Further tags

Η λέξη δεν αναφέρεται στο γνωστό ταχίνι, που τώρα τη Σαρακοστή έχει την τιμητική του (ταχινόσουπα, ταχινένιος χαλβάς, κ.λπ.). Κάτι άλλο θέλει να πει ο Σεφέρης εδώ πέρα.

Ο όρος αναφέρεται, στα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά και άλλα προϊόντα του οίκου Sergio Tacchini («Τακίνι», που μέσω παραφράσεως, μπορεί, να λεχθεί, ταχίνι, παραπέμποντας χιουμοριστικά στη φράση: «τα χύνει»).

Η Λίλιαν βλέπει τον Πέρι να φοράει ένα μπλουζάκι Tacchini. Λίλιαν: Πέρι, τι βλέπω πως φοράμε σήμερα; Ταχίνι, ταχίνι;
Πέρι: Αχ το μυαλό σου, δεν ξεκολλάει με τίποτα απ' το φίκι φίκι.
Λέει και την προσπερνάει ταχύνοντας το βήμα του.
Λίλιαν: Πότε θα τα πούμε;
Πέρι (από απόσταση): Ταχιά!

(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψεύτικο, το μούφα, το μουσαντέ, υποτιμητικά.

– Ε, το βλέπεις εκείνο το Λίλιαν εκεί στη γωνία; Θα πάω να της την πέσω!
– Τι να της κάνεις εσύ αυτηνής ρε γκόμενε ιμιτασιόν; Αυτή είναι καρακουκλάρα, μ' εσένα τι να κάνει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Δώσε βάση στη στενσιλιά! (από Khan, 21/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει.

Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Άι φέρ' τα γκομενάκια, να τα περάσω οντισιόν. - Να φέρου και καπότες;
- Ναι ρε, φέρε και καμία δεκαριά και από αυτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «γκιαούρης» είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους άπιστους, τους χριστιανούς, από τους Οθωμανούς. Συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη λογοτεχνία, με στόχο να καταδείξει το μίσος των αλλόθρησκων εναντίον των χριστιανών. Λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. gâvur, δάνειο από τα Φαρσί - gäbr 'πυρολάτρης'].

  1. Από blog στο διαδίκτυο:

Αυτό συμβαίνει γιατί στερούμαστε Δικαιοσύνης, αγάπης, ειρήνης, κατανόησης. Ποτέ δεν βάλαμε τον εαυτό μας στην θέση του άλλου. «Είσαι αρμένης; Να ψοφήσεις. Είναι Ρωμιός; Να πάθεις τα χειρότερα, βρώμιε γκιαούρη». Με τι καρδιά τα λέμε όλα αυτά; Ποιοι είμαστε τελικά; Έχετε ακούσει κανέναν να λέει: «Ας ακούσουμε τα παράπονα των Κούρδων;». Μήπως οι αριστεροί συζήτησαν από την τηλεόραση τα γεγονότα του παρελθόντος; Λογοδότησε η νοοτροπία που θεωρεί του Αλεβίτες ανύπαρκτα όντα;

  1. Στίχοι ρεμπέτικου άσματος:

Όταν του έρθει ο σεβντάς
πεθαίνει ο γκιαούρης,
τότε γεμίζει ο ντουνιάς
και βγαίνει ο καμπούρης.

Το παλληκάρι της σκιάς
με το μακρύ το χέρι
ανάβει το φως της καρδιάς,
αθάνατο ξεφτέρι.

Είναι ο μύθος του φτωχού,
του λόγου παραστάσεις,
κι έγινε θρύλος του λαού,
του γέλιου αντιστάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του αγγλικού edit (έντιτ).

Σημαίνει την μικροαλλαγή, το μερεμέτι, την ψιλο- ανακαίνιση, τη μικροπαρέμβαση.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πράγματα, σπίτια, ρούχα, τροχοφόρα οχήματα, κείμενα, τραγούδια, προγράμματα υπολογιστή, ακόμα και για τη μάπα, βυζιά κ.λπ. (μέσω πλαστικής).

Τέλος, χρήσιμο είναι και στα φόρουμ, όταν δεν επιτρέπεται να κάνουμε edit το κείμενο που έχουμε ήδη postάρει: Αν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο ότι ξαναποστάρουμε διότι θα θέλαμε να είχαμε κάνει edit στο αρχικό μας κείμενο, ξεκινάμε με τη λέξη «εντιτιά», πατάμε enter, και γράφουμε.

  1. Έκανα 2-3 εντιτιές στο παπάκι και έχει να μου μείνει μια βδομάδα!!!

  2. Η Σούλα έκανε κάτι εντιτιές στα χείλη της (υπονοεί με πλαστική) και τώρα παίρνει κάτι πίπες...

  3. Καλό το σεναριάκι σου, αλλά με 2-3 εντιτιές θα γίνει πιο πιασάρικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν κλάνεις.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρούνται τα δίδυμα παιδιά που γεννιόνται με ενωμένα κορμιά και γι' αυτό έχουν συνήθως, ορισμένα κοινά όργανα.

Ονομάστηκαν έτσι από τους δίδυμους: Τσάνγκ και Ενγκ επειδή γεννήθηκαν στο Σιάμ (Ταϊλάνδη). Αυτοί γεννήθηκαν ενωμένοι στο στήθος.

Αυτοί παντρεύτηκαν δύο αδελφές, απέκτησαν 18 παιδιά και έζησαν μέχρι τα 63 τους.

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, όπου κατά την αντίληψη κάποιου, θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος, παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Αυτές θα μπορούσαν να αφορούν:

α) κάποιους πολύ κολλητούς και αχώριστους φίλους. (βλ. παρ. 1)

β) εξαρτώμενα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, ιδρύματα, οργανισμούς, κ.λπ. (βλ. παρ. 2)

γ) εξαρτώμενες έννοιες, αξίες, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)

  1. Λίλιαν:Ρε Λαουράκι, ο Πέρι κι ο Μένιος τριγυρνάνε σαν σιαμαίοι τον τελευταίο καιρό. Εντάξει. Λένε πως έχουν γίνει οι...κολλητοί, αλλά... Λάουρα: Ti; Λες να το τρίβουν το πιπέρι;

2. -Εκκλησία και πολιτεία είναι σαν σιαμαίοι αδερφοί, που κανείς δεν μπορεί να τους χωρίσει γιατί, τότε ο ένας από τους δύο θα πεθάνει.
Δες

  1. πουστιά και η πουτανιά είναι σιαμαίες αδελφές, γιατί κι οι δυό βασίζονται, στην ατιμία και στην μπαγοποντιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified