Further tags

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.

Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.

Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.

Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.

Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)

- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)

Η Μυρτώ και του Κουνουπάκι (από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του υποβρυχίου, όπου αντιστρέφονται οι όροι και το ποτήρι πληρούται βότκας με προσθήκη ζύθου (ή άλλου παιδικού ροφήματος) σε σφηνάκι.

Το παρόν ποτό, αρχικώς κυκλοφορούσε ως ρωσικό υποβρύχιο, πλην όμως μετονομάστηκε σε Κουρσκ ως ελαχιστος φόρος τιμής στην ρωσική ναυτοσύνη και στα ρωσικά USB συκώτια μετά την τραγωδία του ομώνυμου ρωσσικού πυρηνικού υποβρυχίου τον Αύγουστο του 2000.

Το υποβρύχιο Κουρσκ βυθίστικε αύτανδρο στα νερά του Αρκτικού Ωκεανού στις 12 Αυγούστου 2000.

Η κατάληξη των καταναλώνωντων

- Άσε, κέρασε χθές ο Παρχαρίδης 6 γύρες Κουρσκ και γίναμε σανίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.

  1. Το γραφείο είναι από μασίφ ξύλο.

  2. Οι βέργες είναι μασίφ, δεν είναι κούφιες.

  3. Ρε μαλάκα! Τι γκόμενα είναι αυτή; Πολύ μασίφ πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουτζούκ λουκούμ είναι ένα εύγευστο σφιχτοδεμένο μακρόστενο μεγάλο λουκούμι που περιέχει ζάχαρη, γλυκόζη, νισεστέ, νερό και καρύδια (δεμένα σε σπάγκο). Βγαίνει δε σε διάφορα αρώματα (π.χ. τριαντάφυλλο, μούστο, γαρίφαλο, κανέλα, περγαμόντο, κλπ)

Ας δούμε τι ιδιότητες μπορούμε να εντοπίσουμε από την παραπάνω περιγραφή, και το παραπάνω link, ιδιότητες που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στον συγκεκριμένο ορισμό:

1) Το σουτζούκ λουκούμ σχηματικά μοιάζει με λουκάνικο. (Η λέξη σουτζούκ προκύπτει δε εκ της τούρκικης λέξης sucuk που σημαίνει λουκάνικο)
2) Το κολλώδες μείγμα του παραπέμπει σε λάβα.
3) Ως γλυκαντική ουσία μπορεί να υποβοηθήσει την έλλειψη ζαχάρου που μπορεί να αισθανθεί κάποιος.
3) Τα καρύδια που περιέχει είναι αφροδισιακή τροφή που υποστηρίζει την ορθοπεηκή ικανότητα.

Εκ των ανωτέρω, όταν σλανγκιστί λέμε σουτζούκ λουκούμ παραπέμπουμε σε γούδα και βουκεφάλα. Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί σχετικά, πως η λουκουμοειδής επιφάνεια του γλυκίσματος παραπέμπει σε στοματικό σεξ.

Οταν δε κάποιος, αισθανθεί πως έχει έλλειψη ζαχάρου, μπορεί, μεσω του σουτζούκ λουκούμ του, να την απορροφήσει από γλυκά όπως: παστούλες, μιλφέΐγ, κλπ. Η τόνωση! Η ενέργεια!

Επίσης ως σουτζούκ λουκούμ θα μπορούσε να θεωρηθεί η αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου για το [εργαλείο](http://www.slang.gr/lemma /show/ergaleio_2044) του. (Βλ. και λήμμα: πίτα του παππού).

Στο σπίτι της Λίλιαν αργά τη νύχτα.

Λίλιαν: Πέρι, έχω έντονη επιθυμία για γλυκό αλλά δεν έχω σπίτι και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
Πέρι (με νόημα): Σου έχω τη λύση. Θες να σου πετάξω το σουτζούκ λουκούμ μου, να νιώσεις τη γλύκα του;
Λίλιαν: Α να χαθείς ρε ψωλοπερήφανε. Αν εσύ έχεις σουτζούκ λουκούμ τότε τι να πούμε για το παλούκ λουκούμ του ...
Πέρι: Για ποιόν μιλάς;
Λίλιαν: Γιατί ρωτάς; Τη ρουφάμε τη λάβα σοκολάτας;

Γιατρός:Μου μιλάγατε για σουτζούκ λουκούμ και εγώ νόμιζα πώς είσαστε χοντρός από την υπερκατανάλωση! (από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)(από GATZMAN, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμικάζι λεγόταν ο Iάπωνας πιλότος που στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έριχνε το γεμάτο εκρηκτικές ύλες αεροπλάνο, το οποίο οδηγούσε εθελοντικά, επάνω στον εχθρικό στόχο βρίσκοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος το θάνατο. Καμικάζι επίσης χαρακτηρίζουμε ένα άτομο που οδηγεί αυτοκίνητο ή δίκυκλο με πολύ ριψοκίνδυνο τρόπο.

Εδώ μιλάμε, όμως, για ένα μαλακισμένο σπαζαρχιδιστικό έντομο (μυγάκι, κουνουπάκι και λοιπές εντομολογικές δυνάμεις) που έχει θέσει ως ιερό σκοπό της ζωής του να αυτοκτονήσει μέσα στο ποτήρι σου. Κι αφού σου 'χει αποσπάσει την προσοχή κυνηγώντας το, στο τέλος σου χαλάει και το ρόφημα αφού θα βαπτιστεί εκεί μέσα.

Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια άλλα που έχουν έχουν μάστερ στις ανασκαφές και έχουν στόχο ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.

- 'Ασε, χθες πήγα να πιώ καφέ σε ένα ειδυλλιακό σημείο κάτω από δέντρα με βαθιά σκιά κι εκεί που απολάμβανα τη φύση, ξάφνου μου την πέφτει ένα γαμημένο καμικάζι. Όλο περιστρεφόταν γύρω απ' το ποτήρι. Στο τέλος έπεσε μέσ' στον καφέ. Έφυγα βρίζοντας.
- Πάλι καλά που δεν έφαγες κοτσιλόσημο στην καράφλα σου. Κάτω από δέντρα καθόσουν. Κωλόφαρδε!
- Γκρρρρρ!

(από Desperado, 08/02/09)(από alamo, 02/03/10)παλίο αντιεροπορικό για ρίψη καμικάζι (από GATZMAN, 20/07/11)

Βλ. και καμικαζέντομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φωτοσούτ.

Είναι στο Νιου Γιορκ για φωτοσούτια η Ζιζέλ;

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ιταλικής πίτσας (και σπαγγέτι) με ομώνυμο σως. Όχι, δεν πρόκειται για παρεξήγηση και για χάσιμο στην μετάφραση. Η πουτανέσκα ΕΙΝΑΙ η πίτσα της πουτάνας και έλκει την καταγωγή της από τις πουτάνες της Νάπολης.

Η wikipedia δίνει πέντε έξι εικαζόμενα σενάρια για την καταγωγή του όρου, αξίζει να τα διαβάσετε. Τώρα είναι πλέον το συνηθισμένο αστείο όταν κάποιος παραγγέλνει πίτσα. Λ.χ. θεωρούμε ότι είναι η πίτσα που τρώνε οι ξανθές, ή γίνεται αφορμή για πεσίματα και παρεξηγήσεις.

Στη σειρά Safe Sex, ένας πέφτουλας πιτσαράς πάει στο σπίτι της γκόμενας- στόχου και λέει:
-Σας έφερα την πουτανέσκα.
-Πουτανέσκα να πεις την αδερφή σου! (η απάντηση...).

(από Dirty Talking, 06/02/09)(από Vrastaman, 06/02/09)

Σχετικό: το φαγητό της πουτάνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.

Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.

Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.

(από τραγούδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόλπο / τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον, με υστεροβουλία και πονηριά.

Ρίζα από τα τουρκικά [τουρκ. tertip -ι], πιθανώς προέλευση από τα φαρσί.

Συχνότατα χρησιμοποιείται σε συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρος, περιγράφοντας τα ψέματα και τις κενές υποσχέσεις πολιτικών.

  1. Τίτλος άρθρου της Ελευθεροτυπίας:
    «Χορτάσαμε από τερτίπια μεταμοντερνισμού»

  2. Τίτλος επαρχιακής εφημερίδας:
    «ΝΑΣ: καταγγέλει τα πολιτικά τερτίπια στην πλάτη των κατοίκων Χριστού Βαρβασίου»

Στα πρώτα δέκα δεύτερα τα "τηρτίπια". (από Hank, 30/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified