Further tags

Σημαίνει

  • Αν είναι δυνατόν;
  • Πώς μπορεί να είναι έτσι;
  • Πώς γίνεται αυτό;

    Αλλά, και πιο ελεύθερα

  • Είσαι με τα καλά σου;

  • Πας καλά;
  • Ξέρεις τι σου γίνεται;

    Από το τούρκικο olur mu;= είναι εντάξει;

Επίσης και ολούρμ, ολούρμι.

Χρησιμοποιείται από τουρκομερίτες και μη, ώστε να προσδώσει εξωτικό χαβά (αέρα) στη κουβέντα με ανατολίτικο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα.

- Τι , πώς!; Θα πάμε μέχρι τη Δόμβραινα με τα πόδια;! Καλά, ολούρμε;

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τουρκική λέξη bogaz που σημαίνει λαιμός, στενό, πορθμός, δίαυλος. Έτσι ονομάζεται επίσης και ο Βόσπορος.

Μεταφορικά, σημαίνει σήμερα σ' εμάς, το δροσερό αεράκι, όχι απαραίτητα θαλασσινό.

Λέγεται επίσης και μπουγάζι.

  1. Πάμε μέσα γιατί έβγαλε μπογάζι και άρχισα να κρυώνω.

  2. Ωραία δροσιά έχετε στο εξοχικό σας, κατεβάζει ωραίο μπογάζι από το βουνό.

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Σημαίνει το αντισυμβατικό σεξ που έχει μεγάλη δόση πειραματισμού, περιέργειας, και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;, ανωμαλίας.

Στα αγγλικά ετυμολογείται από το ναυτικό όρο kink που σημαίνει συστροφή σχοινιού (πρώτη μαρτυρία το 1670). Το επίθετο kinky με την έννοια της εκκεντρικότητας μαρτυρείται από το 1889, ενώ με την έννοια της σεξουαλικής διαστροφής από το 1959. (Δες).

Στα ελληνικά παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εισαχθείς τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στον γούγλη εμφανίζεται άλλοτε με αγγλικούς χαρακτήρες, άλλοτε ως κίνκι κι άλλοτε ως κίνκυ. Στην ιδιόλεκτο της σαδομαζοχιστικής κοινότητας αποτελεί μέρος μιας διαβάθμισης που προοδεύει στην ανωμαλία ως εξής: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSM (=Bondage Sado-Masochism, ήτοι σαδομαζόχες για δέσιμο).

Επομένως, το κίνκι είναι βασικά το αντίθετο της βανίλιας, το αντίθετο του οικογενειακού, ιεραποστολικού, γουτσιστικού γκουφουέ σεχ. Από την άλλη έχει αυτήν την λεπτή διαφορά από το fetish, ότι όπως το θέτει η Βικούλα, το κίνκι προωθεί την οικειότητα και την ένταση του μοιράσματος και της εμπειρίας μεταξύ των παρτενέρ, της αλληλοπεριχώρησης, που λέω κι εγώ, ενώ το fetish φτάνει αντιθέτως έως την απροσωποποίηση του σεχ και μπορεί και να παρακάμπτει το πρόσωπο του σεξουαλικού συντρόφου. Λέμε τώρα, γιατί στην γλωσσική πράξη το κίνκι είναι συχνά γενικότατος όρος που περιλαμβάνει παν το μη βανίλια (από ένα απλό δέσιμο μέχρι νεκροφιλία με τον παππού σου). Για να αποτολμήσω πάντως ένα παράδειγμα, το ποδοφραπέ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κίνκι, ενώ η γοβολατρεία fetish. Ομοίως, η σπερματογαργάρα είναι κίνκι, άλλα άμα επιμένεις ο εραστής σου να χύσει μέσα στο ποτηράκι του σάκε, και συνεχίζεις να το γλείφεις ακόμη και μετά την τελευταία ρανίδα του σπέρματός του, τότε καθίστασαι φετισύποπτος. Το φετίχ, δηλαδή, έχει σχέση με την ηδονοποίηση ενός αντικειμένου, ενώ το κίνκι με τον πειραματισμό ως προς τον παρτενέρ. (Όλες βέβαια αυτές οι διακρίσεις μεταξύ φυσικού και τεχνητού χρήζουν εντέλει αποδομήσεως, όπως θα μας έλεγε και ο Jeanoir).

Για να πάρουμε μια γεύση από κίνκι, θα περιελάμβανα σ' αυτό δραστηριότητες, όπως: δέσιμο με χειροπέδες, σχοινιά και ταλιμπάν, λιώσιμο κεριού πάνω στο σώμα του ερωμένου / της ερωμένης, χρήση γαμπρών, σεξ με καρπούζια, σεξ με σαντιγί, σοκολάτα, σούσι, αεροπλάνα, ποδήλατα, χέρια, μαχαίρια, φίδια (όχι φίδια!), πού 'λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, φραπέ με χέρια, πόδια, βυζιά, μασχάλες, αυτιά, ρουθούνια, πάρτυ με ούζα και με ταλιμπάν.

Σημειωτέα, τέλος, δύο τινά: α) Το κίνκι συχνά έχει μια αρκετά θετική αξιολογική σημασία για να χαρακτηρίσει έναν κουλ τύπο. Το urban dictionary ορίζει (μεταξύ άλλων) το κίνκι ως μια σύνθεση πουτανιάς και χαριτωμενιάς (slutty & cutie at the same time). β) Η λαϊκή φαντασία ανιχνεύει κινκοσύνη κυρίως σε πρόσωπα πέραν υποψίας, λ.χ. στις γνωστές χαμηλοβλεπούτσες, σε χοντρές τόφαλους, ή σε θεούσες. Ενίοτε, δηλαδή, υποπτευόμαστε κινκοσύνη ως υπεραναπλήρωση σεξουαλικής στέρησης. Ή ερμηνεύουμε μέσω αυτής και φαινόμενα τ. Γιόκο Όνο.

  1. Νήμα: Οι γυναίκες καταπίνουν το σπέρμα; (εδώ):

- Καλό είναι τα τα καταπίνει...αλλά άμα τα κάνει και γαργάρα μιά χαρά μούρη σου πουλάει και μένεις και λακαμάς:Ρ
- Συγνωμη Στατουλη...εσυ απο εκει καταλαβαινεις αν η αλλη κανει καλο στοματικο;;Με το να τα καταπιει;;Αμα στο κανει ετσι αλλα για δικο της λογο δεν γουσταρει βρε αδερφε να τα καταπιει,χωρις να εχει κατι προσωικο μαζι σου δεν σαρεσει να σε εχει στο στομα της;;;;
- Δίνει άλλη χάρη η γαργάρα. Είναι πιο κίνκι. Γααργαρρρργγρρρ..δοκίμασέ το και θα τον καταπλήξεις.

  1. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να είναι Kinky η κοπέλα για να κάνει γοβολατρεία. Εαν δεν είναι kinky ειναι δύσκολο να το κάνει και ας αγαπά τον άνδρα. Δεν μπορούν καταλάβουν οι μη kinky γυναίκες το θέμα της πατουσολατρείας και γοβολατρείας. Οι μη kinky γυναίκες είναι οι Νο 1 υποψήφιες που βρίσκουν το όλο θέμα ανώμαλο, χαζό, βλακώδες, άσκοπο, κλπ.... Επίσης πρέπει να της αρέσει να φορά γόβες+μπότες. Υπάρχουν γυναίκες που για διάφορους λόγους δεν φορούν ψηλοτάκουνα. Αυτές οι γυναίκες νομίζω πως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα λεπτο ζήτημα που λέγεται γοβολατρεία. Από την άλλη δε σημαίνει πως πρέπει και η γυναίκα να φορά κάθα μέρα high-heels. Πρέπει όμως να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ψηλοτάκουνα.Οπότε στις αρχές της σχέσης ρωτά κάποιος την κοπέλα εαν θεωρεί τον ευατό της kinky. Εαν απαντήσει όχι, τότε μάλλον η σχέση καλύτερα να μη συνεχιστεί, διότι γοβολατρεία γιοκ...
    (εδώ)

  2. - Ακόμα χοντρή είναι και πλέον συζούν και όλας. Πλέον όμως δεν μας κάνει παρέα γιατί κανένας δεν συμπαθεί την γκόμενα του. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κολλάνε έτσι μερικοί άνθρωποι.
    - Οι χοντρές είναι κίνκυ. Δεν ξέρεις τι παίζεται.
    - Οι κίνκυ χοντρές είναι γκόμενες που έχουν κάνει τα πάντα. Βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση που είναι ικανές να κάνουν το χειρότερο πάνω στο σεξ. Αηδιαστικά πλάσματα. Σε αντίθεση με τις αξιοπρεπείς χοντρές που δεν κάνουν σαν τραβεστί στη συγγρού που δεν έβγαλαν τα αναγκαία.
    - κίνκι ξε-κίνκι δεν κάθεσαι με γκόμενα που σου απαγορεύει να βλέπεις τους φίλους σου
    (εδώ).

  3. Εντάξει, θα μπορούσαν να το θέσουν κι αλλιώς. Θα μπορούσαν να γράψουν π.χ. ότι ο Διάκος ήταν γκέι και ο θάνατος του προέκυψε από κάποια ατυχή έκβαση σε κίνκυ παιχνιδάκια με τους Τούρκους φίλους του. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στους όψιμους αναθεωρητές. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στην έκφραση κάνω κολεγιά.

Η κολεγιά ή κολλεγιά, όπως και το κολέγιο, ετυμολογείται από το λατινικό collegium = αδελφότητα, μικροκοινότητα και, ακόμα πιο πίσω, ανάγεται στην συνάθροιση ανθρώπων με κοινό νόμο (com + lex/γεν. legis). Πρβλ. σύλλογος.

Κάνει κολεγιά με κάποιον όποιος τον συναναστρέφεται, όποιος συναγελάζεται μαζί του, δημιουργώντας όχι ακριβώς φιλία, αλλά ένα έδαφος συναντίληψης και εν δυνάμει συνεργασίας ή, αρνητικά, αλληλοκάλυψης.

Κολεγιά μπορούμε να κάνουμε, αντί για πρόσωπο, και με μία κατάσταση, όταν αυτή μας αρέσει και την επιδιώκουμε ή όταν δεν μας αρέσει και την αποφεύγουμε.

Επειδή οι αδελφότητες και οι κλειστές λέσχες δεν είναι πολύ της κουλτούρας μας, πολύ συχνά το λήμμα εκφράζει καχυποψία και απαξία για όσους μετέχουν της κολεγιάς.

Πρβλ. και ανοίγω/έχω παρτίδες με κάποιον, κάνω κόμμα, τα κάνω πλακάκια.

  1. Από εδώ:

Κανονικά τα ρετάλια της ΕΑΡ έπρεπε να πορευτούν με το ΠΑΣΟΚ. Και θα το έκαναν αν δεν διέβλεπαν μια ύστατη δυνατότητα να διαλύσουν το παραδοσιακό ΚΚΕ παίρνοντας -δια αντιπροσώπου- την εκδίκησή τους από αυτούς που τους διέλυσαν: να ενισχύσουν τη μερίδα του ΚΚΕ που καθώς διαλυόταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήθελε «νέα πορεία». Έτσι οι «Κυρκικοί» αποφάσισαν να κάνουν κολεγιά με τους Δραγασάκηδες, τους Αλαβάνους και τους Λαφαζάνηδες για να «φάνε» τους Μαΐληδες, τους Γόντικες και τις Παπαρήγες.

  1. Από εδώ:

Θα σε προκαλούσα να κάνεις κολεγιά με γύφτισα, ή γύφτο... Απλά να δεις την παιδεία τους και το επίπεδο τους... Αν είναι να με λες ρατσιστή χάρη των γύφτων, ναι ΕΙΜΑΙ ρατσιστής.

  1. Από εδώ:

Το να είναι κανείς γραφικός είναι λιγότερο κακό από το να είναι δολοφόνος, βέβαια. Για μένα πάντως το να είσαι γραφικός είναι απλά θλιβερό, δηλώνει κακή αισθητική, κολλήματα, ανασφάλειες, ζητηματάκια, εν ολίγοις διάφορα πραγματάκια με τα οποία προτιμώ να μην κάνω κολλεγιά. Αλλά αυτό είναι προσωπικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το combination, βλέπε και κομπίνα.

Ο συνδυασμός κινήσεων δηλαδή ο υπολογισμός των φάλτσων κινήσεων που θα κάνει η μπάλα σου αφού την έχεις στεκάρει (χτυπήσει) προκειμένου να βάλεις την συγκεκριμένη (άλλη) μπάλα στην κατάλληλη τρούπα.

(επιδειξίας) - Κοίτα τώρα τι κομπινέ θα κάνω να την βάλω στην γωνία, κοίτα σου λέω ρε. (ήχος στεκαρίσματος ακολουθούμενος από ήχους από καμιά δεκαριά φαλτσοχτηπήματα)
- Φτου! Παραλίγο, γαμώ την ατυχία μου.
(σκέψη παρατηρητή )
- Μα τι χοντρομαλάκας είναι αυτός ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σμπαράλια ή ζμπαράλια (ιταλ. sbaraglio).

Μου χάλασες την δουλειά, του έκανε τα μούτρα σμπαράλια, το κιβώτιο ταχυτήτων είναι σμπαράλια, τα νεύρα μου είναι σμπαράλια.

Του σμπαράλιασε την κωλοτρυπιδα με τον σχοινοκαθαριστήρα του. Του την έκανε χαχόλικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified