Further tags

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ο αγγλικός όρος island-hopping, που σημαίνει να ταξιδεύεις θαλασσίως από νησί σε νησί και να κάθεσαι για ένα μικρό διάστημα στο καθένα προτού να μεταβείς στο άλλο.

Νησιωτικά συμπλέγματα, όπως οι Κυκλάδες, και γενικότερα το Αιγαίο, είναι ιδανικά για κάτι τέτοιο, εξ ου και το άιλαντ χόπινγκ φορέθηκε πολύ ως ούμπερ-τρέντι τα τελευταία χρόνια τιμώμενο και από κορυφαίες μορφές της εγχώριας βλαχοκυριλοσύνης.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το κάνεις, είτε σκαφάτος με το γιωτ σου, είτε με πιο αλτέρνατιβ τρόπους που βγάζουν ένα φυσιολατρικό ζενεσεκουά, ως ιστιοφλώρος, αλλά και ως τουριστίκλας που επιλέγει ένα έτοιμο πακέτο νησοπηδήματος (τσου ρε βραχιολάκη).

Το ιδανικό είναι βέβαια το νησοπήδημα να μεταφράζει όχι μόνο το island-hopping αλλά και το island-fucking, ήτοι τις one night stand up comedies που διαδραματίζονται στα ελληνικά νησιά, κατά προτίμηση με τουρίστριες από την Σουηδική Αραβία.

Για το island-hopping στην βιολογία, ζωολογία και στρατιωτική τακτική δες την Βικούλα

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

Τον άκουσα σε μια συναυλία του στη Νάξο, που έτυχε να βρεθώ στις 17 Αυγούστου στο πλαίσιο νησοπηδήματος, άιλαντ χόπινγκ που λέμε και στο χωριό μου.

(από Khan, 27/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σόμπα (από τα ιταλιάνικα).

  2. Χαρακτηρισμός για τον πολύ ζεστό και υγρό, άρα αποπνικτικό καιρό / ατμόσφαιρα (βλ. παράδειγμα).

- Τρελή ζέστα σήμερα, τάχω παίξει.
- Νταξ, αλλά ξερή, φυσά βοριάς, δεν είναι σαν τη στούφα που είχε πλακώσει τις προάλλες.

Ωδή στη στούφα (από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πυρκαγιά, το ολοκαύτωμα, η φούντωση, η φλόγα, η καψούρα. Τουρκογενής σλανγκιά που σώζεται μάλλον μόνο σε λαογραφικά πλαίσια.

Εκ του τουρκικού yangın (πυρκαγιά).

♪♫ Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι ♪♫ (παραδοσιακό)

  1. ♪♫ Κλάψτε τώρα ντερβισάδες
    δεν θ’ ανάψουν οι λουλάδες
    Θα γινότανε γιαγκίνι
    με μαυράκι κι ηρωίνη ♪♫ («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

  2. ♪♫ Μη με ρωτάτε βλάμηδες γιατί όλο συλλογιέμαι,
    καρα-γιαγκίνι μες στην καρδιά έχω και τυραννιέμαι,
    ααχ! φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω.♪♫ («Το Ερηνάκι», αγνώστου)

4.
♪♫Ο σεμπτάς σου μ' άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου ♪♫
(Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, Τουρκοκρητικός τραγουδιστής)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πασπαλισμένη-με-μητσοτακόσκονη άτυχη στιγμή (και διηγώντας την να κλαις). Όταν δηλαδή κάτι πολύ απλό πάει θεαματικά στραβά, προσφέροντας κωμικοτραγικό θέαμα. Μιμήδια που απαθανατίζουν πάσης φύσεως επικά φέιλ — πιχί αεροπλάνα που προσγειώνονται σε λεωφόρους, καράβια που βγαίνουν στη στεριά, ξανθιές που παρκάρουν τα τουτούνια τους κι όποιον πάρει ο χάρος, γεροντομπεμπέκες που κάνουν ντάκφεϊς, κλπ — κυκλοφορούν καθημερινά από οθόνη σε οθόνη.

Εκ της αμερικλανιάς epic fail. Βλ. επίσης: επικό, fail.

1. Πιο επικό φέηλ από την «άμεση μετάφραση» της νόβα στα όσκαρ γίνεται; Δε γίνεται.

2. Γράψαμε και μεις θρησκευτικά σήμερα και ναι ήταν επικό φέιλ! Τα θέματα ήταν πολλά έπεσαν όλα τα αντισος και αυτό το μούκτι ακόμα δεν κατάλαβα τι είναι!!! Αλλά εντάξει θρησκευτικά ποιος νοιάζεται ένα 17-18 θα το πάρω! Πάμε τώρα γερά για άλγεβρα τη Δευτέρα και χημεία γενικής της Τρίτη!!!

2. Βερολίνο ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ να πας Χριστούγεννα.Κωνσταντινούπολη Χριστουγεννιάτικα νομίζω είναι επικό φέιλ.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως λέγεται όταν κάτι / κάποιος μας έχει ενοχλήσει πολύ, φανερώνει νεύρα και αντί να κατεβάσει κάποιος κάνα καντήλι χρησιμοποιεί αυτή την σουρεάλ έκφραση.

- Κατέβα κάτω μην τα κάνω όλα πουτάνα, γαμώ το στανιό του πίκατσου.
- Κατούρα και λίγο ρε Τάκη, αυτά στην γκόμενα σου ξέρω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καύλα που προκαλεί η εισπνοή-βινάρισμα γάρου ή ναργιλέ και σου ευφραίνει το φυλλοκάρδι.

Όπως μας πληροφορεί εδώ ο αγαπητός sarant, το λήμμαν ετυμολογείται εκ του τουρκικού nefes (ανάσα, αναπνοή). Η φίλη και σύμμαχος γειτόνισσα με την σειρά της το δανείστηκε από το αραβικό nafas (نفس). Οι καθ' ημάς ψεκασμένοι πορτοκαλισταί το αποδίδουν στο νέφος.

Στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο, το νεφέσι λαλείται με την τούρκικη έννοια τση αναπνοής.

1.
Ο λουλάς και το καλάμι
μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι
Ο λουλάς και το νεφέσι
μ' έφεραν σ' αυτήν τη θέση
ο λουλάς και το χασίσι
μ' έφεραν σ' αυτή τη κρίση
(δημοτικό Μικράς Ασίας)

2. σε καλύπτω μέσ' τη τζούρα απ' το νεφέσι στο στενάκι κάθε πενιά είναι φωτιά στα τέλια με λόγια φαρμάκι ξεκαβατζώνομαι κι αφήνω σειρά στο γιωργάκη

3.
Για την απονιά σου Ρίτα ντερβισάκι θα γενώ
το νεφέσι θα φουμάρω τον καημό μου να ξεχνώ

  1. Νεφέσι: η ευχαρίστηση που δημιουργεί η ρουφηξιά τσιγάρου με χασίς.
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι πλέον γνωστό τοις πάσοι το λογοτεχνικό έργο «Αι πεντήκοντα αποχρώσεις του χρώματος γκρί», έργο ύμνος εις τον διαστροφικό έρωτα και το ξυλοφόρτωμα των γυναικών. Ο κεντρικός ήρως λοιπόν, αναφέρει εις την συμβίαν του (αφού δεν έχει αποθάνει από το ξυλοφόρτωμα και ημπορεί αν τον ακούει ακόμη) ότι η ψυχικήν του κατάστασις χαρακτηρίζετο και ως «»fucked up« κοινώς γεγάμικέ τα ή άστα να πάνε και μάλιστα οριοθετεί και την έντασις τοιαύτης κατάστασις. . Άθελά του λοιπόν, ο εν γυναικείο κοινό Ντοριάνος Γκραίιος (Dorian Gray) ήπλασε μία νέα λέξη, δια της οποίας χαρακτηρίζεται τόσο η ιδιότητα του »fucked-up« όσο και η έντασις δια το πόσον »fucked-up« είναι κάποιος. Ούτη ελληνοποιημένη λέξη είναι: fucked-up-αλίκι, ή αλλιώς: φακταπαλίκι.

Επίμετρο: Αποτελεί άξιον απορίας διατί αι γυναίκαι προτιμούν άνδρες με φακταπαλίκι μεγίστου βαθμού αντί φυσιολογικόν ανθρώπων, αλλά δυστυχώς ο Φροϊντ δεν ευβρίσκεται ανάμεσά μας ίνα απαντήσει. Οξύμωρον σχήμα: όσο πιο fucked-up τόσο καλλίτερος...

Ευτέρπη: «Μα πες μου Φαίδων, εις τι αρέσκεσαι στον έρωτα;»
Φαίδων: «Μα εις γνωστά φακταπαλίκια: Ξυλοδαρμός μετά μαστιγίου και ράβδου καθώς και χρήσι χειροπέδων!»
Ευτερπη: Έκτακτα λέγω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified