Further tags

Το αντίθετο του κοπιράιτ (copyright). Το υλικό (κείμενα ή πολυμέσα) που δεν υπάγονται σε νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε αριστερά/αναρχικά κείμενα και δείχνει τη δυνατότητα που υπάρχει για ελεύθερη διακίνηση αυτού του υλικού.

copyleft αναρχική συσπείρωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη των καλιαρντών. Εκ του πιάνομαι και του μουτζό που σημαίνει αιδοίο ή γυναίκα και, όπως μας υπέδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, δεν έχει σχέση με την μούντζα, αλλά με την ρομανί λέξη mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα.

Το μουτζοπιάνομαι περιγράφει απρεπείς τσακωμούς μεταξύ κίναιδου (ή και στρέιτ άντρα) και γυναίκας ή δύο γυναικών μεταξύ τους, που χαρακτηρίζονται από μαλλιοτραβήγματα, ξεμαλλιάσματα, καλλιτεχνικό κατινάζ, ή στην καυλύτερη των περιπτώσεων mud wrestling. Πλέον σε μη αυθεντικά καλιαρντό πλαίσιο, η έκφραση χρησιμοποιείται ειρωνικώς για τσακωμούς, όπου το διακύβευμα δεν είναι σημαντικό, λ.χ. για διαδικτυακές τηλεμαχίες.

  1. Το δημοψήφισμα που σκέφτονται
    να μας βαλουν οι« κυβερνώντες»
    μια καινουργια περιπετεια δηλ
    μονο και μονο για να μας κανουν να μουτζοπιαστουμε παλι και να κρύψουν τις πομπες τους κατω απο το χαλι. (Αποκατέ).

  2. Παντως το χουμε παραχεσει το τοπικ........μονο για το θεμα του δεν μιλαμε...χαχα.......σε λιγο θα μουτζοπιαστουμε κιολας, ποιος στην χαρη μας...... (Αποκατέ).

  3. Έρχονται δύο καινούριες γυναίκες στην παρέα που είναι φίλες του κολλητού του γκόμενού σου. Λες στην κολλητή σου: «Ντικ τις μούτζες με τα εξτέ, πώς δικέλουν το δικό μου, αν τολμήσει να του μπενάψι τίποτα θα μουτζοπιαστούμε». (Αποκατέ).

Με την καλή έννοια (από Khan, 09/02/12)

Βλ. και μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγγός, από το αγγλικό mute που βρίσκεται σε κάθε τηλεκοντρόλ που σέβεται τον εαυτό του.

- Έπιασες τελικά κουβέντα με το γκομενάκι;
-Μπα...εγώ μίλαγα κι αυτός καθότανε σαν μούτος όλη νύχτα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί ο σπασαρχίδης. Αυτός που συνηθίζει να ενοχλεί και να τα σπάει σε όλους.

- Τι έγινε ρε Γιάννη πήγατε για καφέ με τον Πέτρο εχθές;
- Ναι πήγαμε αλλά δεν κάτσαμε...
- Γιατί μόλις φτάσαμε στο καφέ είδαμε ότι ήταν εκεί και ο Μάκης, ο μπρέηκμπωλ...αν καθόμασταν θα μας τα έσπαγε πάλι...

(από elpetsador, 02/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντερβεσίδικη παραλλαγή της γνωστής φράσης έγινε της πουτάνας. Χρησιμοποιείται κυρίως από κουτσαβάκηδες των Βορείων Προαστίων Αττικής. Συσχετίζεται συνήθως με υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και μετέπειτα ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Τι λέει ρε τζόννυ; Πήγατε τελικά για ξεφτιλίκια με τον νιάρη; - Ε ναι ρε μαλά! Παίχτηκε κωλίλα. Τα τσούξαμε, της - τέιν έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή προς όποιον δεν καταλαβαίνει κάτι. Το reset χρησιμοποιείται στην γλώσσα των υπολογιστών για να δηλώσει την επανεκκίνηση, που συνήθως χρησιμοποιείται όταν ο υπολογιστής «κολλάει». Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το εκάστοτε στουρνάρι θα πρέπει να κάνει επανεκκίνηση στον εγκέφαλό του γιατί όσο κι αν προσπαθήσεις να του εξηγήσεις κάτι, αυτός δε νιώθει.

- Ο Μ. τα έχει με την Σ.; Θα τρελαθούμε τελείως!
- Γιατί ρε; Επειδή είναι άσχημος;
- Ανιωθίλα; Ρε παπάρα, κάνε reset! Ο Μ. είναι gay!

(από HardcoreGR, 30/01/12)(από HardcoreGR, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν έχει να κάνει με μετεωρολογία.Ο λόγος για τα μποφόρ της... μουνοθύελλας. Συνοδεύεται και από εκφράσεις του τύπου «με πήρε ο αέρας».

Δυο φίλοι μπαίνοντας σε καφετέρια.
- Πω, ρε μαλάκα τι γίνεται σήμερα; Πλακώσανε μποφόρια.
- Με έχει πάρει ο αέρας ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας όρος, προερχόμενος από παιχνίδια MMO και RPG, όπου ένας από μία ομάδα παιχτών παίρνει για τον εαυτό του κάποιο μαγικό αντικείμενο, το οποίο βρέθηκε μετά από πολύωρη μάχη και κάψιμο, χωρίς να το δικαιούται και αμέσως εξαφανίζεται από την ομάδα, προκαλώντας την οργή των συμπαιχτών του. Συχνά, τέτοιοι παίχτες (γνωστοί και ως ninja- looters), αφού νιντζάρουν ένα αντικείμενο, αλλάζουν την εμφάνιση και το όνομα του χαρακτήρα τους για να μην γίνονται αντιληπτοί και από άλλους παίχτες.

Λίγο αργότερα, ο όρος επικράτησε και στην καθημερινή μας γλώσσα με τη σημασία: κλέβω, παίρνω κάτι στα μουλωχτά χωρίς να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι, ωστόσο, τα αποτελέσματα γίνονται αντιληπτά πολύ αργότερα, όταν θα έχω ήδη εξαφανιστεί, εφαρμόζοντας την αλάνθαστη τεχνική των νίντζα.

Άλλη μία αρκετά γνωστή ερμηνεία είναι η εξής: μαχαιρώνω (μεταφορικά πάντα) ή χτυπάω κάποιον πισώπλατα, χωρίς να καταλάβει από πού του ήρθε.

  1. απο δουλεια τπτ...
    σημερα θα μιλησω με μια ιδιωτικη κλινικη παλι...
    αν δεν βρεθει τπτ το κοβω να νιντζαρω κανα 2000 χιλιαρικα απο τους δικους μου και να την κανω εξω... (από εδώ)

  2. Εσυ κ455λοπαιδι, που τα τακίμιασες με τον Ντόλη, κοίτα να μαζέψεις την γλώσσα σου γιατι θα σε τραμπουκίσω και θα σε νιντζάρω. (από εδώ)

  3. Ο El σηκώθηκε να μου ρίξει τις άμυνες αφού ανακοίνωσε τον πόλεμο αλλά δεν είχε δει ποτέ του τον στόλο μου και δεν ήτανε δυνατό φυσικά να σιμάρει,έτσι έστειλε στο πρώτο κύμα τα μεγάλα σκάφη και στο 2ο τα 200000 ελαφριά με άλλα καλούδια που δεν θα μπορούσα με τίποτα να νιντζάρω... (από εδώ)

(από Mr. Cadmus, 19/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλιά που μεταδίδεται από προϊστάμενο σε υφιστάμενο.

Συνώνυμο: φλιπερο-ψωλιά καθότι μεταδίδεται όπως η μπίλια στο φλίπερ.

Καλά εε, αυτός ο ψοφολογιάς, έκανε την μαλακία του αλλά έφαγε κι ένα ψωλογκέλ από το αφεντικό που ήταν όλο δικό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified