Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.
- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!
Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.
- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος του ανθρώπου που κάνει skateboard, ακούει ανάλογη μουσική (Slipknot, Limp Bizkit, The Offspring etc.) και συχνάζει με τις παρέες του σε πλατείες και γενικώς μέρη με ανοιχτό χώρο. Στο MSN τους γράφουν ως προσωπικό μήνυμα πράγματα τύπου: «sk8 is life», «sk8 or die», «sk8 or sk8». Διώκονται κυρίως από: τραγόπαπες (αν ασκούν τις ιδιότητες τους μπροστά σε εκκλησία), γριές (που νομίζουν ότι τα skateboards είναι πράματα του Σατανά, γι' αυτό μπορεί να πετύχετε τη γιαγιά κάποιου σκεϊτά να του κάνει ευχέλαιο).
Διάλογος μεταξύ σκεϊτάδων περιλαμβάνεται παρακάτω.
- Μιλάμε, πήγα στα Frozen Wave και φέρανε κάτι καινούρια skates, με κάτι σχέδια να γουστάρεις! Μια καινούρια παρτίδα της Elements με 30% έκπτωση!
- Άσε ρε, εγώ παράγγειλα το δικό μου απ' το ίντερνετ... Πιο φτηνό ήταν. Από το http://www.skateheaven.co.uk...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για τύπους που δεν μασάνε καθόλου.
(Πρωταγωνιστής σε τσόντα προσπαθεί την ώρα που είναι μέσα στην γκόμενα να βάλει και τα μπαλάκια μέσα, και το κοινό φωνάζει...)
- Ρε τι κάνει ο κασκαντέρ;;;
Got a better definition? Add it!
Οι βρισιές, το μάλωμα, απο το σιχτίρ.
- Για συμμαζέψου, μην ακούσεις κάνα σιχτίρι, έτσι;;
- Θα μου πεις πού είχες πάει μωρή, ή να αρχίσω τα σιχτίρια;;
Got a better definition? Add it!
Βλ. και σιχτίρι, σιχτίρια, άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου. Σχετικά: σιχτίρ πιλάφι, σιχτίρια
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση εύθραυστη που μπορεί να κάτσει στραβή.
Μαλάκα πρόσεξε τι λες μη γυρίσει μπούμερανγκ!
Got a better definition? Add it!
Φεύγω σφαίρα.
Σούμπιτος έφυγε στη στροφή!
Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Eκ του cheek to cheek (μάγουλο με μάγουλο), το φλερτ.
- Κόψε τον Λάκη, στο τσικ του τσικ την έχει την γκόμενα!
Got a better definition? Add it!
Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.
Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!
Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.
Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified