Further tags

Ο Μιλφιάδης, ο μιλφομανής, ο μιλφόσαυρας.

Όστις συνοδεύει το μιλφέιγ του με μιλφ σέηκ, μιλφάροντας μόνο με μιλφάρες, μιλφομάνες, μιλφούδες και μιλφίδια.

Εκ του μιλφ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1. Τώρα που είδα την Λυμπεράκη κατάλαβα γιατί έκανε κόμμα ο Θεοδωράκης. Είναι μιλφάκιας!!!

2. Mετά την Άντζελα Γκερέκου και η Νόνη Δούνια στη ΝΔ. Αντώνης ο μιλφάκιας.

3. Μιλφάκιας από μικρός. Στα 4 προτιμούσε τις 7χρονες. Μετά μεγάλωσε, άλλαξε γούστα και γι'αυτό τώρα τον κυνηγάει ο Πα-τέρας της Κατερινούλας.

4. Ο Στιβ Νας οχι απλά είναι μιλφάκιας, αλλά το παράκανε! Σαν την μάνα του είναι αυτή

Ο μιλφάκιας Μιλφιάδης φουχτώνει τα καλά γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας (από σφυρίζων, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουαναμπής είναι αυτός που wanna be, ο φιλόδοξος από ματαιοδοξία ένα πράμα, σε βερσιόν και προφορά ελληνική και μάλιστα κλίνεται: ο γουαναμπής, του γουαναμπή, πληθ: οι γουαναμπήδες. Πάντα και μόνο στο αρσενικό.

Για περισσότερα, παραπέμπω στον πληρέστατο ορισμό του sarant εδώ και κατά τ' άλλα απλώς καταγράφω στο σλανγκρ τη λέξη παραθέτοντας και παραδείγματα από το νέτι.

  1. Τέλος πάντων, πνευματικός άνθρωπος γουαναμπής, δεν δίνω σημασία σε ελάσσονα πολιτικά ζητήματα, και σπεύδω να διαβάσω το όντως αξιοδιάβαστο ένθετο για τον πολιτισμό, τις τέχνες και το βιβλίο...

  2. Στην δεύτερη φωτό είναι κάποιος πρώην χορευτής μπρέηκ-ντάνσινγκ από το πρώην ανατολικό μπλοκ που βλέπει πρώτη φορά τόουνλαμπ, δεν ξέρει τι κάνει αλλά έχει χεστεί από την χαρά του που έχει κάτι που δεν ξέρει τι στο διάλο κάνει. Αγνός νεοκαπιταλισμός, ροκ-γουαναμπής και κ***ς φινιστρίνι.

  3. Διαμαρτυρόμεθα εντόνως διότι το δράμα που ζει στις φυλακές του Κορυδαλλού ο Ντάφυ Ντακ δεν συγκινεί κανέναν! Αλλά έτσι είναι βέβαια, ο Πόρκυ που είναι μικροαστός γουαναμπής να βγει, ο Ντάφυ να σαπίσει διότι είναι αναρχοαυτόνομος

από το δίχτυ όλα κι άλλα πολλά.

(από Khan, 25/11/11)(από Khan, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά για το βαρετό, το ντεκαυλέ, το παρώ, το αντίθετο του κίνκι. Στα ελληνικά, χρησιμοποιείται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα (όπως άλλωστε και στα αγγλικά), για να περιγράψει το σεχ που δεν έχει σαδομαζό στοιχεία (ή έστω έχει λίγα, μια και σεξ χωρίς καθόλου σαδομαζό διάσταση ίσως δεν υπάρχει), και είναι ωσεκτουτού φριχτά βαρετό. Επιτομή της βανίλιας είναι ο ιεραπόστολος. Η σειρά από την βανίλια προς την αποβανιλοποίηση πάει περίπου: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSMτζής.

Προφάνουσλυ, προκύπτει από το ότι η βανίλια είναι το πιο ουδέτερο και άχρωμο άρωμα λ.χ. σε κρέμες, παγωτά κ.ά., που υπάρχει επιλογή μεταξύ πολλών.

Θρεντ εδώ:

είστε σε bdsm ή βανίλια σχέση;

- Vanilla θα έλεγα αλλά με πολλά στοιχεία BDSM καθότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Πως λέμε ρε παιδί μου « θα σε γαμήσω που θα σε γαμήσω, ας βάλω και λίγο αίσθημα »
- Είμαι σε ένα περίεργο σύμπλεγμα BDSMικής σεξουαλικά και στα παιχνίδια σχέση με βανιλικα συναισθήματα και συμπεριφορές κατά διαστήματα
- Εγω σε vanilla γαμο με στοιχεια και διαθεση bdsm (και απο τους 2) - Εχω σχεση, συζουμε, τον πλακωνω συχνα στις φαπες αμα με παραζορισει, αυτος με βριζει, εγω τον φτυνω, αυτος με φασκελωνει, οταν παει να κατσει στο pc του τραβω την καρεκλα με αποτελεσμα να κοπανιστει στο παρκε, αλλοτε παλι μου κλεινει το φως ενω κανω ντους μπας και τσακιστω, κατι σαν τον πολεμο τωμ Ροουζ ενα πραγμα!
Ειμαστε τοσο υποδειγματικο ζευγαρι!

Ιδού η απορία! (από Khan, 20/09/10)Βανίλια με Βίσση (από Khan, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γκέι φυλή που χαρακτηρίζεται από πληθωρική σωματική διάπλαση, πολλή τριχοφυΐα, μούσι και γκαρνταρόμπα που περιλαμβάνει απαραιτήτως πουκάμισο - τραπεζομάντηλο ξυλοκόπου.

Μπαμπαρκούδοι (daddy bears) αποκαλούνται οι μεγαλόσωμοι αρκούδοι οι οποίοι θέλγονται από αρκουδάκια (cubs). αρκούδους δηλαδή μικρότερης ηλικίας ή μεγέθους. Πουστρόλυκοι (gay wolves) δε αποκαλούνται οι πιο μυώδεις και εκδρομικοί αρκούδοι.

Η σεξουαλική ιαχή του αρκούδου προς άλλον αρκούδο είναι «woof!» ή «γκρρ!»

Η υποκουλτούρα των αρκούδων ξεκίνησε στο Σαν Φρανσίσκο (πού αλλού;) στις αρχές των '80s από γκέι που ένιωθαν άβολα με το πρότυπο της γυμνασμένης και τριχοφοβικής πλην ντυμένης στην τρίχα αδελφής-συλφίδας. Στην Ελλάδα, συνειδητοποιημένοι αρκούδοι έκαναν το ντεμπούτο τους στα τέλη των '90s.

Εκ του αγγλικού bear.

Ασίστ: The slangus formerly known as Hank.

- Στην Ελλάδα οι αρκούδοι μαζεύονταν ατύπως στο Alecos Island Bar. Το 1998 (πραγματοποιήθηκε η) πρώτη προσπάθεια συσπείρωσης των ελλήνων αρκούδων, οργανώνοντας το πρώτο πάρτυ, τυπώνοντας μπλουζάκια και περιμένοντας ελάχιστο κόσμο - αλλά μαζεύτηκαν 200 άτομα. Ακολούθησαν δύο συναντήσεις και πάρτυ, την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα. Από το 2001 έγιναν μερικά bear in the sun πάρτυ, σε ξενοδοχεία κλεισμένα όλα από αρκούδους. Τα πάρτι κράτησαν περίπου 2 χρόνια, ύστερα το bear κίνημα έγινε πιο ιντερνετικό. (από εδώ)

- Ο gay χώρος έχει πολλάκις κατηγορηθεί για δουλική υποταγή στα κελεύσματα της μόδας. Το αμερικανικό πρότυπο του ωραίου gay άνδρα (και σταδιακά και του str8) τον θέλει μυώδη, άτριχο πατόκορφα και, βρέξει - χιονίσει, με εφαρμοστό T-shirt. Υπάρχουν όμως άνδρες που ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα: οι bears (αρκούδοι στα καθ'ημάς) είναι gay άνδρες που δεν κατασκηνώνουν σε γυμναστήρια, εχουν κοιλίτσα και γενικά εγκαταλείπουν το πρότυπο του Μπραντ Πιτ στο βασίλειο του σελιλόιντ.
(Time Out Athens, Μάρτιος 2005)

Ο γουτσισμός μεταξύ αρκούδων ειναι εκ των ων ουκ άνευ... (από Vrastaman, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ηλεκτρονικό καμάκι, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο στις μέρες μας που ο κόσμος διαθέτει εύκολα πρόσβαση στο internet. Κατά μία έννοια, είναι και πιο εύκολο γιατί έχεις χρόνο να σκεφτείς τι θα πεις. Τη «γλώσσα του σώματος» την υποκαθιστούν διάφορα emoticons (φατσούλες κλπ). Μπορεί να γίνει σε κάποιο chat (π.χ. IRC), σε sites όπως Zoo, Facebook κλπ.

- Πάλι στον υπολογιστή είσαι; Τι κάνεις πια;
- Ψήνω κάτι γκομενάκια που γνώρισα εδώ στο Facebook!
- Κόψε ρε συ το e-καμάκι και βγες έξω να γνωρίσεις κανα πιπίνι από κοντά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι γκίκουλες, οι μαοϊστές αλλά και ορισμένες γιαγιούμπες τα ασύρματα τοπικά δίκτυα.

Εκ του αγγλικάνικου WiFi.

Ασίστ: sarant.

- Μπήκα για λίγο από ένα κλεμμένο γουήφι, αλλά δεν νομίζω να ξαναμπώ ως το βραδάκι, να είστε φρόνιμοι!
(εδώ)

- Τεσταρίστηκε χθες και με το γουίφι έπιανα 1.8 Μ/ς απο φτπ ενώ το πάουερλάιν έπιανε 550 μαξ για το ίδιο
(εκεί)

(από Khan, 11/04/14)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified