Further tags

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο χασίς. Η λέξη «λιβάδια» συμβολίζει την άμετρη κατανάλωση του αγνού αυτού προϊόντος της μάνας γης.

- Τι λέει ο Τάκης; Πάει ακόμα το τσιγαριλίκι γόνα;
- Κανονικά... Λιβάδια ολόκληρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο προερχόμενο εκ της σημασίας του ρήματος τσαμπουκαλεύω ως μαρτυρώ, πονηρεύω κάποιον. Ο τσαμπουκαλεμένος είναι και ο άνθρωπος που έχει κάποιον φάκελο στην αστυνομία και αποφεύγει εντυπωσιακές επανεμφανίσεις.

Κοινή χρήση στις μέρες μας του επιθέτου γίνεται μεταξύ χασικλήδων εκ πεποιθήσεως ή εκ παραδρομής, συνήθως νεαρότερων ηλικιών, με ενθουσιασμό και διάθεση για πρόοδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα πακέτα τσιγάρων είτε μαλακά είτε σκληρά με τον παρακάτω διαχωρισμό:

Σκληρό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό μαλακό χαρτονάκι που βρίσκεται κάτω από το καπάκι στο μπροστά μέρος του πακέτου. Χρησιμεύει ως τζιβάνα για τους βιαστικούς.

Μαλακό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η διάφανη πλαστική μεμβράνη που εμποδίζει την υγρασία. Χρησιμεύει ως πρόχειρος αποθηκευτικός χώρος ή αυτοσχέδιο σακ βουαγιάζ. Βέβαια και τα σκληρά πακέτα διαθέτουν τέτοια μεμβράνη, αλλά καθώς τα μαλακά δεν διαθέτουν χαρτονάκι, η αδικία εις βάρος των μαλακών θα ήταν ανεπίτρεπτη ειδικά σε ανθρώπους της συγκεκριμένης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης.

Θύματα τσαμπουκά τέτοιας μορφής πέφτουν συνήθως ανυποψίαστες πληθυσμιακές ομάδες, τυφλοί, γυναικόπαιδα και ιερωμένοι. Θεωρείται επίσης μεγάλη τιμή να τσαμπουκαλευτεί πακέτο χωμένου στα πράγματα πλην αντιπαθητικού συνανθρώπου μας.

- Ρε Κωστάκη το πακέτο της μάνας μου είναι τσαμπουκαλεμένο... - Δεν είναι της μάνας σου αυτά ρε, της γιαγιάς σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτίζω κάποιον με ακλοόλ, τον κάνω σκνίπα, του βάζω τόσο να πιει λες και ποτίζω το μποστάνι μου. Κι αυτός κάθεται και το πίνει, από ντροπή ή από μαγκιά.

ασίστ: Nick

Πολύ το χάρηκα χθες, είχε έρθει στην παρέα ένας μπούμπης και έλεγε όλο μαλακίες ώσπου άρχισα να τον ποτίζω ξύδια, τον έκανα κουρούμπελο και την ξαπλάρωσε στον καναπέ, σάπισε και ησυχάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπυροκλάνι ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχονται τα έμπυρα άτομα μετά από ακατάπαυστη και αλόγιστη κατανάλωση άφθονης μπύρας.

Άμεσες συνέπειες για το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι είναι: ακατάπαυστο ρέψιμο, συχνοουρία και η ακρόαση ασμάτων του Βασίlη Τερλέγκα (παραγγελιά, όρθια μένουν τα κλαριά, όπως θα παίρνω τις στροφές κ.α.)

Μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες είναι το κτίσιμο μπυροκοιλιακών.

Προηγουμένως τα έμπυρα άτομα έχουν φροντίσει να για την μπυρασφάλεια τους δηλαδή τη διαθεσιμότητα και επάρκεια μπύρας (σύμφωνα με τον χρήστη Gatzman) στο ψυγείο τους.

Το μπυροκλάνι ουδεμία σχέση έχει με το πυροκλάνι αν και είναι εξαιρετικά πιθανό το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι να προβεί και σε πυροκλάνι προς τέρψη των συνδαιτυμόνων του.

Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι μαζικοί αγώνες τον έμπυρων ατόμων για την κατοχύρωση του δικαιώματος της μπυρασφάλειας ζωής, της σύναψης δηλαδή συμφωνίας με τις μεγάλες μπυροβιομηχανίες για την ένταξη τους σε εκπωτικά προγράμματα και την συνεχή τροφοδοσία των ψυγείων τους από ειδικά συνεργεία ώστε να μπορούν να βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση μπυροκλάνι.

Πάγιο αίτημα επίσης αποτελεί η δημιουργία γραμμής μπυροκλάνι-SOS ώστε να παρέχετε στα έμπυρα άτομα που δεν φρόντισαν για την επαρκή μπυρασφάλεια τους άμεσα ποσότητα μπύρας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες που είναι όλα τα περίπτερα κλειστά.

-Σάββα τα αρχίδια μου τράβα..

-Τι είπες ρε καθίκι;

-Ασ' τον μην τον παρεξηγείς, βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινή χώρα όπου ταξιδεύουν οι πρεζάκηδες.

- Έλα Χρήστο, μ' ακούς; Έλα, ο Κώστας είμαι.
- Μμμμμ.... έλα ρε συ ... μμμμ ... Τί γίνεται ; Μαράκι εσύ ;
- Έλα ρε μαλάκα σύνελθε και παίρνω από κινητό! Θα πληρώνω υπεραστικά στο νταγκλαντες με τις μαλακίες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, φουμάρω χασίς.

Η προσλαμβάνουσα, αφορά σαφώς την θεία λειτουργία της ορθοδόξου εκκλησίας, ήτοι το μοναδικό ορθό χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίον κοινωνούν οι πιστοί βεριτάμπλ σώμα και αίμα Κυρίου, ενώ οι λοιπές αιρέσεις, αρκούνται σ' ένα μπισκοτάκι (όστια).

Προέρχεται, τόσον ως προς την αναλογία οσμής μεταξύ θυμιατού και ντουμανίου, όσο και λόγω της κατανύξεως πιστών και χασικλήδων. Άλλωστε, η (μετά)λήψη ινδικής καννάβεως, δεν στερείται ποιάς τινός τελετουργίας (λέγανε κάτι αλλοδαποί τύποι που γνώρισε ένας γνωστός του υποφαινομένου, φευγαλέα πριν τέσσερα καλοκαίρια στο εξωτερικό και που δεν θυμόταν τα ονόματά τους και ο γνωστός αυτός πέθανε πρόπερσι στην Αυστραλία).

Ο Καββαδίας λέει κάπου στη «Βάρδια», για δυο ναύτες του στόκολλου, που το μεταλαβαίνανε μαζί και το κωλοβαρούσανε, με αποτέλεσμα το πλοίο να μην προχωρεί.

Παράγωγο : Μεταλαβιά

Συνώνυμο : (την) πίνω

Αντώνυμο : Δεν (την) πίνω

- Ο Γρηγόρης με το Σπύρο στο σχολείο, ερχόντουσαν την πρώτη ώρα με γυαλιά ηλίου μέσα στην τάξη χειμώνα-καλοκαίρι. Το μεταλαβαίνανε βλέπεις πρώτα στην πλατεία τα κωλόπαιδα και τα μάτια τους ήτανε κατακόκκινα. Ήτανε και μυωπίας λέει και γι' αυτό τα φορούσαν, μπας και δεν τους πάρουμε χαμπάρι.

- Δε βαριέσαι; Φυσική είχαμε, κι αυτοί γράφανε τις ασκήσεις στο τετράδιο της μουσικής…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει πιεί τα άντερά του και δεν μπορει ούτε μια λέξη να αρθρώσει. Είναι επίσης αυτός που έχει ξαπλώσει ανάσκελα και υποχρεώνει την υπόλοιπη παρέα να τον σηκώσει.

- Χθες πήγαμε στο Ακρωτήρι και η Έυη είχε χωρίσει πριν με τον Δημήτρη και έγινε σκώθηκ από το ποτό...
- Έλα ρε συ! Και ποιος την πήρε στο αμάξι του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified