Further tags

Η μαριχουάνα κατά τους Τζαμαϊκανούς. Αυτοί ξέρουν.

- Μεγάλε, έχουμε καθόλου γκάντζα να γίνουμε ωραίοι;
- Όπα ρε τρισδιάστατε... Όπα ρε ράσταμαν... Είχες και στο χωριό σου γκάντζα ρε τυρόβλαχε; Φουντίτσα ελληνική δε μας κάνει δηλαδής;

Δες και σχετικά λήμματα: stuff, σταφ, μπαφόσπιτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβική παραλλαγή της ρώσικης ρουλέτας είναι η εξής:

Περνάς με το αυτοκίνητό σου όσα πιο πολλά κόκκινα φανάρια μπορείς τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κι άμα δεν σκοτωθείς και δεν σκοτώσεις, είσαι τυχερός.

Είναι ένα παιχνίδι που άρχισε στην Σερβία μόλις τελείωσαν οι πόλεμοι και οι βομβαρδισμοί και οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει στα υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης, οπότε έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν.

Συνώνυμο: κόκκινο κύμα, κατά το πράσινο κύμα.

Μας σταμάτησε το κόκκινο, γαμώτο! Πάμε μια σερβική ρουλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο μανιτού, σύμφωνα με την Ινδιάνικη μυθολογία, ήταν το υπερφυσικό πνεύμα που καθόριζε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και της φύσης. Η πανμέγιστη δύναμη της ζωής. Στα Ελληνικά έγινε κυρίως γνωστό μέσα από τα κόμιξ του Λούκυ Λουκ στα οποία οι Ινδιάνοι είχαν τοτέμ αφιερωμένα στο πνεύμα αυτό. Σλανγκιστί, μεγάλος μανιτού λέγεται περιγελαστικά αυτός ο οποίος κάνει πως τα ξέρει όλα, τον ξερόλα. Αν και χρησιμοποιείται για όλα τα θέματα, ο όρος αυτός βρίσκει μεγαλύτερη χρήση ως χαρακτηρισμός κάποιου που το παίζει αυθεντία σε σεξουαλικά ζητήματα, του πουτανιάρη.

(Βλέπε και μάζεψε την μην την πατήσουμε.)

- Ρε φίλε, άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα: Οι γκόμενες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που βαθμολογούνται με 8 και πάνω και σε αυτές που είναι κάτω από 8. Αυτές που είναι χαμηλότερες του 8 είναι γενικά ανασφαλείς και για να τις ρίξεις πρέπει να τις κάνεις να νιώσουν σαν 9άρια ή ακόμα και 10άρια. Άρα, σε αυτές τις γκόμενες πρέπει να πετάς συνέχεια κομπλιμέντα για να τις κάνεις να νιώσουν ωραία. Το πως βαθμολογείσαι εσύ δεν έχει καμία σημασία για αυτές τις γκόμενες γιατί λόγω της ανασφάλειάς τους, τις φτάνει που τις κάνεις να νιώθουν πρώτο πράγμα. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να επισκιάσει όλα τα μειονεκτήματά σου και να σε οδηγήσει στη νίκη του παιχνιδιού.
Αυτές που είναι από 8 και πάνω, συνήθως ξέρουν πού περίπου βρίσκονται και το μεγάλο λάθος που κάνουν συχνά οι άντρες είναι να τις τελειώνουν στα κομπλιμέντα και τις γλυκές κουβέντες. Η γκόμενα δεν δείχνει καμία συγκίνηση σε κάτι για το οποίο είναι σίγουρη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι το να πουλήσεις ιστορία και να ανεβάσεις τον εαυτό σου στα μάτια της. Η γκόμενα αυτή ψάχνει για κάποιον που είναι φαινομενικά ανώτερος από τους άλλους. Ενδείκνυται και μία δόση αδιαφορίας και εκεί που την περιτριγυρίζουν πολλοί, εσύ την αγνοείς επιδεικτικά κάνοντας όμως παράλληλα και την παρουσία σου γνωστή. Ακριβώς αυτή η κατηγορία γυναικών είναι που λέγονται και γραμματόσημα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κολλητέ. Άκου με εμένα, το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Πώς νομίζεις πηδάω και άλλη κάθε μέρα;
-Σιγά ρε μεγάλε μανιτού εσύ...Κατούρα και λίγο...

(από DT Jesus, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ρίζα το λατινικό periculum, σήμερα στην Ιταλική σημαίνει επικίνδυνος. Υποδηλώνει τον γαμάτο τύπο ή ένα μπάνικο ''θεματάκι''.

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον κροταλία της ασφάλτου, τον θάνατο της Αμερικής, Γιώργο Πιλλάλα σε ένα από τα live του}

Παίξε ρε μάστορη το κόλπο εκείνο το περκολόζο για τα παρφέ τα άτομα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «και από μπρός και από πίσω». Άρα πιο πολύ μάλλον πάει για μπάι. Άλλος ένας θετικός ορισμός για τους γκέι, όπως και τα γλέντης, γλεντζές και αβρός.

Assist: Pointman.

Με ποιους την βρίσκουν τώρα τα Λίλιαν και οι Λάουρες; Με κάτι double-energy men σαν τον Πέρι και τον Βάγγουρα! Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστιοπλοϊκός όρος που σημαίνει το μεν σοφράνο την προσήνεμη πλευρά του σκάφους, το δε σταβέντο την υπήνεμη.

Δεν χρησιμοποιείται καθόλου ως ιδίωμα από άσχετους με την ιστιοπλοΐα, χρησιμοποιείται όμως ευρέως από τους ιστιοπλόους, είτε για να εξηγήσουν π.χ. πώς να τεντώνουν την σοφράνο πλευρά του πανιού και να καμπυλώνει έτσι η σταβέντο, είτε (και εδώ είναι το ζουμί) να περιγράψουν με ποιο τρόπο κουτούπωσαν το γκομενάκι στην καμπίνα τους μετά από μια μακρά και τρικυμιώδη πορεία μέσα στο Αιγαίο πέλαγος (και όσοι έχουν ταξιδέψει έστω και μια φορά με ιστιοπλοϊκό καταλαβαίνουν τι θέλει να πει ο γερο-καπετάνιος).

  1. Ανάθεμα αν ξέρουν να ξεχωρίζουν το σταβέντο από το σοφράνο και την πλώρη από την πρύμνη.

  2. Όσοι έρθουν σύντροφοι στο ταξίδι μου, να έχουν στο νου τους τα παρακάτω και να συμμετέχουν στο ταξίδι σαν πλήρωμα και καπετάνιοι μαζί. Να κρατούν, μαζί μου, ευλαβικά τη ρότα τού σκάφους, να φουντάρουν το σίδερο, να δένουν τις πρυμάτσες στην μπίντα τού λιμανιού, να αγαντάρουν στα δύσκολα, να μαζεύουν τούς τυχόν ναυαγούς από σταβέντο, και να ρίχνουν τις στροφές τής μηχανής όταν το σκάφος πλέει σοφράνο...

  3. Με έφαγε το γκομενάκι να το πάρω μαζί μου ως την Ικαριά. Μόλις μπήκαμε Ικάριο της άλλαξα τα φώτα στην καμπίνα. Όλο σοφράνο σταβέντο την είχα.

Stavento: Όμορφη. (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς τo έχει πήξει το μουνί μας. Χρησιμοποιείται ιδίως στην φανταρική διάλεκτο. Επειδή είναι γαλλοπρεπές και τα γαλλικά, ως γνωστόν, τα αγαπάνε οι σλανγκιστές, όπως και το πιάνο. Ίσως και κατ' επίδραση του πυξ λαξ, που δεν έχει νοηματικά καμία σχέση.

Ασίστ: Πονηρόσκυλο.

- Έτσι, κωλόψαρο, πηξ λα μουν! Θα πήξει η μούνα σου, στραβάδι.

Από φοριαμό στη Λήμνο... (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified