Selected tags

Further tags

Συντομογραφία της έκφρασης oh my god. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στις συνομιλίες μέσω internet.

Σε chat room:
-Φίλε, χτες διαγράψανε τον κωδικό του nikk33 kai του sex_boy007!!!!!!
-Omg!!!!!!!! Λες να διαγράψουν κι άλλους;

(από jesus, 18/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές φορές όταν βαριόμαστε απελπιστικά, ή έχουμε το ένα χέρι μέσα από το μποξεράκι και παράλληλα μιλάμε με τους φίλους μας στο messenger ή στο facebook, πατάμε όποιο κουμπί βρούμε εάν δεν συζητάμε κάτι ουσιώδες.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις.

Βαρεμάρα:
«- re mlk... ti kwlokairos einai aytos...
- sadsafdfdsadsdfsadsafa»

Έκπληξη:
«- phra to kainourio i pod :D
- asddasasdsadasdasdassadasdas oreos»

Δυσάρεστη έκπληξη:
«- ase ti epatha shmera... irthe h dikia sou kai mou ekatse, kai gw fysika den antistathika. den tha me bgaleis kai pousth...
- asdsfddfsdsfdssdfsdafasdafsdsdsdsdsdsdsdsddasfdsfadfas :S:S:S»

Διακοπή συζήτησης:
«- gEia C t kNc;
- adsdas»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αν είναι δυνατόν. Εκφράζει έκπληξη, αναπάντεχη τροπή, καμιά φορά αγανάκτηση.

-Καλά, της είπε τέτοιο πράγμα; Είναι τελείως μαλάκας;! Αν είναι δυναμό, έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Απίστευτο. Λέξη ανάμικτη ελληνική και αγγλική δηλ. un- (αν-) και πιστεύω. Από το unbelievable.

Το έργο που είδαμε χτες με το Μήτσο ήταν ανπιστέφταμπλ

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσιολογικά οι φράσεις χρησιμοποιούνται, η μεν πρώτη για να εκφράσει έκπληξη, ξάφνιασμα, θαυμασμό, απορία, ενώ η δεύτερη σαν χρονικό ερωτηματικό επίρρημα.

Στη σλανγκ version όμως, το κέντρο βάρους των εκφράσεων μετατοπίζεται έντεχνα, από την έκπληξη και τον χρόνο, στην άμφω περιεχόμενη προσωπική αντωνυμία «εσύ», αποδίδοντας επαναληπτικά ένα τελείως διαφορετικό όσο και μακάβριο πολλές φορές, νόημα.

- Τα 'μαθες; Πέθανε ο Ιάκωβος.
- Άντε κι εσύ! Πότε κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σλανγκ βερσιόν του επιρρήματος ξαφνικά.

Αποτελεί την μάγκικη απάντηση σε ενοχλητικούς που μας πρήζουν με την ίδια ερώτηση όλη τη μέρα. Η μετατροπή του επιρρήματος, έχει να κάνει με την παρήχηση του «α», η οποία όπως έχω ξαναματαειπεί, γεμίζει το στόμα, και κάνει πιο μάγκικες τις λέξεις.

Ιδιοκτήτης μπαρ ανακαινίζει μετά από 35 χρόνια το κωλόμπαρό του. Βρίσκεται εκεί το πρωί για να διευθύνει την εργατική δύναμη:

- (Πρώτος περαστικός) Άντε ρε Γιωργάκη, πότε θα το ανοίξεις πάλι το μαγαζί. Η γυναίκα μου δεν με αντέχει στο σπίτι.
- Σε καμιά βδομάδα…
- (Δεύτερος περαστικός) Αργείτε ακόμα;
- Προσπαθούμε να προλάβουμε την Ανάσταση...
- (Τρίτος περαστικός) Πότε θα ανοίξετε ξανά;
- Άξαφνα...και δεν θα στο πούμε κιόλας (από μέσα του έχει κατεβάσει όλους τους αποστόλους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(επίρρημα)
1. για να εκφράσει αποστροφή / απαξία μεταξύ φίλων
2. για να εκφράσει έκπληξη

  1. -Μπάρα-μπούρα μας ζάλισες με τη πάρλα σου τόση ώρα! Βάλε τάπα!
    -Ασταδιάλα ρε!

  2. -Ρε άνιωθε ο Μήτσος δεν είναι Ελλάδα τι τον παίρνεις τηλέφωνο; Την Τρίτη έρχεται από Λονδίνο...
    -Ασταδιάλα!

Βερσιόν Λεβέντη (από Khan, 12/01/12)

βλ. και άσταδγιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified