοσανιδα στο κεφαλι. (εδώ).

  2. Ενιωσα αηδια και αποστροφη οταν ειδα την Γκαγκα να χρησημοποιει το πιανο του τεραστιου John Lennon ή οταν αυτο το μυγοφτυμα ο Bieber ειπε οτι δε θα δεχοταν να συνεργαστει με καλλιτεχνες οπως π.χ. η Mariah Carey (σαφως πιο καταξιωμενη και επι πολλα χρονια επιτυχημενη τραγουδιστρια). (εδώ).

  3. για αυτο ειχα κανει το ερωτημα. πως μια πραγματικα ωραια γυναικα οπως η καρυδη λογω μη στυλ δεν βγαζει την σεξουαλικοτητα που θα επρεπε σε σχεση με την ομορφια της και την βγαζει το μυγοφτυμα η ηλιακη. (εδώ).

Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος και τιποτένιος άνθρωπος, αυτός που είναι ακόμη πιο ουτιδανός κι από ένα μυγοκούραδο ή ένα μυγόχεσμα.

  1. Τα μυγοφτύσματα ΔΕΝ είναι σημεία στίξης. (από Facebook).

  2. Μαλακιασμενη, παλιοχαμουρα, μυγοφτυσμα, μπαζοθυελλα, κολομπαμπουρα! Που θα με πεις εμένα παιδαρέλι μωρή! (εδώ)

  3. εχουμε τοσες γυναικαρες στην ελλαδα και μοντελα και παρουσιαστριες είναι δυνατον να ασχολουμαστε με το μυγοφτυσμα (εδώ).

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified