Further tags

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμφιφυλόφιλος ή αμφί, από το αγγλικό bi, που αποτελεί σύντμηση του bisexual.

Είναι αυτός/-ή που σεξουαλικώς την έχει δει έτσι-γιουβέτσι, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ, και πάει και με άντρες και με γυναίκες.

Υπάρχει ατέλειωτη φαινομενολογία, που ο υπογράφων ως «μαζεμένος» και «πιστός» στρέιτ δεν έχει τα φόντα να αναλύσει, αλλά φαντάζομαι ότι ένας τύπος μπάι με την καλή έννοια είναι ο παγγαμικός, αυτός που γαμάει πολύ και δεν αυτοπεριορίζεται στις γυναίκες, αλλά του αρέσουν και τα αγοράκια. Μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά ταυτοχρόνως να τον βάζει τον φορτιστήρα στην πρίζα κανενός αρκουδακίου-baby cub. Ίσως τέτοια περίπτωση να ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ, και πάντως ήταν πολλοί αρχαίοι ημών πρόγονοι με προεξάρχοντα τον πουστοπατέρα θεώνε τε και ανθρώπωνε μπάι και ουχί πούστη Δία. Επίσης, πολλοί αρχαίοι ημών κατακτητές Άραβες και Τουρκαλάδες που επέβαλαν το οθωμανικό δίκαιο στα τσογλάνια μας.

Άλλος μπάι μπορεί να είναι η κρυφή, αυτός που κάνει γάμο βιτρίνα, ή μπορεί να παλεύει να δει τι μπορεί να κάνει με τις γυναίκες, αλλά τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον. Λ.χ. ο Πέρι, το προσπάθησε πολύ με το Λίλιαν πριν βρει τον παράδεισό του στην αγκαλιά του Παρασκευά στις ακτές της Ναμίμπια, όπου τον έχουμε αφήσει μέχρι νεωτέρας.

Εξάλλου, στην αντιουσιοκρατική (anti-essentialist) εποχή μας, μπορούμε να εννοήσουμε επιτέλους έναν αυθεντικό μπάι, που να μην είναι ούτε κρυφή, ούτε γαμαωδέρνουλας. Υπάρχουν ακόμη κοινωνικές αντιστάσεις σ' αυτό, λ.χ. η Carrie Bradshaw παραδέχτηκε ότι την ενόχλησε που ένας γκόμενός της, όταν της είπε θα βγω για λίγο with my ex εννοούσε άντρα και όχι γυναίκα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι για τη νέα γενιά, αυτό μπορεί να είναι απολύτως φυσικό ή έστω αναμενόμενο (για να μην χρησιμοποιήσουμε μια ιδεολογικά βεβαρημένη έκφραση), λ.χ. να χωρίζεις από μια γυναίκα, για να τα φτιάξεις με τον άντρα των ονείρων σου, αλλά μετά άμα στραβώσει και μ' αυτόν, να κυνηγάς ένα πιπίνι, μετά ένα τεκνό κ.ο.κ.

Τέλος, να μην ξεχνούμε τις λεσβίες μπάι που είναι η φαντασίωση κάθε άντρα. Για κάποιο λόγο τις γυναίκες μπάι τις αποδεχόμαστε προς το παρόν πιο εύκολα από ό,τι τους άντρες.

Συνώνυμα κατά Χότζα: αμφίβιος, μπάι μπάι ντάρλινγκ.

Να μην συγχέεται με: bye sexual.

  1. Όταν ο Πέρι είδε για πρώτη φορά το Λίλιαν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του που του είπε: «Πες μου ποιος σε γαμεί μανάρα μου, να πάω να του φιλήσω τον πούτσο!». Άκων επροφήτευσε, γιατί λίγες βδομάδες αργότερα βρέθηκε να φιλάει τον πούτσο του Βάγγουρα, με τις γνωστές συνέπειες, που εκτίθενται στην Σλάνγκου Λιλιάδα τώρα στο τζαμπέ με την Φραπέ Slangossip.

Υ.Γ. Α, και το λήμμα: Ο Πέρι είναι θέσει μπάι, αν και μάλλον τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα θα τον έλεγες.

  1. Εντάξει, γουστάρουμε τα τριολέ με σούπερ σέξι μπάι σβάκια, αλλά θα θέλαμε στην μέση μια σβόγκα-σουγκλάκο; Εκεί σε θέλω κάβουρα! (no pun intended).

  2. Όταν τον βρήκε στο κρεβάτι με τον κουμπάρο, της είπε: «Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις! Δεν είμαι φούστης! Είμαι μπάι, είμαι το Άλφα μέλος του ΛΟΑΤ και περήφανος γι' αυτό!».

Βλ. και AC/DC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γκέι φυλή που χαρακτηρίζεται από πληθωρική σωματική διάπλαση, πολλή τριχοφυΐα, μούσι και γκαρνταρόμπα που περιλαμβάνει απαραιτήτως πουκάμισο - τραπεζομάντηλο ξυλοκόπου.

Μπαμπαρκούδοι (daddy bears) αποκαλούνται οι μεγαλόσωμοι αρκούδοι οι οποίοι θέλγονται από αρκουδάκια (cubs). αρκούδους δηλαδή μικρότερης ηλικίας ή μεγέθους. Πουστρόλυκοι (gay wolves) δε αποκαλούνται οι πιο μυώδεις και εκδρομικοί αρκούδοι.

Η σεξουαλική ιαχή του αρκούδου προς άλλον αρκούδο είναι «woof!» ή «γκρρ!»

Η υποκουλτούρα των αρκούδων ξεκίνησε στο Σαν Φρανσίσκο (πού αλλού;) στις αρχές των '80s από γκέι που ένιωθαν άβολα με το πρότυπο της γυμνασμένης και τριχοφοβικής πλην ντυμένης στην τρίχα αδελφής-συλφίδας. Στην Ελλάδα, συνειδητοποιημένοι αρκούδοι έκαναν το ντεμπούτο τους στα τέλη των '90s.

Εκ του αγγλικού bear.

Ασίστ: The slangus formerly known as Hank.

- Στην Ελλάδα οι αρκούδοι μαζεύονταν ατύπως στο Alecos Island Bar. Το 1998 (πραγματοποιήθηκε η) πρώτη προσπάθεια συσπείρωσης των ελλήνων αρκούδων, οργανώνοντας το πρώτο πάρτυ, τυπώνοντας μπλουζάκια και περιμένοντας ελάχιστο κόσμο - αλλά μαζεύτηκαν 200 άτομα. Ακολούθησαν δύο συναντήσεις και πάρτυ, την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα. Από το 2001 έγιναν μερικά bear in the sun πάρτυ, σε ξενοδοχεία κλεισμένα όλα από αρκούδους. Τα πάρτι κράτησαν περίπου 2 χρόνια, ύστερα το bear κίνημα έγινε πιο ιντερνετικό. (από εδώ)

- Ο gay χώρος έχει πολλάκις κατηγορηθεί για δουλική υποταγή στα κελεύσματα της μόδας. Το αμερικανικό πρότυπο του ωραίου gay άνδρα (και σταδιακά και του str8) τον θέλει μυώδη, άτριχο πατόκορφα και, βρέξει - χιονίσει, με εφαρμοστό T-shirt. Υπάρχουν όμως άνδρες που ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα: οι bears (αρκούδοι στα καθ'ημάς) είναι gay άνδρες που δεν κατασκηνώνουν σε γυμναστήρια, εχουν κοιλίτσα και γενικά εγκαταλείπουν το πρότυπο του Μπραντ Πιτ στο βασίλειο του σελιλόιντ.
(Time Out Athens, Μάρτιος 2005)

Ο γουτσισμός μεταξύ αρκούδων ειναι εκ των ων ουκ άνευ... (από Vrastaman, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατά με κρεμμύδι, στα Aρβανίτικα. Σαν τα: «σκατά με ρίγανη», «σκατά με φράουλες» και «σκατά με καλαμπόκι» στα ινδιάνικα.

Πάει να πει:

  • Το τίποτα: το κρεμμύδι φτηνό, τα σκατά τζάμπα, θα τη βολέψουμε και σήμερα. Τσιγαρίζουμε για νοστιμιά.
  • Μια από τα ίδια και σήμερα, χωρίς φαντασία
  • Κακοφτιαγμένη δουλειά
  • Διορθώνω κακοφτιαγμένη δουλειά όπως-όπως
  • Μου το έλεγε ο παππούς σου όταν ήμουν μικρός και μου έσπαγε τα νεύρα, ήρθε η ώρα να στο πω κι εγώ. Χαχαχαχα! Απόλαυση! Οι χαρές της πατρότητας!

-Τι θα φάμε σήμερα μπαμπά; - Μούτι με κεπ!

Μούτι... (από joe909, 10/10/11)...με ΚΕΠ. (από joe909, 10/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάχος Έλληνας που έφυγε μικρός από το χωριό του και πήγε στην Αμερική.

Προέρχεται από την βλαχο-ελληνο-αμερικάνικη προφορά που έχει και δεν μπορεί να μιλήσει καλά ούτε ελληνικά αλλά ούτε και αμερικάνικα-αγγλικά.

Όλοι οι ελληνοαμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Full of juice ready to use η αλλιώς διώξιμο των χοντραδιών.

Συμβαίνει όταν έχει συγκεντρωθεί αρκετό σπερματικό υγρό και θέλει κάπου να πάει. Το πού – χμμμ! -- τη σήμερον ημέρα δεν ξέρω. Με παζολιάρη η σημερινή νεολαία, τι στα κομμάτια, δεν γαμούν;

- Άντε Δημητράκη θα πάμε μπουρδελότσαρκα, τυχερούλη!

- Ναι, ναι να πάμε, I am full of juice ready to use, κολλητέ μου! (προσέξατε αγγλικούρα ο Μητσάκος ε ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανέκδοτο λέει ότι όταν είπαν στην βασίλισσα της Γαλλίας ότι ο λαός δεν έχει να φάει ψωμί, αυτή απάντησε «τότε γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι;», qu'ils mangent de la brioche, γαλλιστί, όπου το brioche δεν είναι ακριβώς παντεσπάνι, αλλά τέσπα. Εξάλλου, όπως λέει η Βικούλα, η αδικημένη από την Ιστορία βασίλισσα δεν μπορεί να είπε ποτέ κάτι τέτοιο, γιατί πρόκειται για ανέκδοτο, που είχε εφεύρει ο Jean-Jacques Rousseau, πολύ πριν η Μαρία Αντουανέτα έρθει στην γαλλική αυλή. Δες εδώ. Τέσπα ήταν μια προπαγανδιστική συκοφαντία ενάντια στην Μαρία Αντουανέτα μας.

Βάσει αυτής της έστω ψευδούς ιστορίας, Μαρία Αντουανέτα χαρακτηρίζεται ένας άνθρωπος πολύ υψηλόφρων, που σνομπάρει τα προβλήματα άλλων, κυρίως κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, τα οποία θεωρεί ανάξια λόγου. Ή επειδή αυτός έχει λύσει ανάλογα προβλήματα οι απόψεις του είναι τελείως ουτοπικές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μοντέλες, που τους ζητάνε να πουν την γνώμη τους για πολιτικά-κοινωνικά ζητήματα κι αυτές είναι τελείως άσχετες. Για πολιτικούς, οι οποίοι σνομπάρουν τους διαδηλωτές ως «ταραξίες», και σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Την αδικοχαμένη πάντως βασίλισσα της Γαλλίας απεκατέστησε η σκηνοθέτις Sophia Coppola στην ομώνυμη ταινία, όπου στο πλαίσιο (χα, σε πρόλαβα Άλλε) μιας απενοχοποιημένης ποστίλας, η Μαριώ παρουσιάζεται ως μια κοπελίτσα που ήθελε απλώς να κάνει την ζωή της, αλλά ο Λουί ήταν λούλης (τό 'χει το όνομα) και για να δουν δροσιά τα σκέλια της έπρεπε να τρέχει σε parties της αριστοκρατίας –γενικά η ταινία ήταν sex, whigs & rock n' roll.

Στο Δ.Π. υπό Bubis.

Από το www.flickr.com :

Στο debate φάνηκε ότι ο Καραμανλής είχε πλήρως καταλάβει τι συνέβη με το φοιτητικό κίνημα του χειμώνα, όταν σαν Μαρία Αντουανέτα περιέγραψε την κατάσταση ως εβδομαδιαίο ραντεβού με ταραξίες.
Αυτό θα πει να είσαι κοντά στην κοινωνία και να έχεις αίσθηση της πραγματικότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό του μαφιόζικου υπόκοσμου, η φράση σημαίνει ανδρώνομαι, ισχυροποιούμαι, ανεβαίνω σε εξουσία και ρισπέκ στους κύκλους της παρανομίας.
Τη φράση τη συναντούμε κατά κόρο σε γκαγκστερικές αμερικλανικές ταινίες.

(σκηνή από τον «Νονό», όπου ένας γκάγκστερ απευθύνεται με απειλητικό τόνο στον Μάικλ Κορλεόνε:)
- Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι ο Μο Γκρην! Έφτιαχνα τα κόκκαλά μου όταν εσύ έβγαινες με τσιρλίντερς.

cheerleaders (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεδομένης της κλασικής αγγλιάς are you serious;, συνηθιζομένης σε σαπούνια και σε ιδιόλεκτους που προσομοιάζουν σε τρεντυφατσουλάκια, κάνουμε την εν λόγω τροπή, όταν κάποιος μας αναπτύξει λιακούρειες θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων από μακρινούς γαλαξίες κτλ. Τότε δικαιούμαστε να τον ρωτήσουμε αν πράγματι κατάγεται από τον Σείριο και γι' αυτό διαθέτει αυτήν την προνομιακή σύνδεση με το υπερπέραν, την προηγμένη μάρκα αίματος, τα βαρβάτα γονίδια κτλ. Με λίγα λόγια η φράση τείνει να μοιάσει στο «Μήπως είσαι νίντζα;». Λέγεται και για κάθε ακραίο τιραμισουρεαλισμό, που ο αυτουργός του εγείρει πλέον υποψίες μήπως είναι αλλούφο.

Σύγκρινε: «απεδήμησεν εις Σείριον».

Πηγή: Χαλικούτης, (τον οποίο παρεμπίπταμπλυ κατανοώ και χωρίς στολή γκέι αστροναύτη).

- M' ένα μεγάλο μακροβούτι κατόρθωσα να ξεμπλοκάρω το σιφόνι, αλλά δυσκολεύτηκα να ξεκουμπώσω το σουτιέν της χρησιμοποιώντας μόνο νερό και βεντούζα, και ωσεκτουτού νομίζω ότι απέχω ακόμη απ' το να χαρακτηριστώ κελεπούρι.
- Are you Σείριος;

(από Khan, 24/07/09)(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified