Χαρακτηρισμός συνήθως για γκόμενα καλής ποιότητας.
- Βγήκα με μία χθές.. άσε...
- Τι, καλή;
- Μόνο καλή; Καληφόρνια...
Χαρακτηρισμός συνήθως για γκόμενα καλής ποιότητας.
- Βγήκα με μία χθές.. άσε...
- Τι, καλή;
- Μόνο καλή; Καληφόρνια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πατάω ένα κουμπί στο ποντίκι του υπολογιστή μου. Μιμητικό, εκ του ήχου κλικ.
Γνωστό και ως ποντικιάζω ή, σε περίπτωση διπλού κλικαρίσματος, διπλοποντικιάζω.
Got a better definition? Add it!
Κυματοδρομώ ή πλοηγούμαι στο διαδίκτυο, χωρίς απαραιτήτως να ψάχνω για κάτι το συγκεκριμένο.
Εκ του αγγλικού surfing, αβέβαιης ετυμολογίας.
Got a better definition? Add it!
Γόογλε ή γούγλε: το google.
Ρήμα: γουγλάρω/-εις/-ει/-ουμε/-ετε/-ουν.
Πάτησα γόογλε διότι νόμιζα πως ήταν στα αγγλικά και με έβγαλε στο google!!!
Γούγλαρέ το. (ψάχτο στο γούγλε... erm... hi hi hi, google!!!)
Δες επίσης γκουγκλάρω, γούγλε γούγλε
Got a better definition? Add it!
Ονομασία οποιουδήποτε νησιού που ο πληθυσμός του οχταπλασιάζεται (και βάλε) κάθε καλοκαιρινή περίοδο. Αποτελεί πόλο έλξης και «μαστ» προορισμό για παντός τύπου τρέντουλα, εξού και η ονομασία. Ακόμη και πριν πατήσετε το πόδι σας σε τρεντονήσι γνωρίζετε ήδη ότι είναι τέτοιο από τις αντιδράσεις των φίλων σας όταν τους ανακοινώνετε τον προορισμό σας (άλλοι θα γουστάρουν κι άλλοι θα σας φτύσουν, οπότε μέτρο σύγκρισης είναι οι ακραίες συμπεριφορές).
Παρόλα αυτά, το τρεντονήσι ξεχωρίζει και από μερικά χαρακτηριστικά που στο κάτω κάτω είναι αυτά που φέρνουν τον κόσμο.
Γι' αυτό σκεφτείτε καλά πριν αποφασίσετε προορισμό για το καλοκαίρι.
- Φέτος έκλεισα εισιτήρια για Μύκονο φίλε, θα γίνει χαμός!
- Αμάν πια με τα τρεντονήσια ρε συ. Εγώ την είδα λατέρνατιβ φέτος. Θα χτυπήσω Ίφκινθο να δω τον τόπο εξορίας του αναρχικού Φαν Μπρόικελεν. Σκηνούλα, μπυρόνι, μπαφόνι κι έτσι.
- Σώπα ρε αντιρρησία εσύ! Από πότε μας βγήκες ανάρχι;
- Από τότε που δεν έχω σάλιο για διακοπές.
- Και εκεί με τι θα πας; Κολυμπώντας;
- Ε ρε πούστη... 2652 χρήστες, γιατί να μην είσαι ένας από αυτούς;
Got a better definition? Add it!
Ο Ιταλός, υποτιμητικά.
Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».
- Α, εγώ με ξένους δεν πάω.
- Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!
Got a better definition? Add it!
Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.
Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.
Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.
Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.
Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.
Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).
Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.
- Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.
- Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
- Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;
- Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!
Got a better definition? Add it!
Ο ντεμί άντρας, βλ. σερνικοθήλυκος. Από γαλλική λέξη για το «μισός», αν δεν έχετε μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.
Φτάνει πια με τους ιμιτασιόν, τους ντεμί άντρες.
Got a better definition? Add it!
Στα τραπουλόχαρτα το μπαστούνι.
Το πείσμα, ο θυμός λόγω ενόχλησης. «Έχω πίκα κάποιον» = τον έχω άχτι. Συνώνυμο: φούρκα.
Το σκωπτικό πείραγμα.
Ετυμολογία: πίκα < ιταλικό picca = αιχμή < γαλλικό pique < ρήμα piquer < λατινικό **piccare* = τρυπώ, κεντώ < picus = δρυοκολάπτης.
Πρβλ. pique-nique = πικνίκ, piquant = πικάντικος. Οπότε ίσως υπάρχει ετυμολογική συγγένεια ανάμεσα στην πικάντικη πουστάρδα και το πισωκέντης.
Ασίστ: Άψογος acg.
Πιερ: Δεν τον γαμώ εδώ και μια βδομάδα από πίκα. Ντάμα πίκα του Πούσκ(τ)ιν έχει καταντήσει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Σι 'ζ γκατ δε λουκ», που λέγαν κι' οι Ροξέτ. Κλασική αγγλιά που σημαίνει την εμφάνιση κάποιου, πώς δείχνει, τι ύφος, στυλ έχει.
Ασίστ: vikar.
Γύρισε με νέο, ανανεωμένο λουκ από το Αμπιτζάν ο Πέρι! Μαυρισμένος και σφιγμένος, καλό του έκανε η Ακτή Ελεφαντοστού!
Got a better definition? Add it!